Comments and Use
Από το τουρκ. Αζάτ= αδέσμευτος, ασύδοτος. Τον άφησε ελεύθερο, ανεξέλεγκτο κι΄ αυτό κυρίως από τα ζώα που τα παρατούσαν να βόσκουν στα σωράφια χωρίς να τάχου δεμένα.
βλ. αυτ.ομοία : Ρώσσικων, Βουλγάρικων, Γερμανικών, Αγγλικών, Ολλανδικών, Γαλλικών, Ιταλικών , Λατινικών