Άλλα ν τ' άλλα κι' άλλο της Παρασκευής το γάλα
Σχόλια / Περίσταση εκφοράς
Μιά φορά κι' έναν καιρό σε μιά σπηλιά απ' όξ' από να χωριό ήταν' ένας ασκητής γέρος, πού έζησε μ' ότι του πήγαιν' ο ένας κι' ο άλλος Χριστανός γιά ψυχικό. Λιγούλι μακρυ' απ' τή σπηλιά πήγε και ξεχείμασε τα πρόβατά του ένας τσιοπάνης. Ήρθ' η άνοιξι, γιά να φύγ' ο τσιοπάνης και να πάη στά βουνά, άρμεξε τή Μεγάλη Παρασκευή τα πρόβατα, μοίρασε το γάλα στούς χωριανούς γιατ' ήταν ευχαριστημένος, κι' έστειλε καλί στον ασκητή με το τσιοπανούδι μιά βιδούρα γάλα, γιά να κάμη κι' αυτός Λαμπρή. Σάν του πήγε το τσιοπανούδι το γάλα τή Μεγάλη Παρασκευή, και δεν είχ' αγγείο ν' αδειάση τή βιδούρα, παίρν' ο ασκητής τη βιδούρα και πίνει το γάλα. Το τζιοπανούδι είπε στ' αφεντικό τουπώς ήπιε το γάλα ο Ασκητής ο τσιοπάνης το είπε στό χωριό, και το χωριό εσηκώθη στό πόδι γιά την αμαρτία πόκαμ' ο Ασκητής, να φάη γάλα τή μεγάλη Παρασκευή. Το χωριό έμεινε σύμφωνο να παιδέψη τον ασκητή και την άλλη μέρα έστειλαν κι έφεραν τον ασκητή στό χωριό. Αλήθεια είναι γέρω παππού, του λέει ένας, πώς έφαγες χτές γάλα, και μάς εκόλασες ούλους; Γιατί το καμες; Σάν με ρωτάτε τους λέ' ο ασκητής, να σάς το ειπώ, μά ναρθή ούλο το χωριό να μή λείπη κανένας. Το χωριό είδε πώς έλειπε μιά γυναίκα με το παιδί της, πού δεν ήτανε σαράντα ημερών. Έστειλε ναρθή η γυναίκα με το παιδί και σάν ήρθε, τή ρωτάει ο ασκητής. Δικό σου είναι το παιδί γυναίκα; Δικό μου είναι γέροντα. Τότ' ο ασκητής ρωτάει και το βυζανιάρικο παιδί. Δέ μού λές παιδάκι μου ποόν έχεις πατέρα; Το Δεσπότη, είπε το παιδί. Τότ' ο ασκητής γυρίζει και λέει σ'τό χωριό το λέπετε; άλλα ν τ' άλλα κι' άλλο της Παρασκευής το γάλα