Toggle navigation
Ελληνικά
English
English
Ελληνικά
English
Login
Toggle navigation
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Παραδόσεις: Recent submissions
Now showing items 2141-2160 of 6798
Λάμιαι
Εν Μάνη η Λάμια λέγεται Λάμνα και λάμια κ Λάμνισσα ή Λάμνιζα όπως και αλλαχού. Είναι δε αι Λάμιαι, θηλυκά φάσματα, δαίμονες, άγριαι των μορφών, άσχημοι, κάτισχνοι. Έχουσιν όμως ισχύν μεγάλην ή είναι υψηλαί. Εντός παραμυθιού αναφέρονται τρεις, ων η μία έχει μεγάλους μαστούς, δι εν πανίζει τον φούρνον, η Δευτέρα μεγάλους οδόντας όπως τρώγη ανθρώπους κ η τρίτη όφεις εν τη κεφαλή αντί τριχών. Κατά ταύτα...
Νεστορίδης, Κ.
Λάμια= Μυθικόν τέρας, απλήστως το παν κατατρώγου – είτα επ’ ανθρώπων και δη γυναικών απλήστων εν φαγητοίς ή ηδοναίς.
Δένδιας, Μιχαήλ
(
1915
)
λάμια, η= μυθικόν τέρας, δράκον, μεθ’ ου συνδέεται όλη η ανόητος φλυαρία γραϊδίων διηγουμένων παραμύθια εις τα παιδάκια ακροώμενα περίτρομα.
Ρέκας, Β. Δ.
Οι λάμιες είναι στο γιαλό.
Ιωαννίδου, Μ.
(
1938
)
Λάμια= «Τέρας μυθώδες ανθρωποφάγον».
Αγακίδης, Ι.
(
1895
)
Νεράϊδες
Γκυλλού= η Γελλώ
Χαβιαράς, Δημοσθένης
(
1910
)
Λάμνια αντί Λάμια= είδος πτερωτού δράκοντος ως ζωγραφίζεται εν τη εικόνι του Αγίου Γεωργίου καταβάλλοντος δια της λόγχης αυτήν. Τέρας.
Αποστολίδης, Μύρτιλος Κ.
(
1922
)
Η Λάμια της βρύσης
Η εν Λαογρ Γ’ σ. 501 δημοσιευθείσα υπ’ εμού παράδοσις, ήτις εκ Κυνουρίας σταλείσα υπελήφθη ως κυνουριακή, επιχωριάζει εν Σοποτώ της επαρχίας Καλαβρύτων. Περί της αυτήν κρήνης φέρεται αυτόθι και η επομένη παράδοσις. Μία νύχτα επέρναγε ένας χωργιανός από τη βρύση και είδε μια γυναίκα να στέκεται ‘ς αυτή. Την εχαιρέτησε και επλησίασε να ντης κουβεντιάση, γιατί του εφάνη πως ήτανε η αγαπητικιά του. Εκείνη...
Αθανασόπουλος, Θ. Ι.
(
1912
)
Στση Λάμιας το σπήλιο. Όχι γυναίκας μάγισσας (λάμιας). Τέτοιο πρόσωπο δεν υπάρχει στην ιδέα των εδώ ανθρώπων. Υπάρχει παράδοσις ότι λέγεται έτσι, επειδή είναι κρυμμένες εδώ λάμες χρυσές (χρυσαί ράβδοι, λατιν. LAMA – LAMINA). Το σπήλαιον εχρησίμευε ως τόπος λατρείας, γιατί φαίνονται στο έδαφός του πολλά όστρακα, ευρίσκονται δε και νομίσματα. Επί τινος κινητού βράχου υπάρχει επιγραφή με τα γράμματα:...
Δαφέρμος, Γεώργιος
(
1939
)
Είναι σαν αέρας η Λάμια. Καθώς σχηματίζεται γυροβολιά, σα φτερωτή Ανεμορούφουλας. Μπορεί να πάθ’ς απ’ αυτό. Άμα σι τυλίξ’ μπορεί να μουτέψης, να χάσ’ς τη φωνή σου. Πάντα να ‘χ’ς απάνου σου ή λίγο μπαρούτ’ ή ένα πατσαβούρι καμμένο (σκρούμπο). Είναι φυλαχτ’κό. Παρακάλα κι τον Θιό.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Λαϊκοί μύθοι. Λάμιες. Πιστεύει ο κόσμος πως υπάρχουν Λάμιες. Μια μάλιστα απ’ αυτές κατέπιε κάποτε τον Βέλο ποταμό και έμεινε μόνο η άσπρη άμμος για να πάρη το όνομα της η Ασπρούλα (είναι χωρίον).
