Δανεικά τζ' ανεμόστροφα
Comments and Use
Ερμηνεία : ανεμόστροφος = ο έχων επιφάνειαν ακανόνιστον, μη ομαλήν ∙ παν σώμα, το φυσίον, τιθέμενον επί ομαλής επιφανείας, δεν εφαρμόζεται, αλλά το εν άκρον είναι ανασηκωμένον και όταν χαμηλώσεις τούτο, ανυψούται το έτερον. Κατ' αρχάς εσήμαινε ξύλον ή σανίδα, τα οποία έστρεψεν ο άνεμος ούτως, ώστε να γίνουν ακανόνιστα ∙ έπειτα κατήντησεν η λέξις να σημαίνει κάθε τι ακανόνιστον έστω και εκ φύσεως. Κυριολεκτικώς σημαίνει το στραφέν υπό του ανέμου και καταστάν λοξόν και ακανόνιστον. Όταν τις ζητή χρήματα παρά τινός και ο μέλλων να του δανείση δεν τον θεωρή αξιόχρεοων, ο μέλλων να δανείση , λέγει εις τον αναξιόχρεων: “Θέλεις τα δανικά τζ' ανεμόστροφα;” εννοών ότι είναι ευκολώτερον να τα επιστρέψει ο άνεμος, παρά ο δανειζόμενος, ο οποίος ως μη έχων, δεν θα δυνηθή να τα επιστρέψει