Toggle navigation
Ελληνικά
English
English
Ελληνικά
English
Login
Toggle navigation
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Παραδόσεις: Recent submissions
Now showing items 2901-2920 of 6798
Καλλικάντζαροι
Οι Καλλικαντζαραίοι μεταβαίνουν στα σπίτια τις νύχτες από τις καμινάδες των σπιτιών για να μαγαρίζουν ότι έκθετο βρούνε. Προτιμούν τις τηγανίτες. Οι νοικοκυρές όλες αυτές τις ημέρες δεν σβήνουν τη φωτιά για να μη κατουρήσουν την στάχτη. Η στάχτη αυτή που δεν θα κατουρηθή από τους καλλικαντζαραίους είναι καλή για τα κηπουρικά και την σκορπούν επάνω σ’αυτά. Οι Καλλικαντζαραίοι ενοχλούν και τους ανθρώπους...
Καλαβρουζιώτου, Ευφροσύνη
(
1961
)
Ο καλικάτζαρος : Τα Χριστούγεννα τη νύχτα λένε πως έρχονται οι Καλικατζάροι κι όταν βρούνε δουλειά αρχεμένη την κατουρούνε. Βιαζόμαστε απο μέρες πρίν να τελειώσουμε τις δουλειές που έχομε αρχίσει. ''Κάμε, τέλειωσε την κάρτσα ιά θα στη χέσουν οι Καλικατζάροι''. Λένε πως έρχονται και κατεβαίνουν απο τους ανεφανούς (καπνοδόχους)κάτω τη νύχτα που ξημερώνουν Χριστούγεννα.
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή
(
1928
)
Οι Καλλικατζάρ' το δωδεκαήμερο πάν και ανακατώννε κλωστές στο λάκκο (τ'αργαλειού). Τα παιδιά που θα γεννηθούν τα Χριστούγεννα, τα λέν ότ' γίνεται με τς καλλικατζάρ'.
Μέγας, Γ. Α.
(
1938
)
Μαν δεν ανάβουν τα κάρβουνα λένε : ''Τα κατούρησαν οι καλλικάντζαροι!
Ιωαννίδου, Μ.
(
1927
)
Μια φορά κι ένα καιρό ένας δε πίστευε πως υπήρχαν Καλικάντζιαροι. Μια νύκτα αργά, η ώρα 11 περίπου βγήκε έξω από το χωριό για να δή εάν υπάρχουν Καλικάντζιαροι. Όταν βγήκε έξω του χωριού είδε μια φωτιά μεγάλη κι αμέσως έτρεξε εκεί. Γύρω από τη φωτιά είδε πολλούς ανθρώπους να διακσεδάζουσι πίνοντες κρασί μέσα σε χρυσό ποτύρι. Τους επλησίασε και τον εκέρασαν κρασί. Όταν πήρε το ποτήρι το χρυσό θέλησε...
Ηλιάδης, Γεώργιος
;
Οικονομίδης, Οδυσσέας
(
1940
)
Στην άκρη της γής είναι ένα χοντρό δένδρο. Όλοι οι Καρκανταλαί μαζεύονται εκεί απο τα Θεοφάνεια και με τα κοφτερά τους προσπαθούν να το κόψουν. Ως την παραμονή των Χριστουγέννων το κάμουν το κορμί των ως ένα δάκτυλο. Τότε τ'αφήνουν για να έλθουν στους ανθρώπους τα δωδεκάημερα για να κάμουν κακό. Το δέντρο τότε χοντραίνει. Αυτό γίνεται κάθε χρόνο.
Σκλιούμπας, Α.
(
1952
)
Κάποιος είχε πάει στο μύλο τα Δωδεκάημερα κι' έψενε ένα κομματάκι κρέας. Πάει ένας καλικάντζαρος μ'ένα σφάρδακλα και του λέει : ''Ψήστο μου κι' εμένα, μπάρμπα! ''Πάτ! Τούδινε μια εκείνος με το σουγλί. Πάλι πήγαινε ο Καλικάντζαρος : Ψήστο μου κι εμένα, μπάρμπα! Πάλι τον έδιωχνε με το σουγλί, ώσπου τον έδιωξε μπίτ και μπίτ!