Μπέλλος, Αναστάσιος Ζήση
(
1962
)
Στ’ Λάμια. Βγαίνει μια γυναίκα, που αλλάζει πότε σε φωτιά, πότε σε σκυλί. Φωνάζ’ κάνει κρότο στο ρέμα. Έρχεται μέχρι απάνω.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Πααίν’ σε μια γούρνα (η Λάμια) κι χτινίζεται. Την ηύρε η μακαρίτ’σα η μάννα μου σε μια ρίζα δέντρο κι χτινίζεται. Έφυγε η μάνα μου, πλεύρωσε, χωρίς να της κρίν’. Όμορφ’ γυναίκα, με κυσσάνες, σχηματισμέν’.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Της Μανωλιάς το λαγκάδι
Εις απόστασιν δύο περίπου ωρών, προς το Ν.Α. των Πατρών υπάρχει το λαγκάδι της Μανωλιάς ή απλώς η Μανωλιά, η οποία είναι λάμνια (νύμφη) και κατά την λαϊκήν παράδοσιν κατοικεί στη βρύσι που είναι στο λαγκάδι. Παλαιότερα προς η στρωθή η εκείθεν νυν διερχομένη αμαξωτός η άγουσα εις Καλάβρυτα, οι διερχόμενοι νύκτα εκ της θέσεως εκείνης και ιδίως οι αλαφροΐσκιωτοι, (οι οποίοι έχουν την ιδιότητα να βλέπουν...
Κορύλλος, Χρήστος Π.
(
1910
)
Σι φουνάζ’ τη νύχτα (η Λάμια) μι τούνυμά σ’. Το ξέρ’ αυτήνη. Δε πρέπ’ ντίπ να κρέν’ς. Θα σι φωνάξ μίνια – δυο φορές. Τρεις, δεν αποκοτάει να πη. Έτσι γλυτών’ς.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Από τη γέφυρα περνώντας, ρίχνουν κουλούρι ή ασήμι, για να μη τους κάμη κακό η Λάμια. Πάει Σμόκοβο, Θραψίμ’, Λακρέσ’ η ίδια Λάμια παλιότερα ιδίως. Μια φορά η Λάμια βγήκε μπροστά και σταμάτησε το συμπεθερικό. Δεν θα περάσετε, αν δε μου πήτε το τραγούδι μ’. Η νύφη το ‘ξερε. Την είχανε δασκαλέψει. Ντόπιες νύφες περνάν ελεύθερα. (α’ νόμισμα, β’, και γ’ φορά. Την πρώτη κάτι πρέπει να δώσουν). Οι ξένες δεν...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Το βράδυ κείνο δεν ήταν φεγγάρ’ – άστρο. Άκ΄σα βοητό, όπως βογγάει κοιμάμ ενο. Κι είχε φως σαν το ηλεχτρικό. Και να φέγγη το ρέμα μια ώρα. Η Λάμια γίνεται και πράμα και άνθρωπος. Τον ντόπιο κόσμο δεν τον πειράζει, ξένους όμως ναι! και ξένα πράματα= πρόβατα. Επί Τουρκίας, μια ξένη οικογένεια νύχτωσε. Κοιμήθ’καν εκεί, και το πρωΐ, βρέθ’κε πεθαμένη μια κόρη τς. Και ξένα πράματα αν κοιμηθούν εκεί, ψοφάνε....
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Η Λάμια
Είχα πάει στο μύλο άλεσα λοιπόν κατά τις 12 η ώρα κι έβρεχε. Ακούω στο ρέμα βρονταίς, σίδερα και πέταξε και φωτιά. Ματαπίσω βροντοκόπ΄σε το σίδερο κι έλαμψε πάλι. Ακούω πάλι τα ίδια. Περνάει ύστερα μπροστά μ’, σταμάτ’σα το πράμα. Προσδιάβηκε μπροστά μ’ σαν φωτιά, έλαμπ’ ο τόπος. Δεν έκρινα ντιπ! Προσδιάβηκε, δε με πείραξε.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Η Λάμια σκηματίζεται σε διάφορα. Γάτα, γυναίκα, γίδα, ενώ η Νεράϊδα πάντα γυναίκα. Κι η Λάμια έχ’ σύνορο δεν προχωράει πέρ’ απ’ το ποτάμι της. Η νεράϊδα σε ύψωμα, αλώνι. Όχι σε ρέματα. Πραγματικά. Το σκυλί καταλαβαίνει, αλλά δε συνερίζεται. Δε φοβάνται. Τα πράματα προγκίζονται.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Στη βρύση του χωριού δεν πήγαιναν οι γυναίκες από τις 11 ως τις 2, γιατί καθόντανε η Λάμια στη Βρύση, που κάθονταν και χτενιζότανε. Μια γυναίκα έμορφη, ασπροφορεμένη και καθόταν και χτενιζόταν, μακριά μαλλιά και λουζόταν. (2 πετεινοί να κράξουν φεύγει).
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
«
»
Search Digital Repository
This Collection
Browse
All of the Digital Repository
Archive & Collections
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
This Collection
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
My Account
Login