Toggle navigation
Ελληνικά
English
English
Ελληνικά
English
Login
Toggle navigation
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Παραδόσεις: Recent submissions
Now showing items 2201-2220 of 6798
Ανεραϊδοσφόντυλο (το)
Οι Νεράϊδες έχουν το μαγνάδι (πέπλο) και τη ρόκκα τους. Το σφοντύλι του αδραχτιού τους είναι από πέτρα. Τη νόνα μου την εμάλλωσε ένα βράδυ ο νόνος μου, που δεν πήε στο βουνό να φέρη το ζω. Την έστειλε λοιπόν από πείσμα, να πάη νύχτα στο βουνό. Πάει εκείνη και περνώντας από το πέτρινο αλώνι βλέπει τις Ανεράϊδες που χορεύανε. Τι να κάμη; Βγαίνει τα ρούχα της και μένει με τα ασπρόρουχα, για να τοις μοιάζη....
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1956
)
Έχει μια οικογένεια Μπελόνια, που όλο από 1 σερνικό παιδί κάνει. Κάνει και κοπέλες αλλά αγόρι 1. (Ο τελευταίος απόγονος έχει 1 αγόρι και 2 κορίτσια). Λένε πως ο πρώτος (ο γέρος που έπαιρνε το αίμα από τη φλέβα), επήρε γυναίκα Νεράϊδα. Ένα παιδί εκειός, ένα το παιδί του, ένα το γγόνι του, το διγγόνι του. Εκεί σε κάτι αλώνια, που αλώνιζε, επήανε κάτι Νεράϊδες και χορεύανε. Εκειός εφύλαε και πήρε το...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1958
)
Εδώ κοντά, στην διασταύρωσιν, ένας από το χωριό εγύρισε από την πόλιν Σάββατον βράδυ, όπου είχε πάει να πουλήση τα φρούτα του. Γυρίζοντας λοιπόν πολύ αργά και όταν έφθασε εκεί κοντά στην βρύσην, είδε κάτι Νεράϊδες να χορεύουν. Σε λίγο ξεχάστηκε αυτός και δεν ήξερε, που ευρίσκετο, και άρχισε να χορεύη και αυτός μαζί τους. Μετά από πολλές ώρες ελάλησεν ο πρώτος πετεινός. Αυτές ετινάχτηκαν. Μετά ελάλησεν...
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1964
)
Νεράϊδες
Τα παλαιά χρόνια υπήρχανε Νεράϊδες τη νύχτα όπου επηγαίνανε στ’ αλώνια άμα θε να πάρη η νύχτα κ’ εχορεύγανε. Όπου ο νοικοκύρης επήγαινε το πρωΐ στ’ αλώνι και το ‘βρησκε ανεκατεμένο. Λέει του γυιού dου. – Παιδί μου, τη νύχτα πάνε και μας παίρνουνε το σιτάρι. – Τι λές, αφέdη, μέσ’ από τ’ άχερο μας παίρνου το σιτάρι; - Παιδί μου, το σιτάρι πάει αποκάτω ‘πό τ’ άχερο και σηκώνουνε τ’ άχερο και παίρνουνε...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1959
)
Οι Νεράϊδες έχουνε κ’ ένα μαγνάδι δικό τους κι άμα τσου το παίρνεις, σ’ ακλουθάνε.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1956
)
Περνάν κάμποσες μέρες και καθόμαστε με τη Λαζαρίνα (μια γειτόνισσα) όξω στο φεγγάρι. Την βλέπουμε κι αγνάντεψε. Αγναντεύει αυτή! μια νεράϊδα μια ψηλή. Περνάει από κάτω. Μπα κάν' η Λαζαρίνα τι ‘ναι τούτ; Είναι η Τσενοπαναγιού (=το όνομα μιας Αραχοβίτισσας) – Α, αυτή ν είναι – Όχι κουμπαρούλα μ’ είναι η νεράϊδα. Πάει στη μυγδαλιά (πούναι εκεί μπροστά) και στάθκε. Λαμποκόπαγε. Τηράμε θα καθίσ’ αυτού;...
Ιωαννίδου, Μ.
(
1938
)
Οι νεράϊδες είναι γυναίκες ψηλές πολύ ωραίες (για το λένε για μια ωραία και ψηλή «είναι σαν νεράϊδα». Βγαίνουν μόνο Τρίτη, Πέμπτη και Παρασκευή απ’ τις 12 – 2 μ.μ. μόνο για δυο ώρες. Τον άλλον καιρό μένουν στα καρκάρια (χάος, βάραθρον στη γη) φορούν σεγκούνια. Δεν είναι πάντοτε και σε όλους ορατές. Πολλές φορές πάνα κάπου τ’ αρνιά και δεν μπορούν να προχωρήσουν. Κανείς δεν βλάπει τίποτα κι όμως είν’...