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1939
)
Καλλικάντζαροι
Είναι κάτι άσχημοι άνδρες, με ακανόνιστα μαλλιά και νύχια τρείς πυθαμές κουτσοί, μονόφθαλμοι, με παλαιοσχισμένα ρούχα και καβαλούν τα γομάρια τους ανάποδα, γυρίζουν τα δωδεκάμερα στα σπίτια για να πάρουν τη λαλιά των παιδιών γι'αυτό και τα παιδιά κρατούν στην τσέπη τους θυμίαμα. Τις νύχτες απο τα δωδεκάμερα, άμα ακούσης το όνομα σου να μη μιλάς. Το ευτύχημα που φοβούνται το μαύρο κόκορα όταν λαλή...
Σκλιούμπας, Α.
(
1952
)
Τα Δωδεκάημερα τα φυλάνε να μη πηγαίνουν νύχτα στο μύλο γιατί τον παίρνουνε κανήνε τα καλικαντζόνια. Μια φορά, έχουνε να ειπούνε, πως επήγε ένας στο μύλο ν’αλέση γέννημα και τόνε κυνηγήσαν τα καλικαντζόνια. Εκείνος πρόκαμε να φορτώση το γέννημα κι έκατσε επάνω στο σαμάρι σαν πανωγκόμι και σκεπάστηκε κιόλα μ’ένα σακκί. Τόνε προκάμανε καμμιά φορά τα καλικατζόνια, τηράγανε μπρός, πίσω, λέγανε Έ τόνα...
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1939
)
Σκαλικοί-καλκαντζαραίοι-καλλικάντζαροι-καρκάντζαροι
Έχουν γαιδουρίσια πατήματα δεν τους βλέπουν, τους ακούν σαν ένας δυνατός αέρας. Βγαίνουν από του Χριστού ως που να βαφτίσουν το Σταυρό. Είναι γνωστή στο νησί η Κωλοσούκαινα που την παίρναν και την χορεύαν οι καλκατζαραίοι γιατ΄ι ήταν πολύ αθώα. Τώρα πια δεν τους βλέπουν οι άνθρωποι άλλοτε όμως που ήταν αθώοι τους έβλεπαν. Τους φαντάζονται και με κατσικίσια πόδια.. Εις ερωτησιν μου τι είναι οι καλλικαντζαραίοι...
Ιωαννίδου, Μ.
(
1928
)
Τα καλλ'κατζάρια
Βράδγιασε, να πάμε νωρίς στο σπίτ' για να μη μας πάρουν οι καλλικατζάρ' – Φαντάματα τα λέμ'. Με συνέβκε μια φορά να χάσω το δρόμο.
Μέγας, Γ. Α.
(
1938
)
Τα Δωδεκάημερα τα φυλάνε να μη βγούνε νύχτα έξω γιατί τους παίρνουνε τα καλοκαντζόνια. Κάποια γριά βγήκε μια βολά έξω και απάντησε σ’ένα τρίστρατο τα καλικαντζόνια και χορεύανε. Της λένε : Έλα, θειά, να χορέψης μαζί μας. Τι να κάνη εκείνη για να γλυτώση απ’τα χέρια τους ; Έπιασε και γδύθηκε τσίτσιπλη, όπως την έκανε η μάννα της, και μπήκε στο χορό. Αρχίνησαν τα καλικαντζόνια να τραγουδάνε Θεριά ‘μαστε,...
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1939
)
Ήρτεν ένας απ'τη Μάdρα και τον ακλοθούσαν Καλλ'κατζάρ'- Τνάζεται αυτός και πέφτ'πάν απ'τα ξύλα. Οι Καλλ'κατζάρ' λέγαν : Να και τόονα το γομάρ ναι και τάλλο το γομάρ να και το πανωγόμαρο. Ύστερα πήγε στο σπίτ' και φωνάζ: ''Γυναίκα, βγάλε όξω δαυλό'' -Φύγαν ύστερα, αρατ'στήκαν. Να πάς με το σταυρό κι η παπαδιά με το δαύλο. (αρατ'στήκαν=αράδα αράδα. Δηλ. Ο ένας κατόπι απ'τον άλλο)
Μέγας, Γ. Α.
