Αγουροφάος έφαγε, οψιμοφάος δεν έφαγε
Comments and Use
Ο τρώγων τας οπώρας εύθος ως κατασταθώσι μόλις εδώδιμος, ουδέ ποτέ μένει άγευστος αυτών, ο δε προσμένων να φάγη αυτάς ωρίμους, κινδυνεύει να μη φάγη. Δια της παροιμίας ταύτης νοούνται κυρίως αι οπώραι εκείναι αίτινες δεν είναι των κυρίων προιόντων του τόπου, οίον ενταύθα τα άπια. Ταύτα τα δένδρα δήλον ότι ευρισκόμενα εκ αφράκτοις αγροίς υφίστανται τας επιθέσεις των ποιμένων ή βουκόλει και καθόλου των εν τοις αγροίς διημερευόντων, έτι αώρεν όντων των καρπών, ενώ ο κτήτωρ αυτών μάτην προσμένει να ωριμάσιν. Εν παραλλαγή της παροιμίας ταύτης παρά Πολίτη εν λ. Αρ. 1 αντί οψιμοφάος λέγεται καμωφάγος. Το όνομα του το νομίζομεν ότι προήλθεν από του καμωμενοφάγος, δηλοί δε τον καμωμένους καρπούς τρώγοντα σημαίνει δε το καμωμένος ότι το αλλαλού λεγόμενον ψημένος ή γενομένος τ. ε. ώριμος. Εν Σκύρω λέγεται κ΄τα σύκα είναι καμ΄μένα (καμουμένα, καμωμένα), ήτοι ώριμα. Περί δε της συγκοπής των συλλαβών-μένο-παρατηροίμεν, ότι αύτη εγένετο και ανομοίωσιν, περί ης βλέπε Λισ. και Νέων Ελλ. Α, σελ. 323 η.ε. ότι δε συγκοποιούνται δύο συλλαβαί και ουχί μία, νομίζομεν ότι τούτο δεν καθιστά την παρεγωγήν ήττον πιθανήν