Εζέξαν τον εις τηγ κάρνταν
Comments and Use
Kάρντα=σχοινί, δι' ου δένεται ο άγριος βους εκ των κεράτων, όταν ζευχθή εις το άροτρον, διά να τον τραβούν προς τα οπίσω και τον αναχαιτίζουν, οσάκις ζητήση να τρέξη ή να κάμη κάτι
Ερμηνεία: Λέγεται όταν τις επιιφορτισθή να κάμη εργασίαν τινά. Όταν τις εγκαταλείψη μίαν εργασίαν λέγεται περί αυτού “εξικάρντισεν”. Σημαίνει ακόμη το ξικαρντίζω (η κυρία του σημασία είναι εγκαταλείπω, αφήνω την κάρδαν, εγκαταλείπω την εργασίαν την οποία ανέλαβα να κάμω) και εγκαταλείπω ομοφωνίαν, συμφωνίαν κλπ. “πρώτα εσυμφωνήσαμεν, αμμά ύστερα εξικάρντισεν”. Το “ξικαρντίζω” λέγεται και “ξικοργκιάζω”, το οποίον άνευ της προθέσεως, απλούν λέγεται “καργκιάρω=ευγνύομαι εις την κόρδαν”=κόπος, εργασία, “εκάργκιαρεν να πλύννη”
Ερμηνεία: Λέγεται όταν τις επιιφορτισθή να κάμη εργασίαν τινά. Όταν τις εγκαταλείψη μίαν εργασίαν λέγεται περί αυτού “εξικάρντισεν”. Σημαίνει ακόμη το ξικαρντίζω (η κυρία του σημασία είναι εγκαταλείπω, αφήνω την κάρδαν, εγκαταλείπω την εργασίαν την οποία ανέλαβα να κάμω) και εγκαταλείπω ομοφωνίαν, συμφωνίαν κλπ. “πρώτα εσυμφωνήσαμεν, αμμά ύστερα εξικάρντισεν”. Το “ξικαρντίζω” λέγεται και “ξικοργκιάζω”, το οποίον άνευ της προθέσεως, απλούν λέγεται “καργκιάρω=ευγνύομαι εις την κόρδαν”=κόπος, εργασία, “εκάργκιαρεν να πλύννη”