Toggle navigation
Ελληνικά
English
English
Ελληνικά
English
Login
Toggle navigation
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Παραδόσεις: Recent submissions
Now showing items 2841-2860 of 6798
Κορκόντζειλος, ο και λας : κατά μετασχηματισμόν εκ του κροκόδειλος και τις αλλαχού λεγομένου Καλλικάντζαρος = φάντασμα κατά την δεισιδαιμονίαν περιπλανώμενον την νύκτα εις τα έρημα ή ηρειπωμένα μέρη.
Αποστολίδης, Μύρτιλος Κ.
(
1934
)
Ένας τον έπιασεν ένας κατσικαντάρης και του πε Στούππος γή βόλυμος>. Είπεν του ευτός <Στούππος>. Κι ο κατσικαντάρης εγίνην αλαφρύς σαν το στουππίν κ' ήκατσεν απάνω του και τον επήεν ο άθρωπος 'ς το σπίτιν του. Εκεί τον εδέσασιμ μ'ένα σπαρτόβρουλλον ύστερι του δώκασιν ένασ σιταρικόμ με κουκκιά κι ο κατσικαντάρης όλλην την ημέραν εμέτραν τα κουκκιά. Μα άμα ήφταννε 'ς τα δγυό, τρία δεν έλεγεν μόνον έλεγεν...
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
(
1928
)
Όσοι γεννηθούν τα Χριστούγεννα σαν πεθάνουγ γίνουνταιν καλικαζζούρια και γυρίζζουν την νύχτα τα Δωδεκάμερα και πειράζζουν τους ανθρώπους. Όσες πάλι κόρες γεννηθούν την ίδια μέρα γίνουνται στρίγκλες με κάτι μμάτια που βγάζζου φωτιές και με κάτι δόνται μεγάλα. Ευτές τρών τους αδερφούς τως. Οι μαμμές τις γνωρίζζουν κ'ευτύς που γεννηθούν τις πνίγουν και τότες βγαίννουν την νύχτα, κι όποιον πιάσουν τον...
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
(
1928
)
Οι Καλικάτζαροι είναι νυκτερινά φάσματα, επιβλαβοί εις τους ανθρώπους, επομένως και πολύ μισιτά εις αυτούς. Προέκυψε δε η περί αυτού ιδέα εν της σημασίας της λέξεως, ήτος εν του λακωνικού cal-igo και του ινδικον καλα (=ο θάνατος) παραγαμούη, περικολείει εν ταυτη την ιδέαν τον τρόμον και της φθοράς. Παρά τας αλβανογλώσσης της Στερεάς Ελλάδος ο Καλκάτζαρος καλείται χάλει, πιστεύεται δε παρ’αυτοίς ότι...
Ζωγραφάκης, Ιωάννης Ν.
(
1926
)
Καλικάντζαροι
Δαιμονικέ όντα εμφανίζονται κατά εν τω Χριστουγέννω μέχρι των Θεοφανείων. Εμφανίζονται δε από των καπνοδόχων ζητούντες από τας γυναίκας από το ξεροτήανε, τα οποία αύται τηγανίζουν άδοντες. Τιτσίν, τιτσίς - λουκάνικον, κομμάτιξ - ξεροτήανον να φάμεν τσαί να φύσυμιν. Αι δε γυναίκες θεωρούν καθήκον του, καθ ου χρόνον τηγανίζουν τα ξεροτήανα (τηγανίτες, λουκουμάδες) να ρίπτουν τινά τη τα δώματα προς χρήσιν...
Φαρμακίδης, Ξενοφών Π.
(
1917
)
Το καλό (ευφημισμός) = κακοποιόν πνεύμα : ''ο μεάλος αγιασμός έναν πέσω δεν πολυχωρά πια το καλό.
Βογιατζίδης, Ι. Κ.
(
1920
)
Β'. Καλλικάντζαροι
Α) Ονομασίαι: Καλλικατζάροι (Χώρα), καλλικατζάρια (Μαστιχόχωρα), καρκαζζάνοι (=καλλικαντζάνοι), καλλικατζούρια και σκαλλικαντζάροι (Χαλκιός), κατσικαντάρηδες (Καρδάμυλα), κατσικά(δ)ες (Πυργί). Περί του ονόματος καλλικάντζαρος προυτάθηκαν πλείσται ετυμολολίαι. Τούτων η πιθανωτέρα μοί φαίνεται η εκ του τύπου καλλιτσάγγαρος, επιχωριάζοντος εν Τήνω και τοις δυτικοίς παραλίοις του Ευξείνου, κατά μετάθεσιν...
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
(
1928
)
Καλπούτσια=οι Καλλικάντζαροι
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1928
)
Ο καλικάτζαρος μιπορεί να σε σηκώση, να σε περάση κάτω τσεί=αναρπάζων, ως άνεμος, ο κ. Τα προστυχόντα, δύναται να καταρρίψη αυτά μακράν.
Βογιατζίδης, Ι. Κ.
(
1923
)
καλικατζάρος, ο : έρχεται στριφτί, μπορεί να σε σηκώση= επέρχεται ότι εν μορφή ανέμου περιδενούντος και αναρπάζοντος τα προστυχόντα.
Βογιατζίδης, Ι. Κ.
