Toggle navigation
Ελληνικά
English
English
Ελληνικά
English
Login
Toggle navigation
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Παραδόσεις: Recent submissions
Now showing items 2701-2720 of 6798
Οι Καλομοίρες ήσαν γυναίκες με το πρόσωπό τους άσκημο. Ένας επήγε μια φορά, ο Μπουραντάς, σ’ ένα σταυροδρόμι στο βουνό για να μάθη από τις Καλομοίρες να παίζη λύρα. Οι καλομοίρες άμα ‘κουσαν της λύρας που την έπαιζε για να τη μάθη επήγαν κ’ ετοιμάσθησαν να χορεύουν. Άρχισα αυτός κ΄επαίζε τη λύρα κι άρχισαν οι Καλομοίρες κ’ εχορεύγανε. Το τραγούδι τως ήτο: Χόρευγε Μαριά και Ρήνη χόρευγε κ’ εσύ Φροσύνη...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1962
)
Καλότυχες
Λένε πως αυτές ευρίσκονται κυρίως σε μέρη που έχουν βαθείς λάκκους, χαράδρες με νερά ή ακολουθούν τον ανεμοστρόβιλο. Είναι γυναίκες με μορφή και σώμα αέρινο και έχουν την ικανότητα να κλέβουν τη φωνή και το μυαλό των ανθρώπων. Για να τις καλοπάρη εκείνος που θα βρεθή ανάμεσά των λέγει: - Μέλι και γάλα, Μέλι και γάλα.
Δήμου, Δημητρίου
(
1962
)
Δεν πρέπει να κοιμηθή κανείς σε σταυροδρόμι γιατί μπορεί να περάση απ’ εκεί στοιχείο, Καλομοίρα, να του κάμη κακό.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1962
)
Μια φορά μια γυναίκα συφώνησε με τς άλλες να παν για ξύλα πρωΐ – πρωΐ. Παράωρα οι Καλότυχες παρουσιάστ’καν σ’ αυτήν, της φώναζαν με τ’ όνομά της σαν να ήταν οι γυναίκες οι γειτόνισσες που είχαν συμφωνήσ’. Αυτή χωρίς να τς πάη στη γνώμ’ για κακό, άρπαξε το κασάρ΄(= που κόβουν ξύλα) το σιγκούν και την τριχιά (=σχοινί) και πότε μπροστά και πότε πίσω από τις Καλότυχες έφτασαν όξ’ απού το χωριό σε γκρεμό...
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
(
1959
)
Μνια φορά ένας άθρωπος ήθελα πάει να κάμη το περιβόλι ντου. Κι οντέν ήθελα πάει ήτον-ε φεγγάρι, κ’ εθάρρειε πως ήτον -ε μέρα. Κ’ ήβαλε κ’ εφόρτωσε τα ζυγάλιτρα ΄ς το γάϊδαρό ντου κ’ επήγαινε ‘ς τον Άϊ Σάββα να κάμη το περιβόλι ντου (εκειά το ‘χενε ζαέρι το πράμα και). Κι όντεν επέρναν απού το γυρογιάλι εγρύκανε κ’ εκάνανε σύρθνος οι Νεράϊδες, και επηγαινόρχουντανιε κ’ εθάρρειε αυτός πως ήσαν –ε γυναίκες,...
Ζωγράφος, Χρηστάκης
(
1896
)
Οι Καλότυχες πήραν μια γυναίκα, τη Γεροδήμαινα, καθώς πήγαινε τη νύχτα για νερό. Την ξεγύμνωσαν και την έβαλαν στο χορό και της τραγουδούσαν: Τούφα πάνω, τούφα κάτω, και στη μέσ’ τα κουμπουρδέλια. Και με το πρώτο λάλημα του πετεινού διελύθη ο χορός και η Γεροδήμαινα πάησε σπίτι τς.
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
(
1959
)
Εκειά μέσα στ’ Αρχοντικό περβόλι βγαίνανε Νεράϊδες με τ’ ‘ασπρα φορέματα και τσοι βλέπανε κ’ εχορεύγανε. Μια φορά πέρασε ο Ιάκωβος Γαλιάκης, Γιακουμή τον ελέγανε, και τσ’ είδε να χορεύουνε και γροικά και λύρες. Αυτό τον εσφίξανε και εξημέρωνε κι ο πετεινός έκραξε. Τότε του ‘πανε. «Είντα θα σου κάνω δα, πούστη, απού ‘κραξε ο μαύρος κούκλης» ο πετεινός δηλαδή. Το διηγούντονε ο ίδιος ο Γιακουμής. [εσφίξανε=...