(
1938
)
Καλλ’κατζάρ λέμε κέινους που γυρίζαν την παραμονή του φωτός και ανήμερα, κι έχουνε μ’τσούνες. (Γίνονται μτζούνες και την αποκριά, αλλά τότε τους λέμε μασκαράδες όχι Καλλ’κατζάρ). Στα πρώτα χρόνια τς γλέπαν τα Καλλ’κατζάρ. – Ο πατέρας μας τούλεγεν πως ένα γύρζε τα Δωδεκάμερα και παρακαίρ’σε στο δρόμο και τον φορτωθήκαν καλλ’κατζάρ’ κι αυτός έπεσε στα ξύλα, μέσα στο σαμάρ. Αρχινούσαν κείν’ και λέγαν...
Μέγας, Γ. Α.
(
1938
)
Περί προσκλήσεως μαμμής εις τοκετόν Νεράιδας και εμφανίσεως του γεννηθέντος θήλεος ως άρρενος. Βλ. Παραδόσεις Ις
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1939
)
Πήγε , λέει ένας Καλ'κάτζαρος απ'το bυαρί κι είπε : -Ώ τζυρά μαμμή, όμ'κομμάτ'λαρδί (=δομ') να μι σι κατουρήσω και τούπε αυτή : -Άπλωσι το πόδι σου να 'σι το βάλ' απάνω, κείν' είχι τ'μασά πυρωμέν' κι έκαψε το πδάρ' του. Τσείνος φώναξι : Έκαψις το πόδι μου να κάψ' η θιος το χίστρο σου ! (bυαρί=καπνοδόχος)
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1940
)
Έχω ακούσει ότι οι Καλικάντζαροι κατεβαίναν απο την καμινάδακαι βάζανε ένα κόσκινο απο πίσω απο την πόρτα για να φύγουν, τους ξορκάνε.
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1939
)
Τα καλικαντζόνια έρχονται του Χριστού το άλλο βράδυ και πάνε στη γωνιά και κατουράνε. Παίρνουνε χαμολιό ξεχώνουν τη ρίζα που βρωμάει και την βάβουν στη φωτιά και καίει για να λένα τα καλικαντζόνια : Χαμολιός μυρίζει εδώ να χαθή τέτοιο χωριό! Σαρώνουν τη γωνιά και μαζώνουν τη στάχτη για να ιδούν αν θα κατέβουν τα καλικαντζόνια ν’αφήκουν αχνάρια και να σκορπίσουν τη στάχτη. Κάθουνται ως την Πρωτάγιαση,...
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1938
)
Οι Καλλκατζάρ’ μας παίρναν τις κούκλες. Είχαμ’ κούκλες και μας έλεγεν η μάνα μας ‘’να τις κρύψτε να μη τα πάρ’ν οι Καλλκατζάρ. Και τα’νύχτα να μη βγαίν’τε όξω πριν λαλήσουν οι πετ’νοί. Μια πήγε στο bοταμό και γελάσκε και πήγε πρίν λαλήσουν οι πετνοί. Και τ’bήραν οι Καλλκατζάρ και τη γδύσαν και τη bήραν στο χορό και χορεύαν μόνε κώλ’ κι ύστερα, σα χόρευεν ο bροστ’νός, ο συρτάρ’ς έλεγεν. Δαίμονας δαιμόνου...
Μέγας, Γ. Α.
(
1938
)
Οι Καλλ'κατζάρ' ήτανε φανdάματα. Άμα γεννιόdανε κανένα παιδί μέσα στο σαρανdάμερο μέχρι τα Χριστούγεννα, τα λέγαμε καλ'κατζαρέλια. Λένι πως έχινε νύχια μιγάλα κι είνι μαύροι. Μαλλιαροί ήτανι. Μπαίνανι απο τη bατζά στο σπίτ' κι τρώγανε κι μας κατουρούσανι τα φαγιά.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1940
)
«
»
Search Digital Repository
This Collection
Browse
All of the Digital Repository
Archive & Collections
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
This Collection
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
My Account
Login