Αναζήτηση
Αποτελέσματα 5301-5400 από 5927
Όλα τάχει η Μαριορή, ο φερετζές τής λείπει
(1971)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Όπου τσ' αν υπάη το πουλλί, τοκ κώλοτ του κραεί το
(1934)
Η αλλαγή του τόπου ή των συνθηκών της ζωής μας δεν μεταβάλλει και τας παλαιάς συνηθείας
Η αρρώστεια έρκεται με το σακκί και φεύγει με το δράμι
(1930)
Επί των μετά χρόνον πολύν από τινος κινδύνου απαλαττομένων
Αρχουντιά κι' άδεια κοιλιά
Ο φευτοπερήφανος
Τρέφω φίδι το χειμώνα, να με φάη το καλοκαίρι
(1930)
Υποστήριξις κακή
Δος μου, πατέρα την ευχή κι΄εγώ ευχή σου δίνω
(1930)
Αλληλοβοήθεια
Τόχει η κούτρα του να κατεβάζη ψείρες
(1930)
Δηλαδή γνώμες
Ο Θεός να σι φυλάξει από καινούργιουν άρχουντα κιαπού παλιό ζήτουλα
Ευκολονόητο από τη κομπορρημοσύνη του πρώτου και την επιμονή του δεύτερου
Του άρχουντα η πέτρα στο πουτάμ' δε βουλιάζ'
Πάντοτε ο πλούσιος ισχυρός
Κι αυτός κακό χειρόβολο κι εγώ κακό δεμάτι
(1926)
Ερμηνεία: Επί των ομοιβάθμως δυστρόπων και εξίσου εριστικών
Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα
(1910)
Όταν έχει τις απέναντί του άνθρωπον μετά του οποίου δεν δύναται παντελώς να συνεννοηθεί
Κάνει τον ψόφιο κοριό
(1966)
Μάθε γέρο γράμματα τώρα στα γεράματα
(1940)
Συλλογή μαθητής Κυριάκος Λ. Κωμοδρόμος
Μη του νου αρχοντέν' η κόρη μη τουν ύπνου η ακαμάτρα
Πρβλ πλουταίνω 3
Αυτός δεν αρταίνει φτωχό ποτέ του
(1910)
Ανελεήμων
Αρχής καλής το τέλος άριστον
(1910)
Εν χρήσει
Άσπρα μαλλιά, μαύρα γαμήσα!
(1910)
Ερμηνεία : Ανικανότης
Βάρ' τον τον άλλον εκεί που σταλίζ' η ψείρα
Οσαί δε μιλάει
Ασκί με το γου(λ)ί κάτω λ'τό
(1940)
Το λέω για κείνον που κλάνει όταν κοιμάτα
Το αστρί του πουνέντε ρώτα που πρέπει να βάλης ρότα
(1957)
Άστρο του Πουνέντε αυτό θα σε οδηγήση
Κόρδα φούντα τ' άσπρα που ν' τα
(1889)
Ερμηνεία: Επί κομπορρημονούντων
Άστραψε στο Κάστρο; - Βάλε το υνί στο στράστο
(1955)
Λένε στον Κάμπο της Γαστούνης
Είδες μαύρο; Μούτε γαλανό
(1963)
Η εχεμύθεια
Ανέβ' η γαιδούρα 'ς την καρυά
(1916)
Επί των μη επιδεχομένων θεραπείαν πραγμάτων
Πότ' αρχόντηνις, κυρά μ'; -Τώρα, τώρα γλήγουρα
(1918)
Περί οψιπλούτου υπερηφανευομένης
Του πήρι Αρτσιβούρτσι
(1910)
Ή μάλλον χωριστά: Άρτσι βούρτσι ' ατάκτως και αδιακρίτως
Κάθι αρχή κι δύσκολ'
(1910)
Έπεσαν τ' άστρα τ' ουρανού και τα 'φαγαν οι χοίροι
(1910)
Έρριψαν τα άγια τοις κύσιν
Όποιος γάιδαρος κ' εμείς σαμάρι
(1917)
Το λέγη ένας γέρων ιερεύς χωρίς να κατορθώσω να εννοήσω το νόημα του. Ίσως είναι αγωθετικόν και σημαίνει όποιος κι αν υποχωρήση (και τότε φαίνεται γάιδαρος) εμείς είμαστε νικηταί
Ποίος έρχοντας έζησεν κ' εκέρδισεν τον κόσμον
(1931)
Επί της ματαιότητος των υλικών απολαύσεων
Ο βίος 'ς σον βίον πάει
(1881)
Ερμηνεία: Επί πλούτου κατά τύχην είς πλούσιον επισωρευομένου
Ο κόσμος τό'χει βούτσινο κι' εμείς κρυφό καμάρι
Βούτσινο ή τούμπανο
Των ακριβών τα χρήματα σε χαροκόπου χέρια
Των φιλάργυρων τα χρήματα κληρονομούνται παρ' ανθρώπων, οι οποίοι αγαπούν τας διασκεδάσεις
Το τουφέκι τ' αδειανό σκιάζει έναν κι έναν δυό
Βλ. αυτ. ομοίας: Βουλγαρικήν, Σερβικήν, Ρωσσικήν, Ιταλικήν
Αναλυγμένον εν
(1908)
Ερμηνεία: Επί οκνηρών θελούντων τα πάντα έτοιμα. Σημείωση: Αναλυγμένων=εκ του αναλύζω=μουσκεύω. Οκνηρό ταύτος τες ο οποίος και να τρώγη εβαρύνετο καταδικασθείς εις θάνατον απήγετο επί των αγχόνων. Ενώ δε δή βάνουν έμπροσθεν ...
