Toggle navigation
Ελληνικά
English
English
Ελληνικά
English
Login
Toggle navigation
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Παραδόσεις: Recent submissions
Now showing items 2181-2200 of 6798
Στοιχειά
Αγκυλλώνω= επί απολεσάντων αφνιδίως τας φρένας εγκύλωσεν τον την νύχτα (ενν. το στοιχειό) ο δείνα είναι γκυλλωμένος.
Χαβιαράς, Δημοσθένης
(
1910
)
Παράδοσις για τις Καλομοίρες
Στον Περδίκκη (χωριό προς τον Άγιο Κήρυκο) ήτανε μια φορά ένα μικρό τσομπανάκι (βοσκός) επήγαινε κάθε μέρα στα γελάδια. Η μάννα του του έβαζε μέσα στο φυλάκι (σάκκος από δέρμα κάθε μέρα πίττες. Το παιδί αδυνάμιζε (εγίνετο αδύνατον, ισχνόν). Η μάννα του το ρώτησε: - «Παιδί μου εγώ κάθε μέρα σου βάζω πίττα, γιατ’ είσαι τόσο αδύνατο, μήπως σου το τρώνε άλλα τσοπανάκια;». Λέει το παιδί – «Δε μου το τρώνε...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1962
)
Ανεράϊδες
Ο γέρω Κωσταντάρας Βόσικας ή Βαθός (έχει αποθάνει προ 130 ετών) τον επήρανε οι Ανεράϊδες και τον πήγανε στις σπηλιές πολλές φορές. Ένας άλλος γέρος τον αρμήνεψε να πάρη της Ανεράϊδας τη σκουφιά όταν θα’ ναι μαζί της στη σπηλιά. Αυτός της πήρε τη σκουφιά κι από τότε αυτή έμεινε κοντά του και τον ακολουθούσε. Η γυναίκα του δεν την ήθελε την Ανεράϊδα γιατί τη ζήλευε επειδή ήτανε όμορφη. Η γυναίκα την...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1960
)
Άκουσα απ’ την Αναστάσαινα, ότ’ είναι γυναίκες και χορεύουνε. Ότι πέρασ’ ένας εκεί κι ηθέλανε να τον χαβώσ’νε (να τον πάρουνε) της άρπαξε το μαντήλι, του το ζήταε, δεν της το’ δωσε, όσο που την ανάγκασε να γίνη γυναίκα του (παραδόθ’κε). Έπειτα έτυχε να θέλ’ να χορέψ’νε. Του ζήτησ’ το μαντήλ’ της το ‘δωκε. – Δεν πα’ να χορέψ’ς, γυναίκα; - Θα πάω, αλλά θέλω να μ’ δώσ’ς το μαντήλ’. Της το ΄δωσε. Αλλά...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Στοιχειά
(Α)ρπειούμαι = γίνομαι έκπληκτος από στοιχειό. Αυτός είναι σσαρ ρπαμένος = έκπληκτος εκ προσβολής στοιχειού.
Χαβιαράς, Δημοσθένης
(
1910
)
Εξωτικά
Ντένω= Ο έχων νευρικάς εκδηλώσεις λ.χ. όταν παραληρή. Αποδίδουν δε την αιτίαν του ντέματος εις ενέργειας υπερφυσικών όντων: από ξωτικά, από μάγια.
Παναγιωτίδης, Δ. Α.
(
1902
)
Εξωτικά
Το εξωτικό και το ξωτικό λέγεται συχνότητα και επί των στοιχείων κατά τας χωρικάς δεισιδαιμονίας: Η αρρώστια αυτή είναι από ξωτικό (δηλ. τον ασθενή έφαγε στοιχειό ). Τα ξωτικά τσι έφαγεν.
Παπανδρέου, Γεώργιος
(
1917
)
Εξωτικά
Πόζηλο= Ο τόπος αυτός είναι πόζηλο = ήτοι κατοικία των εξωτικών. Πόζηλο λέγεται το να εισέλθη εις το δωμάτιον της λεχού μετά την δύσην του ηλίου απ’ έξω ήτο να λουσθή και αμέσως να εξέλθη της οικίας.
