Α σου τα δώσω στα μαρμαράκια
Σχόλια / Περίσταση εκφοράς
Θυμάμαι στα παλιά τα χρόνια που φορολογούνταν τα κρασιά, για τη φορολογία είχε πάει ένας γέρος νοικιαστής του φόρου να τα καταμετρήσει. Φορούσε φουστανέλλα και φέσι γερολεβέντης, αλλ' αγαθώτατος κι εύπιστος. Πήγε στη μέση στο χωριό. Τον χαιρέτησαν όλοι και τον κατάφεραν να πιστέψει πώς ανάγκη δεν είναι να γυρίζει τα σπίτια και να καταμετράει τα βαρέλια, αυτοί θα του πουν ειλικρινά πόσο κρασί έχει ο καθένας τους. Ο γέρος κράτησε σημείωση και ζήτησε να του πληρώσουν φόρο.Την Κυριακή θα είμαστε όλοι στα μαρμαράκια, τού είπανε, εκεί βρέσου κι εσύ, και ο λογαριασμός θα ξεμπερδέψει μονομιάς. Μαρμαράκια έλεγαν ένα αρχαίο τείχος με ογκόλιθους πού βρίσκεται μισή ώρα κάτω από τη Χρυσοβίτσα. Τούς πίστεψε ο αγαθός άνθρωπος και την Κυριακή πρωΐ βρέθηκε στο συμφωνημένο μέρος. Περιμένει να δει κόσμο, τίποτε. Τότε κατάλαβε τι τούφτιασαν. Το κατάπιε και πάει. Από τότε μένει η παροιμία: “Θα σου τα δώσω στά μαρμαράκια”, πού λέγεται όταν δεν έχει κανείς σκοπό να γυρίσει τα όσα χρωστάει στό δανειστή του