Comments and Use
Διχαλός και διχαλωτός επιθ. = δύστηλης ράβδος τι δοκός καταλήγουσα εις δύο άκρα. Λέγεται δε ειρωνικώς διχαλός και ο ενδεδιμένος ευρωπαϊστί ή τοι ο φέρων πανταζόντοι (περισκελίδας) μεταπεσόν εις την σημασίαν του πανούργος, καθ' ότι οι πρώτοι και νοτομήσαντες Έλληνες (πανταλονάδες, ως άλλως λέγονται) εθεωρούντο υπό των απλοϊκών (βρακάδων) ως δόλιοι και πανούργοι εξ ου και η άνω παροιμία