Αλεξανδρής, Απόστολος
(
1902
)
Στο Βαθύ ήτανε παλιότερα μια καλλονή, πολύ όμορφη κοπέλα, στο σπίτι του Δεντρινού. Λένε πως ο πατέρας της την είχε κάμει με Νεράϊδα.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1956
)
Ξωτικό, το= εξωτικόν
Χαβιαράς, Δημοσθένης
(
1910
)
Τα ξουτικά
Α) Τα ξουτκά έρκουντι κι αγγαρίζνι τ νύχτα κατ’ αλλόκουτες φουνές. Απάνου τα μσάνυχτα έρκουντι και κάννι ‘ς τ’ αυτά μ Βίτ, Βίτ. Β) Ισμώμουν ΄ς τα Ισμάμια νια βουλά αντάμα με ν’ αδερφή μ. Ταΐησα κι αγγάρζαν αυτά. Άνξα τα μάτια μ’ τα είδα κι το έλιγα τς αδερφής μ’ «Τα είδες ‘συ» Όχ – μ’ είπι – Τάϊκσις; Όχ. Για μένα ήρταν, τ’ είμ’ αλαφρουήσκιουτη ιγώ. Ιγώ είμ’ απουντέσμου ‘π δεν ακούουν απού νιόπαντρον...
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
(
1918
)
Οι σημερινοί Έλληνες πιστεύουν ότι μεταξύ μας υπάρχουν κάπου – κάπου και νεραϊδογέννητοι. Στο Μεσολόγγι π.χ. ενθυμούμαι – ήτο ευρέως διαδεδομένον και επιστεύετο παρά πολλών, - ότι ο τότε συνταγματάρχης Μάνεσης ήτο από Νεράϊδα γεννημένος και τούτο, ως είναι εύλογον, προήλθεν, εκ του ότι ούτος – κατά κοινήν ομολογίαν ήτο εκπάγλου καλλονής.
Σταυρόπουλος, Κωνσταντίνος
(
1953
)
Ένας ‘ικός μας επαντρεύτη μια καλομοίρα, αυτός κατάφερε και της πήρε την τσίπα της που την είχε αφήσει κ’ έπαιζε τα παιχνίδια, άμα επήρε την τσίπα της (δ)εν εμπόρε η καλομοίρα ΄ά φύη και τον ακολούθησε κ(αι) επήε στον σπίτιν του και την επαντρεύτη. Την τσίπα την είχε κρυμμένη. Όταν επαντρεύτη μετά από κάμποσο καιρό έκαμε παιΐ, το παιΐ της καλομοίρας εμεγάλωνε. Μια μέρα ο πατέρας έλειπε στο μετόχι...
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Νεράϊδες
Μνια βολά ‘τον ένας άνθρωπος κ’ ηπήρε μνια γυναίκα, και δεν το ‘γάτεχε πως ήτον ε Νεραjδα, και ποτέ ντου δεν ήκουσε τη ΄μιλιά τζη και μηδέ ποτέ ντου δεν ήκατσε μαζί τζη να φάη ψωμί, μόνο είχεν – ε μνια γκασσέλλα κόκκαλα των αποθαμμένω και τα ‘τρωγεν – ε. Και ύστερα πήγε και το ‘πε του φίλου ντου, πως ήκαμε τρία παιδιά και δεν ήκουσε τη ν εμιλιά τζη. Και ύστερα του ‘πεν – ε να πάρης ‘νούς χρονού παιδιού...
Ζωγράφος, Χρηστάκης
(
1896
)
Στη Χτιριαρού βγαίνουν νεράϊδες τραγουδούν και κοπανάνε τη νύχτα.
Ιωαννίδου, Μ.