(
1923
)
Οι καλικαζζάροι είσ' σαν αθρώποι, και γίνουνταιν εκείνοι που γεννειώνταιν τα Δωδεκάμερα. Γι αυτό όποιος γεννηθή ευτές τις μέρες, τον καύγουν εις την αρίδα με το 'νί, για να μηγ γίνη καλικάζζαρος. Ευτοί γυρίζζουμ μέσ' 'ς τις στράτες, κι άμα δούν άθρωπον του λέσι <Στούππος για βόλυμος;> Κι άμα πή <στούππος> στραβώννεται, κι άμα πή <βόλυμος> καθίζζει 'ς τη ράχιν του και βαραίνει και γίνεται ως εκατόν...
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
(
1928
)
Καρκανδζιλούδια. Ούτω καλούνται τα βρέφη, άτινα γεννεύται κατα τα Δωδεκαήμερα και βαπτίζονται μετα τας ημέρας ταύτας.
Κουρτίδης, Κωνσταντίνος Γ.
(
1922
)
Οι κατσικαντάρηδες εμαίννουσιν εις τα σπίτια αφ τόφ φουκλάρον, κι απ'εκεί φεύγουσιν πάλι την παραμονήν των Φώτων. Έρκουνταιν αφ την παραμονήν τω Χριστουγέννων και μένουν όλλα τα Δωδεκάμερα. Για να μη εμπαίννουσιμ μέσα 'ς τα σπίτια, βάλλουσιν εις τα ζζάκιν έναν κ΄'οσκινον, κι ο κατσικαντάρης αρκινά να μετρά τας τρύπες του. Μα ώς που να τας μετρήση λαλεί ο πετεινός και φεύγει. Μα σαν ανάβγκη φωτιά 'ς...
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
(
1928
)
Κακούταρος (ο)= ο αλλαχού της Κύπρου καλικάντζαρος. Απαντά εν Μαραθάση και Καρπασία. Υποκορ κακουτάριν (το). Εν Πιτσιλλιά λ'εγεται σκαλαπούνταρος.
Φαρμακίδης, Ξενοφών Π.
(
1929
)
Κατσικάες γινόνταιν ετσείνοι που εννηθούν τα Χριστούεννα τσαί υρίντζουν την νύχταν αφ την παραμονήν ως τώφ Φωτών, γιατί φοούνταιν τον αγιασμόν. Είσ σαν αθρώποι αψηλοί, μαλλιαροί τον αγιασμόν. Είσ σαν αθρώποι αψηλοί, μαλλιαροί τσαι λιγνοί. Τα ποράδγκια τως είν' κατσικίσια. Τσ' όποιον απαντήσουν του λεν <Στούππος για βόλυμος>. Τσ' άμα πή <Στούππος> το στραώνουν, τσ'άμα πή <Βόλυμος> καίντζουν απάνω του...
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
(
1928
)
Καλκάτζαρους = μακροσκελής άνθρωπος (και η αράχνη)
Μυρογιάννης, Εμμανουήλ
(
1924
)
Ένας καρκαζζάνος επήεν εις τομ μύλον του Μαλλιά και του πεννά του κάμη μιάμ πίτταν. Εκείνος του λέ <Τέτοια ώρα, χριστιανέ μου, τι λογιώς θα σου κάμω γω την πίτταν> Εκείνος εθύμωσεν κ'ήχυσεν όλλα τ'αλεύρια κατα γής. Ο Μαλλιάς το κατάλαβεν πως είν όξω κι απο μακριά κ'εκατήβηκεν τη σκάλα κ'ήτρεξε 'ς του παπά. Ο παπάς του δωκεν αγιασμόν κ'έναν κερίν του πιταφιού. Ευτός εγύρισεν, κ'ευτύς που μπεμ μέσα,...
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
(
1928
)
Καλικάτζιαρος, ο πληθ-ιάρον : να μην κατέβγαινε κάτω απο τον φλάρο οδ καλακαντζιάροι =προυέχετε μη.. ''αίζετε φωτιά να μην κατέβγουνε οι καλικαντζιάροι''. (φλάρος=καπνοδόχος οικίας)
Βογιατζίδης, Ι. Κ.
(
1920
)
Οι Καλικάντζαροι-Καρκατζούλια και Πάγανα
Τους καλικαντζάρους εις την Γορτυνίαν (Λάστα) τους παριστάνουν κοντούς ως 5-6 ετών παιδιά. Είναι επιτήδειοι να σκαρφαλώνουν εις τα υψηλά μέρη. Δια τούτο όταν ευρίσκεται κανέν παιδίον να σκαρφαλώνη το παρομοιάζουν προς καλικάντζαρον. Όταν είναι εις τον επάνω κόσμον δια φαγητόν ψήνουν εις το σουβλί βαθράκια. Λέγουν δε ότι μιαν φοράν ένας έψενε κρέας εις το σουβλί ο καλικάντζαρος έψηνε βαθράκια και τω...
Λάσκαρης, Νικόλαος
Tο gαιρό του πατέρα μου πάλι, ένας πήγαινε (τα δωδεκάημερα) νύχτα στο μύλο κι είδε μια στάνη γουρουνόπλα κι ερχούντασε κατά πάνω του. "Μωρέ, λέει, τι τα κατεβάζουνε ούλα τούτα τα γουρούνια τέτοιαν ώρα!'' Έβαλε ευτύς κακό με το νού του κι έκανε το σταυρό του κι ευτύς τραβήξανε ούλα τα γουρούνια κατά το γκρεμό και γκρεμιστήκανε.
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1938
)
«
»
Search Digital Repository
This Collection
Browse
All of the Digital Repository
Archive & Collections
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
This Collection
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
My Account
Login