Toggle navigation
Ελληνικά
English
English
Ελληνικά
English
Login
Toggle navigation
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Παραδόσεις: Recent submissions
Now showing items 2381-2400 of 6798
Η έδρα των ξωτερικών είναι στην Πρέβεζα έτσι λένε.
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1939
)
Ανεραΐδες= αι σημεριναί Νηρηΐδες
Βογιατζίδης, Ι. Κ.
(
1918
)
Κάποια φορά κατέβαινε ο μπάρμπα Γιώργης ο Τσόκας με τον μπάρμπα Κωσταντή τον Κωστονιά, πηγαίνανε πέρα στις Μπαμπακιές. Κατεβήκανε και βρήκανε τις νυφάδες τους, τη θυγατέρα του ο μπαρμπαΓιώργης. Τους έδώκανε κρασί, μεζέ, γυρίσανε να φύγουνε. Τους ξεβγάνενε ως παραπέρα οι γυναίκες και πήγανε πίσω σπίτι τους. Καννιά βολά που φτάσανε στο Κακοσκάλι, τηράει ο Κωστονιάς τιςε βλέπει πάλι επάνω από το ρέμμα....
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1939
)
Η κυρούλα μου η θειά Πετρού ζομάτισε την ανεράϊδα. Ήτονε να ταξιδέψη ο παππούλης μου με το μεγάλο το παιδί του κι είχε η κυρούλα μου μαγερεμμένα μακαρόνια τριφτάδες. Φάγανε και φύγανε ο παππούλης μου με το μεγάλο το παιδί, κι απόημεινε η κυρούλα μου μοναχή της είχε και παιδί μικρό, της αγκαλιάς. Καθώς λοιπόν ήτονε βράδυ και πήγε να χύση το μακαρονόζουμο απ’ το παράθυρο, τηράει από κάτω και βλέπει...
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1938
)
Η ανεραΐδα= σημερινή νηρηΐς, αυταί πιστεύεται ότι διέρχονται επί σχοινίον δεδεμένου εναερίως μεταξύ Πύργου και Κάππαρης.
Βογιατζίδης, Ι. Κ.
(
1920
)
Αλουστίνες (οι) = φαντάσματα γυναικεία περιπλανώμενα κατά τον μήνα Αύγουστο, ο φόβος και ο τρόμος των απλουστέρων εν Σύμη.
Εαρινός, Γεώργιος
(
1895
)
Οι βρυκόλακες
Νεράϊδες και άλλα υπερφυσικά όντα δεν παραδέχονται και ούτε διηγούνται.
Μπακάλης, Ιωάννης
(
1937
)
Ο Κωσταντής ο Βλάσης ερχόταν με τη φοράδα από το ποτάμι και είχανε τραπέζι στημένο τα ξωτερικά και φωτομάναε ο τόπος, ασκέρι μεγάλο. Η φοράδα στάθηκε και δεν πέρναγε κι ήρθε μια γυναίκα και την έπιασε τη φοράδα απ’ τη χαβιά και την τράβαγε. Τρόμαξε να γλυτώση ο άνθρωπος.
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1939
)
Νεράϊδες
Παραδέχονται νεράϊδες, τις λέν «σαμοβίλα» και είναι γυναίκες με πέπλα και άσπρα ντυμένες, μακρυά μαλλιά μέχρι πόδια. Κάμουν κακό. Αν μιλήση ο άνθρωπος που τις βλέπει παθαίνει κακό. Γι’ αυτό πρέπει να σιωπήση οπότε δεν παθαίνει τίποτε. Εις τον κόσμον βρέθηκαν γιατί ήρθαν από το νερό. Ζουν εις έρημα μέρη και όπου είναι νερά. Βγαίνουν τα μεσάνυχτα και άμα φωνάξη ο πετεινός φεύγουν. Εκδηλώσεις και εμφανίσεις...
Μπακάλης, Ιωάννης
(
1937
)
Και τα ρούχα, την προίκα, τα παίρνουνε οι Καλές Κυράδες. Άμα ανοίξης τη νύχτα τα μπαούλα σου την άλλη μέρα είναι όλο αίματα. Κάνουνε γάμο, γεννητούρια και παίρνουνε τα ρούχα των κοριτσιών και τα φοράνε. Τα φέρνουνε πίσω, αλλά είναι ματωμένα, λερωμένα, λαδωμένα. Γι’ αυτό δεν πρέπει ποτέ ν’ ανοίξη κανείς τη νύχτα μπαούλο.
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1939
)
Οι βρυκόλακες
Ύπαρξιν νεράϊδων αγνοούν και ουδείς παραδέχεται ότι υπάρχουν τοιαύτες όπως εις άλλα χωριά. Ούτε και άλλα υπερφυσικά όντα παραδέχονται εκτός από τους ίσκιους και τους εφιάλτας για τους οποίους βλέπε αλλού.
Μπακάλης, Ιωάννης
(
1937
)
Από πενήντα χρόνια πήραν μια ξαδέρφη μου την Πέτρου τη Βασίλω και τη σηκώσαν (οι ανεμοξούρες) και την πετάξανε εδώ και ένα τέταρτο δρόμο. Τη βρήκαν κι είχε γκριλωμένα τα μάτια της και η γλώσσα της κολλημένη στον καταπίτη της. Από τότες απόμεινε έτσι, νεραϊδοπαρμένη.