Αικατερινίδης, Γεώργιος Ν.
(
1968
)
Οι ξωτικές και τα φύλλα
Καμμιά βολά αν πρόσεξες πάλε, χωρίς να φυσάη αγέρας ή φυσάει λίγο σκώνουνται από σιάδι τα φύλλα τα πεσμένα και χοροπηδάνε. Περνούν ‘κείνη την ώρα οι ξωτικές και να σταθής παράμερα και να μην τις αμποδίσης το δρόμο. Θα σου κάνουν μεγάλο κακό. Έτσι δεν την έπαθε η βάβω η Αγγέλω, την κτύπησε με τ’ αερικό, οι ξωτικές κι έμεινε τόσα χρόνια στο σιάδι (κάτω).
Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ.
(
1963
)
Νεράϊδες
Μνια φορά ένας άθρωπος ήθελα ‘πάει να κάμη το περιβόλι ντου. Κι οντέν ήθελα, ‘πάει ήτον – ε φεγγάρι, κ’ εθάρρεις πως ήτον – ε μέρα. Κ’ ήβαλε κ’ εφόρτωσε τα ζυγάλιτρα ΄ς το γάϊδαρο ντου κ’ επήγαινε ‘ς τον Αϊ – Σάββα να κάνη το περιβόλι ντου (εκιά το ‘χενε ζαέρι το πράμα και). Κι οντέν επέρναν απού το γυρογιάλι εγρύκανε κ’ εκάνανε σύρθνος οι Νεράϊδες και επηγαινόρχουντανιε κ’ εθάρρειε αυτός πως ήσαν...
Ζωγράφος, Χρηστάκης
(
1896
)
Νεράϊδες
Οι πιο παλιοί τις Νεράϊδες τις έλεγαν Καλές Κυράδες. Τις φοβόντουσαν τη νύχτα. Αυτές γύριζαν στις βρύσες, στα νερά. Παρουσιαζόντανε γυναίκες στ’ άσπρα ντυμένες κ’ είχανε μουσικές κ’ εχόρευαν. Για προφυλακτικό γι’ αυτό που ‘θελε να βγη έξω τη νύχτα έλεγαν: «Βάλε ένα κομμάτι ψωμί στην τσέπη σου ή ένα κομμάτι καλάμι, και οι Καλες Κυράδες δε σε ζυγώνουνε (=δεν σε πλησιάζουν).
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1960
)
Στις ποταμιές κοντά περνούνε τα νεραϊδικά. Δε φαίνονται, μόνο που ακούγονται που περνάνε, που κουβεντιάζουνε, ακούγεται βουή. Πρόπερσυ της Αγιά Σωτήρας περνάγαμε το ρέμμα και τις ακούγαμε που φωνάζαν: Μωρή, μωρή, έλα δω! Άμα μιλήση κανείς του πιάνετ’ η μιλιά του. Ο πατέρας μου πέρναγε κάποια φορά, κι αυτός δεν ήθελε μιλήση, μα είπε του αλόγου του: ντί! Και του πάρθηκε η μιλιά του.
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1938
)
Το Νερραϊδόπνιμα
Πιστεύουν σταθερά πως τα κακά πράματα και προπάντων οι Νεράϊδες πνίγουν τα μωρά παιδιά στην αγκάλη της μάνας των. Για κείνο ότι νάχουνε μωρό παιδί στο σπίτι και μάλιστα πρωτόπαιδο, βάνουν σταυρούς καλαμένιους σε όλες τις πόρτες και τα παράθυρα και στις θυρίδες του τοίχου ακόμη για να μην μπαίνη ο πειρασμός. Το κακό αυτό γίνεται σε ωρισμένα σπίθια και ξεκληρίζει οικογένειες. Κατά τη γνώμη μας τα παιδιά...
