JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Μου κόβει τα ήπατα
Comments and Use
Τόκοψα, Ερμηνία : Με κλονίζει, με απελπίζει , με συντριβείν κλπ. “Μ' αυτό το νέον που ήφερες, μόκοψες τα ήπατα” “Εκόπηκαν τα ήπατά μου, σα σε είδα άξαφνα” Θαν τους κόψω τα ήπατα σα μ' ακούσουν