Το καλό ασκί βάζει μέλι και κρασί
(1963)
Καλό στομάχι
Ασαράντιγη είσαι;
(1938)
Λέγεται όταν μια γυναίκα στέκεται στο κατώφλι του σπιτιού και δεν μπαίνει μέσα, όπως οι λεχώνες που δεν έχουν ακόμη σαραντίσει, εις τις οποίες απαγορεύεται η είσοδος εις ξένο σπίτι
Καλά γεράματα και ο γάμος σου την Τετράδη
(1910)
Όταν τις πράττη τι παρά το προσήκον
Αλλού το όνειρο και αλλού το θαύμα
(1910)
Περί υποθέσεως, ήτι δεν συμβιβάζεται με το μέρος, εν ω εξετυλόχθη
Ούλοι με χρυσά βελούδα, ποιος θα βόσκη τα γαϊδούρια;
(1956)
Από τον Μαστροκωσταντή Ξανθόπουλο ή Γέρο – Γοφό
Όπου έχει σύκα πολλά έπερνε καλάθι μιτσή
(1940)
Συλλογή μαθητής Χαράλαμπος Α. Σιαμαρής
Όπου βρέχει αυρίζει κι όπου χιονίζει ασπρίζει
(1874)
Ερμηνεία: Οι αθώοι διακρίνονται από των ενόχων
Της καλής 'κονόμα άντρα η άσχημη τον έχει πίσ' από την πόρτα
(1939)
Ευκολώτερα παντρεύονται οι άσκημες
Άστραψ΄ απ΄ το Ζάλογγο βάλε μέσα τ' άλογο
(1926)
Εννοεί το Ζάλογγο (Άνω και Κάτω) της Παραμυθιάς. Η λαΐκή μετεωρολογία παρετήρησε ότι άμα αστράφτει από εκεί, θα έχομεν βροχήν
Και τ' αρφανά πορεύονται κι' οι χήρες κονομιούνται
Ερμηνεία: Επί των υπό του Θεού προστατευομένων ορφανών και χηρών
Άσπρους κώλους, μαύρους κώλους στούμ πόρο φαίνιτι
(1918)
Εις δυσχερή έργα φαίνεται η ικανότης εκάστου
Θαρρείς πως όλα dα πουλιά που πετουσι dα τρωςι;
(1963)
Δηλαδή δεν είναι δυνατον γνωρίζοντας κάτι να συμπεραίνης για όλα
Ο κώλος ο τίτσυρος είδεν το βρατσίν τσαι γέλασεν
(1917)
Τίτσυρος = ο γυμνός, ρακένδυτος
Τ' άσπρα λαλούν, τ' άσπρα μιλούν, τ' άσπρα 'ν' που κουβεντιάζουν
(1876)
Ερμηνεία: τ' άσπρα 'ν' που ξέρουν και μιλούν... και ανέκδ.
Μην καμαρώνης την αρχή, ως που να δης το τέλος
(1876)
Μηδένα προ τελευτής (τέλους) μακάριζε
Ασήμαδος γίνητσε
(1924)
Επί ανθρώπου, (εξηφανίσθει)
Ασταύρωτο κορίτσι
(1924)
Άπιαστο, διαβολεμένο
Αρχόντου λόγος και πορδές γαϊδάρου ένα
(1909)
Οι ισχυροί συνήθως δεν τηρούν τον λόγον
Ο Θεός αρφανά κάνει, άμοιρα δεν κάνει
(1907)
Αποκατάστασις ευχερής ή δυσχερής
Με αρσίζην τζιεραστήν με φτύρην καλονάρκην
(1951)
Με = μήτε, ούτε
Τρείς μήνες έχ' η άνοιξη και τρείς το καλοκαίρι, τρείς έχει κι' ο χινόπωρο, τρείς κι' ο βαρύς χειμώνας
(1882)
Ερμηνεία: Επί διαιρέσεως του έτους
Πουλλοί νικροί κάθουντι στ' αρρώστου το κιφάλι
(1923)
Δηλαδή, εγγίζη ο θάνατος