Άγνωστος συλλογέας
(
1926
)
Ήτανε κάτω από το νήσκιο και κοιμόντανε. Ξυπνώντας βλέπει τρία κορίτσια κι ηρχόντανε η μια φορούσε θαλασσί με άσπρο τουλουπάνι, η άλλη κόκκινο και η άλλη κίτρινο. Της είδε κι ηρχόνταν το μεσημέρι μέσα απ’ τη Λαγκαδιά! (εκεί έχει και νερό) κυνηγώντας η μια στην άλλη και χαθήκαν μες στα κλαδιά. Τα πόδια τους ήτανε μακρυά και ο ένας ο δάκτυλος ήτανε εμπρός τα πίσω (ο μεγάλος δάκτυλος).
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1962
)
Οι δυό γειτόνισσες
Μια φορά κι έναν καιρό ήσανε δυό γειτόνισσες κι ήτυχε την ίδια μέρα να ‘χουνε κι οι δυό μπουγάδα. Επλύναν όλη μέρα, μα δεν επροφτάξανε να τα ξεπλύνουνε αποσπέρας κι εποφασίσανε να σκωθούνε ταχινή, ταχινή να πάνε στον ποταμό να τα ξεπλύνουνε. Πάει η μια και παραγγέρνει τσ’ αλλινής: - Γειτόνισσα, αν ακούσης ταχινή να μου φωνιάξης κι εμένα να πάμε να ξεπλυνωμε μαζί τα ρούχα, γιατί εγώ άμα με πάρη ο ύπνος...
Λιουδάκη, Μαρία
(
1937
)
Μια φορά ήτανε επά ένας χωργιανός μας κ’ επήαινε κ’ εκάθουντανε στο λαγό στην Παναγιά το λένε εκειδά. Τη νύχτα επεράσανε, Παναγία μου βλεπε, τα κακά πράματα και είπανε ο γεις τ’ αλλού περάσαμε και δε πειράζανε εκειονέ. Γιαγύρανε και τον επειράξανε και τρεζάθηκε μετά με το μπάτσο που του δώσανε. Μια φορά ‘τανε τέθοια, μα τώρα δα, ξορκισμένα κι αλλάργο. [Παναγιά= τοπωνύμιο, τρεζάθηκε= τρελλάθηκε]
Αικατερινίδης, Γεώργιος Ν.
(
1968
)
Τον παλιό καιρό έβγαιναν από Τουρκομνήματα και χαλάσματα οι Καλότυχες. (Μόλις ελαλούσαν οι πετεινοί έφευγαν).
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Οι Ανεράιδες είναι σκιές, κακά πράματα, αθρώποι με άσπρα ντυμένοι. Είναι και ανέραϊδοι. Πολλοί τσοί θωρούνε. Οι παλαιοί τσοί θωρούσανε στη Φλέβα. [Φλέβα= τοπωνύμιον, εγγύς του χωρίου. Υπάρχει πηγή ύδατος]
Αικατερινίδης, Γεώργιος Ν.
(
1969
)
Ήταν μια κι είχε μια νύφη, την εσήκωσε, πριν λαλήσουν οι πετεινοί άκραγα, επήε να ταϊση τα ζα, λοιπός, άμα επήε μες την απλάδα είδε και βαστούσαν χορό την επήραν και ‘κείνη μαζί στο χορό, την εξεντύναν την εκάναν γυμνή και την επήραν και εχόρευγε και ‘κείνη μαζίν των. Εχορεύγαν, ώστε που κράξαν οι πετεινοί, τι πετεινός έκραξε, ο «ρούσος», μετά ξανακράξαν οι πετεινοί, λέει τι πετεινός κράζει, λέει...
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1962
)
Οι καλές κιουράδες ελέανε ότι έχουνε σκήμα αθρωπινό και τα δυο ποδάρια ντωνε είναι σαν του αδάρου. Ήτανε τρεις εδώ ‘ς τα βουνά και η μια ήτανε παραζούβελη, κουτσή και την ελέανε παραάδι αλλά ήτανε η κακώτερη.
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1960
)
Κάποτε περάσανε από το χωριό μας οι Καλές κιουράδες κ’ εκλαίγανε τα σκυλιά. Κ’ ελέγανε οι παλαιοί ότι κάθε εφτά χρόνοι περνούνε από το μέρος εκεί.
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1960
)
«
»
Search Digital Repository
This Collection
Browse
All of the Digital Repository
Archive & Collections
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
This Collection
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
My Account
Login