Ιωαννίδου, Μ.
(
1938
)
Έχει μια οικογένεια Μπελόνια, που όλο από 1 σερνικό παιδί κάνει. Κάνει και κοπέλες αλλά αγόρι 1. (Ο τελευταίος απόγονος έχει 1 αγόρι και 2 κορίτσια). Λένε πως ο πρώτος (ο γέρος που έπαιρνε το αίμα από τη φλέβα), επήρε γυναίκα Νεράϊδα. Ένα παιδί εκειός, ένα το παιδί του, ένα το γγόνι του, το διγγόνι του. Εκεί σε κάτι αλώνια, που αλώνιζε, επήανε κάτι Νεράϊδες και χορεύανε. Εκειός εφύλαε και πήρε το...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1958
)
Η αδερφή μου ήταν νιοπαντρεμένη άργησε μια βουλά ο άντρας της να πάη το βράδυ στο σπίτι απ’ το μαγαζί. Τον Μάη ήταν. Κατέβκε στον απόπατο. Εκεί που γύριζε βλέπει να κάθεται στην ασκάλα μια γυναίκα, νεράϊδα, ένα φάντασμα. Στεκόταν και την ετήρα και γέλαγε. Την ετήραζε η νεράϊδα κι έκανε μπα, μπα, μπα τρεις φουρές. Σωριάστηκ’ η γυναίκα. Αρκουδώντα κοίλησε στη σκάλα και πήγι μέσα και βροντάει. Δεν μπόραγε...
Ιωαννίδου, Μ.
(
1938
)
Στου Πάνου τη Σπηλιά
Στου Πάνου τη Σπηλιά. Εκεί εχορεύανε οι Νεράϊδες. Ήτανε στο χωριό μας, ένας μυλωνάς, πολύ βλάστημος. Ένα βράδυ, αφού εβλαστήμησε καλά, σαν Κεφαλονίτης, επήε στο μύλο του. Έμεινε η γυναίκα του μονάχη της κι ύστερ’ από λίγο άκουσε χτυπά στην πόρτα. Άνοιξε Κωνσταντιόσσα! – Ποιος είναι; - Εμείς είμαστε. Άνοιξε να χορέψουμε το χορό το μπαλιότο. Μας έστειλε ο άντρας σου. Εκείνη εκατάλαβε πως ήτανε ξωτικά...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1956
)
Παράδοσις περί Νεράιδας.
Ο πρόσπαππος των Σινοσωτηραίων από τη Φαμήλα είχε θημωνιά ΄ς το αλώνι. Επήγαινε και εύρισκε σκόρπιο το σιτάρι και δεν ήξευρε ποιος το σκορπάει. Κατά συμβουλήν άλλων πήγε και κρύφτηκε μες στη θημωνιά. Ήρθαν οι Νεράιδες κι άφηκαν τα μαντήλια τς απάν τν αθημουνιά κι χόρηυαν. Τότι ου κρυμμένους άρπαξι του μαντήλι μιανής, κι αυτήνη τότι τουν ακουλούθησε κι την πήρι γυναίκα και αυτή απόχτησε παιδιά κ έτσι...
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1914
)
Του νιραϊδουσφόντ'λου (=νεραϊδοσφόνδυλον)
Είναι κομψότατος πήλινος σφόνδυλος, όμοιος προς το σημερινόν σφονδύλι εκ ξύλου το οποίον μεταχειζονται αι γυναίκες ως βαρίδιον κατά το γνέσιμον των μαλλιών της ρόκας. Είναι πράγματι εποχής προ Χριστού, διότι τα ευρίσκουν εντός αρχαίων τάφων. Οι αρχαίοι, ως φαίνεται, τα μετεχειρίζοντο δι’ ον σκοπόν και οι σήμερον άνθρωποι. Παρά τοις χωρικοί επικρατεί η δοξασία ότι με τα σφοντύλια αυτά γνέθουν αι νεράϊδες,...
Σταυρόπουλος, Κωνσταντίνος
(
1927
)
Διήγησις Α. Π.
Οι Αναράες βρίσκουτται παντού, αμμέ στους σπήλιους στ΄Αφούρι τσαι στοις ποταμούς τσαι στοις ρεμαδιές του Ρίχτη ‘εν απολείπου ποτέ, έχει ακόμη τσαι στοις σπηλιές της θάλασσας τσαι βγαίνου τα μεσάνυχτα αλλά τσαι μέρα μεσημέρι φαίνουτται. Πολλές Αναράες είναι τσαι παντρεμένες τσ’ έχου τοις άντρες τως, τοις Ανάραους, τσαι κάνου τσαι παιδιά, άλλα αΰναμα τσαι ζαρωμένα τσ’ άλλα παχειά σάτ’ τα ‘ρτούτσια....
