Toggle navigation
Ελληνικά
English
English
Ελληνικά
English
Login
Toggle navigation
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Παραδόσεις: Recent submissions
Now showing items 2341-2360 of 6798
Το νερό που κοιμάται
Πίστις βαθύτατα ερριζωμένη παρά τω λαώ είναι, ότι το νερό κοιμάται επί τινα χρόνον κατά το ημερονύκτιον. Τούτο μαρτυρεί και η παροιμία «το νερό κοιμάται, αλλά ο κακός άνθρωπος δεν κοιμάται». Κατά διηγήσεις ας όμμασιν είδε το πράγμα, κοιμώνται τα ύδατα των διαφόρων ποταμίων, ρυάκων και κρηνών. Παρετηρήθη δήλα δη, ότι το ύδωρ είτε ποταμών είτε κρηνών κατά διαφόρους περιόδους εν μεσονυκτίοις ώραις έμενε...
Αθανασόπουλος, Θ. Ι.
(
1912
)
Φαντάσματα
Όταν εβασίλευε ο ήλιος δεν έπιαναν οι παλαιοί στο χέρι των λάδι από ελιές (ελαιόλαδον) διότι επίστευαν ότι το έχουν οι Σουμουβίλες (= οι Νεράϊδες), δηλαδή είναι δικό των. Αν το έπιαναν στο χέρι ήτο κίνδυνος να τον κτυπήση η Νεράϊδα (η Σουμουβίλα). Οι Σουμουβίλες (Νεράϊδες) εσύχναζαν επάνω σε μεγάλα δένδρα, όπως το καραγάτσι (=πτελέα), σε σπηλιές και σταυροδρόμια. [Σωσάνδρα= παλαιόν όνομα Πρεbόδισ...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1961
)
«Φασκιώνουν οι μιλιτένιες τα μιταξουτά» ή τα κατουρούν» (Μιλιτένιες= οι νεράϊδες «εξωτερικά πράγματα παθαίνει ο άνθρωπος») Έτσι εξηγούνται οι λεκέδες που έχουν τα μεταξωτά τα κλεισμένα στα μπαούλα. Διηγήσεις σχετικαί με τις νεράϊδες από την ιδίαν γραίαν. «Βγήκα έξω, καρτέραγα τον πατέρα μου ακούγονταν τα βιολιά, οι μουσικές απ’ όξω από το χαγιάτι ίσια τα μεσάνυχτα πριν να λαλήσουν οι πετεινοί. Αγερικά...
Ιωαννίδου, Μ.
(
1937
)
Ανεραδιασμένο (παιδί): πιασμένο από ανεράϊδες. (κουτό, ζαβό)
Πουλάκης, Δημ.
(
1924
)
Κατ’ στου ρέμα τς Αμβρακιάς π’ του λέμι στουν Παλιόμυλου έλεγαν πως κάθι βράδ’ χουρεύνι οι Νιράϊδες κι ότ’ βαρούνι κι τα νταούλια. Στου χουργιό κ’νιέταν αυτή η υπόθεση. Κάπουτι ένας νύχτουσι στου δρόμου π’ ρχόνταν απ’ του Κιφαλόβρυσου. Κι έρχουνταν ουλοπόταμα. Μόλις βήκι σι κειό του μέρους άκουσι κι αυτός τα νταούλια. Αλλά ήταν λιγάκ’ καρδαηλής κι δε σκιάχκι. Άμα πλησίασι κει π’ ακούουνταν ου βρόντους....
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1926
)
Καλές κιουράδες (οι Νεράιδες)
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή
(
1930
)
Οι Καλεστσεράδες= νηρηΐδες
Βογιατζίδης, Ι. Κ.
(
1923
)
Αλλαμένος, (ο,η,το)= αδυνατισμένος, πιασμένος από ανεράϊδες (νεραδιασμένος), άσκημος. Ο Τάδες είναι πολύ αδύναμος, σαν αλλαμένος είναι = σαν νεραιδιασμένος. Στον Τσεσμέ το λένε αλλαχτό (το) «Ο Τάδες είναι σαν αλλαχτό».
Πουλάκης, Δημ.
(
1924
)
Αερικό, το: υπερφυσικόν πλάσμα (νεράϊδα κ.λ.π.) εις το οποίον αποδίδονται αποπληξίαι, ημιπληγίαι, κ.τ.λ. των ανθρώπων. «απ’ αερικό μόρθε αυτό το κακό.»
Κακριδής, Ιωάννης Θ.
(
1924
)
Καλές τευράδες= κατ’ ευφημισμόν, αι Νηρηΐδες, κοινώς φαντάσματα, αλλαχού Καλοκύρες –άδες (Αρχ Ευμενίδες αντί – Ερυνύες).
Τριανταφύλλου, Γ.
(
1931
)
Μια μαμή πήγε μια φορά στον ποταμό να πλύνη τα κωλόπανα ‘νούς κοπελιού. Εκειά που ‘πλυνε επήδανε ένας αφορδακός αγαστρωμένος στην πλύστρα απάνω. Να τόνε κατεβάση, κι αυτός να πηδήξη, να ξαναβγή. «Πήνε, κακομοίρη, και να κατεχα που ‘σαι, την άλλη μέρα που θα γεννήσης να ρθώ να σου πιάσω τ’ αφορδάκακκα.» Πλύνει η μαμή τα κωλόπανα, πάει στο σπίτι τζης. Μετά τσι μέρες, «τάκα τάκα» στην πόρτα. Ανοίγει...
