JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Ανεφέλ' προβάτ' το κιφάλ' κόφ' νε
Comments and Use
Ανωφέλευτου προβάτου κόβουν το κεφάλι. Κρωμ. Χαλδ. Επί αχρήστου πράγματος απορριπτομένου ή επί προσώπου εις ουδέν ωφελούντος και δια τούτο αποπεμπομένου ή άλλως εξευτελιζομένου