(
1938
)
Οι Νεράϊδες
Πιστεύεται πως στα ποτάμια και στις βρύσες κατά τη νύχτα βγαίνουν νεράϊδες. Τις φαντάζονται εξωτικά όμορφες, με μακρυά μαλλιά και στ’ αραχνοΰφαντα ντυμένες. Βγαίνουν στη βρύσι, λούζονται και χτενίζονται. Αν περάση κανείς και τις ιδή δεν πρέπει να τις μιλήση γιατί του παίρνουν τη λαλιά, βουβαίνεται και μπορεί να σαλέψη και ο νούς του. Πιστεύεται δε πάλι αν κατορθώσουν, την ώρα που λούζονται και χτενίζονται,...
Αδαμίδης, Αλέξανδρος Κ.
(
1962
)
Στ’ς Γραμματ’κές (τοποθ. Κοντά στο χωριο) μέρα μεσημέρ’ ένα παιδί φύλαε το κοπάδ’ και λάλαε τη φλοέρα. Να κ’ οι ξωτ’κές από τις Γκριλίτσες (βαθειά χαράδρα, φωλιά των διαβόλων). πάησαν και τον ζύγωσαν. Εκείνος σκιάχτ’κε. Μη σκιάζισαι, του είπε η μεγαλύτερη λάλα τη φλοέρα. Εκείνος λάλαε κι αυτές πκιάστ’καν στο χορό και χόρευαν. Σε λίγο στάθ΄καν και η μεγαλύτερη του είπε: ποια σ’ αρέσ’ απ’ όλες. Τις...
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
(
1959
)
Ο άντρες της Ανεράδας
Ο Σιαννίτης Χριστόδουλος Βρόντος επάντηξε στο δάσος του Πουγκά όξω που τα Σιάννα ένα κοπάδι Ανεράδες. Ως τον είδαν τον έπιασν στον χορό και του φώναζαν «Γειάσου Βρόντε Βροντέρε.» Ήταν περασμένα τα μεσάνυχτα και σαν φώναξεν ο πρώτος πετεινός λέγει μια Ανεράδα. – Πάμε να φύγουμε. – «Χορέβγκετε ακόμα» είπε μια άλλη «κι είνεν ο μαύρος». Ύστερα που κάμποσην ώραν έκραξεν ο δεύτερος πετεινός. – «Πάμε να...
Βρόντης, Αναστάσιος
(
1930
)
Το κρυφό χωριό
Ήταν ένα χωριαδάκι μικρό κι είχε τ’ αλώνι (που σώζεται και σήμερα). Λέγαν πως στ’ αλώνι αυτό μαζεύονταν Νεράϊδες και χορεύανε. Εγώ από τ’ αλώνι ήταν ένα καλύβι, πήγε ένας χωριανός και κοίταζε τη νύχτα της 12. Είχαν κάτι μαζί τς, που όταν χόρευαν το άφηναν καταγής (ένα μαντήλι να πούμε). Ο χωριάτης αυτός βρήκε την ώρα που χόρευαν και πήρε τη μαντήλα. Βάρεσε τα παλαμάκια η αρχηγίνα, έφυγαν οι Νεράϊδες...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Οι νεράϊδες είναι 12 και περπατούν από βρύση σε βρύση. Έχνε μια βασίλισσα. Πλένουν, ραίνουν κλπ. Οι παλιοί τις βλέπαν. Στον Κόσκο (τη βρύση) τον παλιό καιρό ήταν οι βγαλτές (=πηγάδια) βρύσες. Σηκωνόντουσαν οι γυναίκες και πλένανε πρωΐ στις βρύσες. Κάποια – ώρα τότε δεν έπαρχε με τα σημάδια – φορτώνει τα ρούχα στο ζω και πάει στη βρύση. Κει που πήγε χέρ, χέρ ανάβει φωτιά, στερεώνει το καζάνι και σδαύλα...
Ιωαννίδου, Μ.
(
1938
)
«
»
Search Digital Repository
This Collection
Browse
All of the Digital Repository
Archive & Collections
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
This Collection
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
My Account
Login