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1939
)
Η Γεράνια λίμνα
«Τούτο που σου λέω δεν ένας στο Μανιάκι εδώ, είναι στην ποταμιά παραπερίτσα. Έναι η Γεράνια λίμνα κι ένας φτούνο μια πέτρα χάμου και λάμπει κι εν άσπρη και θολογύριστη κι εν άλλη πέτρα ψηλά και το νερό από πέτρα ρίχνεται και σε πέτρα πέφτει και κοπανάνε κει μέσα οι Νεράιδες τα ρούχα τους την ημέρα, το ντάλα μεσημέρι κι ακοώ κάβ! Κάβ! Τον κόπανο και κούρ – κούρ τα γέλια τους. Μεις τ’ ακούγαμε κάτου...
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
(
1938
)
Εδώ στο Καπλάνι είναι ένας που τόνε παίρνουνε οι ξωτερικές και χορεύουνε και πάλι τον αφήνουνε. Χάνεται δυο μέρες, τρείς και γυρίζει πίσω ξεσκισμένος, ακουρνιάχτιγος και δε μιλάει κανενού. Χάνεται από τον Κάσσαρη και βρίσκεται πέρα στου Γρίζι, τον παίρνουν οι κυράδες και τον σηκώνουν στον αέρα και τον πάνε κει πέρα. Τον χορεύουν, ποιος ξέρει τι τόνε κάνουνε και τον απιθώνουν. Όποτε τις θέλει ναρθούνε...
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1939
)
Μαϊσσούμαι= καταλαμβάνομαι υπό νηρηΐδων, σεληνιάζομαι. Μάγος, ο μάϊσσα νηρηΐς, νεράϊδα υβριστικά προσφώνησις.
Βαλαβάνης, Ι.
(
1877
)
Όταν σηκώνεται σαβούρα, στη στροφή του καιρού, περνάνε οι ανεράϊδες και τους λένε: «Ώρα καλή, ώρα καλή, πέστε έξω.»
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1939
)
Οι μελιτένιες
Κάποιος συγγενής της Άνθης Ζήλα έπασχε από σαρατζιάς (σύριγγες) και ήταν άϋπνος το νύχτα, τηράει 3 γυναίκες στ’ άσπρα ντυμένες που κατεβάζουν το φεγγάρι. Κατεβάζουν το φεγγάρι στο σταυροδρόμι ή σε γεφύρια. Αν δεν φαν βοσκή από άνθρωπο, μουγκρίζουν και δεν φεύγουν. Ο μακραπέδος τις βάνει να το κατεβάσουν. [Μακραπέδος= ο διάβολος]
Ιωαννίδου, Μ.
(
1937
)
Πρώτα υπήρχαν ανεράϊδες. Πάντα θελανάχνε φωτιά απ΄όξω. Έναν κεχαγιά τον κυνηγούσαν ανεράϊδες κι είχε το μουλάρ’ φορτωμένο δυο σακκιά – Σαν κατάλαβε τις ανεράϊδες έπεσε κι αυτός κατασάμαρα, και κείνες σαν τον φτάσαν, λέγαν: - Να και τόνα το σακκί να και τ΄άλλο το σακκί να και το πανωγόμ’ πούναι κείνος που το παρλά το γω; Σαν έφτασε στο σπίτι, φωνάζει: - Γυναίκα, δαυλό βγάνε έξω. Και ξορκίστηκαν τα...
Μέγας, Γ. Α.
(
1938
)
Σαμοβίλτσκα γκρέτκα
Κάποτε και στα παληά χρόνια μια γυναίκα του χωριού που στο σπίτι της χτύπησε μια τρανή συμφορά τρελλάθηκε και πήρε τα βουνά. Μέρες γύριζε πάνω στα βουνά τρελλή και μέρες ήταν χαμένη. Δεν ήξερε κανείς που ήταν. Ξαφνικά μια μέρα γύρισε στο χωριό. Δεν ήταν τρελλή όμως, ήταν πολύ φρόνιμη και λογική και τα λόγια της ήταν μετρημένα. Το πρόσωπό της ήταν διαφορετικό και φωτισμένο. Τότε την πλησίασαν όλοι...
Μπακάλης, Ιωάννης
(
1937
)
Άλλη μια φορά ήτονε η Τζαβελολιού στο χωράφι μαζί με τη θειά της και είχε το παιδί της βαλμένο στ’ απόσκια κι εκείνες καθόντασε και τρώγανε. Είχανε πάει να βοτανίσουνε. Εκεί ξάφνω ακούει το παιδί και κάνη ά! Σηκώνεται να πάρη το παιδί, «Μην πάς, μην πάς!» της φωνάζει η θειά της. Την κράτησε λίγη ώρα κι ύστερα την άφσε και πήγε και το πήρε και το βρήκε ματατοπισμένο. Τόχανε σηκώσει οι ξωτερικές και...
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1939
)
«
»
Search Digital Repository
This Collection
Browse
All of the Digital Repository
Archive & Collections
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
This Collection
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
My Account
Login