Λιουδάκη, Μαρία
(
1938
)
Στο Βαθύ ρυάκι, στου Μανώλαρου την κεραθιά, στο τριόδι φαντάσει. Μιαν κοπανιά ηρχουντανέ από το μύλο νύχτα ο Καντζούλιος ο Νικόλης κι οντόν επέρνανε στο τριόδι, στον Μανώλαρου την κεραθιά θωρεί στη μέση μέση στο δρόμο κι είχανε χορό στελιωμένο οι νεράιδες. Πώς να περάση δα; Αφήνει το γάιδαρό ντου και πιάνει κι αυτός στο χορό για να μην τόνε σβολώσουνε. Εχορεύγανε και κράζει ο χυχλίδης πετεινός. Ρωτούνε...
Λιουδάκη, Μαρία
(
1938
)
Νεράϊδες
Ο Κορκιδομιχελής είχενε μια φορά δυο νερομύλους παχτωμένους. Μιαν αργατινή απείτις επόκαμε τση μιας στέρνας το νερό, επήρε μέσα να πα μολάρη κι άλλης. Οντόν επέρνανε απά στην Κεραγωνιώτισσα ακούει μια λύρα κι ήπαιζε απού γαύγιζε. Θωρεί και κοπελιές κι εχορεύγανε «Μωρέ, νεράϊδες είναι τούτι σε, μα ίντα να κάμω δα; Να γιαγείρω οπίσω κακό και να πάω ομπρός χερότερα.» Κάνει το σταυρό ντου και πάει. Αυτές...
Λιουδάκη, Μαρία
(
1938
)
Η ανερμοραΐδα= η νεράϊδα. Μη μπας να περνάς τη νύχτα ΄ς τσοι ρυακούδοι ιά θα σε πάρουν οι ανεμοραΐδες. Ήθελα να ‘ξερα και δε δουλειά να ραίνεσαι όλη νύχτα; Μόνον οι ανεμοραΐδες ραίνουνται. Η ανεραΐδα= η νεράϊδα.
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή
(
1928
)
Μια φορά κρύφτηκε ένας κλέφτης μέσα στο ιερό. Εκεί ήρθαν οι Ξεραμένες κι έφεραν ένα παιδί και το βάραγαν από τις τρεις αγγουνές κι έλεγαν: ορέ που να ξέρη η μάννα του τι παθαίνει τώρα δα αυτό το παιδί! Να ήξεραν να παίρνουνε οι μαννάδες σκόρδο μονογούλικο και σπαραγγιά μονόκλωνη, δε θα πάθαιναν τίποτα κακό ποτέ. Από τότε κατάλαβαν οι άνθρωποι πως το μονογούλικο σκόρδο κι η σπαραγγιά η μονόκλωνη είναι...
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1928
)
Εκεί στον άγιο Βασίλη από κάτω ήτονε το σπίτι του γέρο – Πίκουλα. Μιαν κοπανιά η Πικουλίνα ελεύκαινε λιναρένια όργατα και τα ξέχασεν απόξω στο πεζούλι. Τη νύχτα το θυμήθηκε και λέει: «Μωρέ εξέχασα τα όργατα απόξω, ας σκωθώ να τα βάλω μέσα να μην πιράση κανείς να μου τα πάρη.» Σηκώνεται και θωρεί τσ’ ανεράιδες κι είχενε κάθε μια ένα μόνο στο λαιμό τζης κι εχορεύγανε. Είχενε ακόμη ένα, μόνο χάμαι, παίρνει...
Λιουδάκη, Μαρία
(
1938
)
Νεράϊδες ή Ανεμικές πααίνουν στο Ανεμόρι.
Ιωαννίδου, Μ.
(
1937
)
Αερικό= ό,τι και εις Δούνιτσα. Χαιρ. 419, Λ.Α. 1096 σελ. 316 (ιδ. Δελτ.)
Κακριδής, Ιωάννης Θ.
(
1924
)
Μια γριά, σαν Νεράϊδα, άρμεγε μια ελαφίνα. Χύθηκε το γάλα και η Νεράϊδα εκαταράστηκε την ελαφίνα «Να μη γλυτώση από τον Παρασκευά τον κυνηγό.» Για κακή τύχη ευρέθηκε ο κυνηγός, ευρήκε την ελαφίνα και την σκότωσε. Η Νεράϊδα κατόπιν καταράστηκε και τον κυνηγό που σκότωσε την ελαφίνα «Να τυφλωθή» και πράγματι ετυφλώθηκε.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1961
)
Η κεραμαμή
Μια φορά κι έναν καιρό μια μαμή επήρε τα κωλόπανα νους κοπελιού να πα τα πλύνη στον ποταμό. Εκειά που ΄πλυνε επήδανε ένας αγαστρωμένος αφορδακός απάνω στην πλύστρα τζης και δεν τον ήφηνε να πλύνη. Να τόνε πετάξη πέρα, κι αυτός να ξανάρθη. Στο ύστερο του λέει: «Πήνε, κακομοίρη, πέρα και την άλλη μέρα που δα κοιλιοπονάς, δα ρθη να σε ξεγεννήσω και σένα.» Μιας και τα ΄πε κειανά τα λόγια, ο αφορδακός...
Λιουδάκη, Μαρία
(
1937
)
«
»
Search Digital Repository
This Collection
Browse
All of the Digital Repository
Archive & Collections
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
This Collection
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
My Account
Login