Ζεστή κι πιταχτή κι καρπό απού κώλου τρώει κι πάει στη δλειά τ'
Σχόλια / Περίσταση εκφοράς
Μια βουλά ένας είχε ένα συνοικέσιον μη μήνια. Κίν'σι κι πήι στν αρριβουνιαστκιά τ' νια μέρα κι τν εύρι μοναχή τς. Νι ρώτσι, πού είν' ου πατέρας τσ. Είχαμι νια στράτα σ' ένα χουράφ', πάει να νι φράξ' να τ' φκειάσ' δύου (δηλ. ενώ θα φράξη αυτός την εις το μέσον του χωραφιού, οι διαβάται θα περνούν εύθεν κι ένθεν κι έτσι θα κάμη δύο δρόμους). Ου αρριβουνιαστκός δεν κατάλαβι τι ούτως, γιατί αυτό του πράμα ήτανι σαν αίνιγμα. Νι ρουτάει τν αρριβουνιαστικιά: πού πάει η μάννα σ'; - Πήρε δυο γερόντς να πάει να τς φκειάσ' ένα παλ'κάρ' (πήρε δηλ. δυο παλιά ρούχα και χαλασμένα και θα τα φκειάση ένα γερό). Πάλι κι αυτό δεν του κατάλαβι. Τσ λέει (ο αρρεβωνιαστικός): Μας έφκειασις τίποντα φαΐ να φάμε; -Δεν έχου τίποντα έτμου, αλλά δεν αργιού νια στιγμούλα: Φκειάνου νια ζεστή κι πιταχτή κι καρπό απού κώλου κι τρως κι πας καλιά σ' = (θα φκειάσω νια σταχτουκουλούρα ζεστή και γλήγορη, επειδή αυτή την κουλούρα την πτας έτσ' πιταχτα και ψήνιτι), τγανίζου κι αυγά να τρως. Αυτό ου αρριβωνιαστικός του πήρι για βρισιά. Είπι πως τουν σκατουτάϊσι μη κειό που είπι: “καρπό απού κώλου” κι πεισμουσι κι έφγι. Βήκι κι ρώτσι, που είνι ου πεθερός τ' κι τούπανι ξάστερα, κι πήι, τουν ηύρι κι τ' τα μουλόησι κι απού κει πήι πίσου στου σπίτ' τ'. Κι του είπι τ' πατέρα τ', ότ' θα τ' χαλάσ' τ' σ'μπεθεργιά. Τότι ου πατέρας τ' λέει: Όχ', δεν τ' χαλάμι, η γ'ναίκα αυτήν' θανάν έξυπν' κι στά'πι. Κι πήγανι μαζί στου σπίτ' τσ αρριβουνιαστικιάς κι τνι ρώτ'σανι, τι ήθιλι να πη μη κειά. Κι τα ιξήγσι αυτήν' κι έτσ' κι ξιτυπώθικι η ιδέα (Κατά τον Β. Παπανικολάου)