Μιχαηλίδης – Νουάρος, Μιχαήλ Γ.
(
1934
)
Ο βοσκός κι η νεράιδα
Μια φορά ένα βοσκάκι στσι Μαλλες πήγαινε κι εμόχαιρνε τα βούγια ντου στη βοσκουρά κι απόι κάθιζε κι ήπαιζε το θιαμπόλι ντου. Μιαν ημέρα, εκειά που τόπαιζε θωρεί δυο τρείς τέσσερεις κοπελιές κι ανεμαζώνουνται και πιάνουνε στο χορό. Εχορεύγανε ίσαμ’ αργά. Σαν ήπαιρνε το βοσκάκι τα βούγια κι εμίσσευγε του κλουθούσανε ίσαμε το χωριό από πόξω κι απόι γκαγέρνανε οπίσω. Αυτό γίνουντανε δα κάθα μέρα. Ήπαψε...
Λιουδάκη, Μαρία
(
1938
)
Αραγίδα, η: νεράϊδα, φάντασμα. Τα μισάνυχτα βγαίν’ οι γι – αραγίδις.
Ανδριώτης, Νικόλαος Π.
(
1926
)
Μετά το αλώνισμα του σίτου δια των ίππων ευθύς σταυρώνουσι το αλώνι δια του δικριανίον ή επί κρεμώσιν επί του στιγερού σταυροχόρτι (= είδος χόρτου), ίνα μη οι Νεραΐδες υποκλέψωσι τον σίτον.
Παπανδρέου, Γεώργιος
(
1917
)
Εδώ, στη Ροβέϊκη Βρύση, που ‘ναι οι χαλασμένοι μύλοι, ήταν η Νεράϊδα και λουζότανε στο κεφαλάρι. Εδώ σ’ ούλες τις βρύσες και τις ρεματιές είναι νεράϊδες. Αυτή ήταν σαν τον ήλιο και σαν την αυγή. Και μια βραδυά που έλαμπε το φεγγάρι, γύριζε στη βρύση κι άκουσε το Λάμπρο να παίζη το σουρλά του. Έχουνε και μολογάνε πια για το Λάμπρο. Ώμορφος και λεβέντης, θέ μου! Κι έπαιζε και του σουρλά, που μαραινώσαντε...
Τσελάλης, Α.
(
1938
)
Μια βολάν μια καλομοίρα (νεράϊδα) είχε κρεμασμένο σ’ ένα g λάο το παιΐν της κ’ εχόρευγε με τις άλλες εχορεύγασι, ένας τσουπάνης τις εί’ε κ εί’ε και το παιΐ που ‘το μέσ’ στο άνεμα και σκέφτηκε ‘ά πάρη το παιΐ για να το ακολουθήση η καλομοίρα και (ν)α ‘ίνη γεναίκα του γιατί είχε ‘κούσει πως άμα κατορθώσης και πιάσης απ’ την καλομοίρα κάτι την κάμνεις γεναίκα σου επειδή ‘εν ημπορεί ‘ά φύη άμα (δ)εν πάρη...
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Της γιαγιάς μου η μάννα ήτονε μαμμή στην Τήνο. Λοιπόν μια βραδυά πάνε και της χτυπάνε την πόρτα – τη λέγανε Μαρία» Μαρία, λέει σήκω, γιατί η κόρη μου θα γεννήση.» Σηκώνεται η γιαγιά της μάννας μου και την παίρνει μια γυναίκα όξω που την περίμενε και την κατεβάζει σ’ ένα ρέμμα κι ήτονε μια σπηλιά, μεγάλη σπηλιά όμως. Το ρέμμα αυτό απέχει από το χωριό δυο τέταρτα, μισή ώρα δρόμο. Πριν την πάει μές στη...
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1939
)
Μια φορά είμαστε στο βουνό και είδαμε από μακρυά ένα αλώνι και είπαμε: Για τήρα οι σκατογαϊδούρες που χορεύουνε. Ώσπου να το ειπούμε ήρθε επάνω μας εκείνος ο ανεμοστρίφουλας και μας έσκισε τα ρούχα μας, μας ξεμάλλιασε. Ούλο σκαμπίλια και μο μας εδίνανε που γίνηκε το κεφάλι μας τόσο!
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1939
)
«
»
Search Digital Repository
This Collection
Browse
All of the Digital Repository
Archive & Collections
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
This Collection
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
My Account
Login