Αναζήτηση
Αποτελέσματα 501-600 από 1012
Το παιδί μ' να μη ομοιάγη σε
(1874)
Ερμηνεία: Επί ανθρώπων απεχθείας αξίων
Την νύχταν κ' έκλεψα την ημέραν να φοβούμαι
(1874)
Ερμηνεία: Παροιμία λεγομένη υπό καθαράν εχόντων την συνείδησιν
Ταν ταν κοιλία εύκερον και διότι ακονιμένα
(1874)
Ορχού ορχού τη γαστρί λιμωττούση και τοις οδούσι τεθηγμένοις
Σ όλα ξαμούσαι
(1874)
Εις πάντα προβάλλεις
Τη κάτας το σκατόν είπαν βοτάν εγέντονε, εχτάλεψεν κι ετσούπωσεν άτο
(1877)
Ερμηνεία: Επί εκείνου όστις δεν παρέχει τι εις τους άλλους άμα γνωρίση ότι έχουσι χρείαν τούτου
Έπαθα και έμαθα
(1874)
Τσι ποπάδαις που εφτειάγω εγώ είμαι
(1874)
Τον δεσπότην ερώτεσαν “Μωρόν εξέρεις και φωτίζεις;” Κι εκείνος είπεν, Τσι ποπάδαις που εφτειάγω εγώ είμαι = Αρχιερείς ερωτηθείς ει οίδε βαπτίζειν νήπιον απεκρίθη “εγώ ειμί ο τοις ιερείς ποιών (χειροτονών). Ερμηνεία: Π. Ή ...
Και κι σέζω κι απέσ αχτί
(1874)
Ερώτεσαν κάποιον “πλακίν ιξέρεις και ψένεις; Κ΄ εκείνος είπεν : “Και κι σέζω κι απέσ αχτί” Ερωτηθείς της ει επίσταται πλακίον έψειν, απεκρίνατο “και χέσαιμι αν επ΄ αυτό”
Τημ μυρμήκαν καμέλιν ποίει
(1874)
Τον μύρμηκαν κάμηλον ποιεί
Εσύ πάς εκαρκάριξες κ' εσήβες 'ς σύν δουλείαν
(1874)
Και σύ ως ευσθενούσα δή μετέσχες της εργασίας ή του έργου. Ερμηνεία: Π. Ειρωνική επί των μή ευσθενούντων μετεχόντως δέ τινος εργασίας ες δή ασθενών
Και τ' ελαίας τ' έξου και τ' οβγού ταπέσ
(1874)
Ερμηνεία: Θέλει τότε της ελαίας έξω και το εντός του ωού. Επί των ότι δυούν προκειμένου προς εκλογών του ετέρου, αμφοτέρων εφιεμένων. Ή εν συντόμω επί των πλεονέκτων
Το πολλά το γέλος φέρ και ολίγον κλαίειν
(1874)
Ο πολές γέλως επάγεται και ολίγον κλαύμα
Η πορδή έσπασεν ας σο γέλος
(1874)
Η πορδή εξερράγη εκ του γέλωτος
Όλοι πάγουν 'ς σ' εμέτερα κ' εγώ 'ς σηγ γειτονίαν
(1874)
Πάντων εις τα ημέτερα (των ημετέραν οικίαν) φοιτώντων εγώ εις την γειτονίαν περιέρχομαι
Ο σκύλον 'ς σην άνοιξιν εβγαίν αμμή ντο συρ εκείνος εξέρ(ει)
(1874)
Ο κύων φθάνει μεν εις το έας 'αλλ' αυτός οίδεν ότι υφίσταται
Οι πολλοί καραβοκύροι βολίζουν το καράβιν
(1874)
Οι πολλοί πλοίαρχοι καταποντίζουν το πλοίον
Το ποτάμ' απάν κες παέι
(1874)
Ο ποταμός προς τ' άνω χωρεί
Έμαθες της γραίας τα μήλα
(1874)
Εθάς εγένου των της γραίας μήλων
Τα παλαιά τ' ασούρια βορρίγεις
(1874)
Τα παλαιά άχυρα αερίζεις
Όποιος έσει πολλά βούτερον βάλλει και ς σα λάχανα
(1874)
Ο πολύ βούτυρον έχων και το εν κράμβης έδεσμα αρτύει
Κάθετ' η πομπή 'ςτην δέβαν κι' αναθήκη τους διαβάτες
(1874)
Ερμηνεία: Επί των ονειδιζόντων άλλους, αυτών επονειδίστων όντων. Άλλων ιατρός έλκεστ' βρύων. Ευρ.
Ετάραξεν κ' η κοσκινού τον άνδρα της με τους πραματευτάδες
(1874)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Μουχτερόν πουλούν
(1874)
Χοίρον πωλούσιν
Τα παλαιά τ' ασούρια βορίζεις
(1874)
Τα παλαιά άχυρα αερίζεις
Κακαλέαν εποίκεν μ
(1874)
Κακαλέαν ή ψωλέαν ή κωθέαν. Ήσχυνε με σωματικώς
Μουδέ πουλίν μουδέ κλαδίν
(1874)
Ούτε πτηνόν (ακούεται πω κελαδούν) ούτε κλάδος (φαίνεται)
Σ' όποιον δέσκαλον πηγαίνεις τέτοια γράμματα μαθαίνεις
(1874)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Σκύλον κι δέουσι 'ς σημ πόρτα μ
(1874)
Ουδ ως κύνα προσδέωσι τη θύρα μου
Η γραία, ας τ' εγαμέθεν, εσπάλιξεν τημ πόρταν
(1874)
Ερμηνεία: Η γραία γαμηθείσα, απέκλεισε την θύραν. Επί των μετά το πάθημα φρονίμεν γενομένων. Σημείωση: Παράβαλε ταύτη τον Αισώπειον μύθον
Και τσι διαβόλους εβγάλει από τη τρύπα, και τους διαβόλους εκβάλλει των οπών
(1874)
Ερμηνεία: Επί παιδίων, α τινα ανευρίσκοντα πράγματα κεκρυμένα, φέρουσιν εις το μέσον παίζοντας
Η κάτα ντο γεννά πεντικόν πιάνει
(1874)
Το υπό γαλής γενόμενον μύς συλλαμβάνει
Με το χουλιάριν δί το γάλαν και με το στελίν εβγάλλει ατο
(1874)
Δια του κοχλιαρίου διδούς το γάλα διά του γτελεού εκβάλλει ή απολαμβάνει. Επί των αντί μικράς ευποιΐας μεγάλ' απαιτούντων απολαβών
Πρώτον βούκαν π΄ έρπαξεν και μικρός π΄ εγυναίκιζεν, καμμίαν κ΄ εκομπώθεν
(1874)
Ο των πρώτων την έκθεσιν αναρπάσας και μικρός μυνφευθε΄ςι ουδέποτε ηπατήθη. Ερμηνεία. Διότι πολλάκις εις τον υστερούντα ουδέν απολείπεται, οδέ μικρός νυμφευθείς έξει εγκαίρως παίδας ως έρεσιμα
Όποιος πονεί πολλά, γίνεται του πονεμάτ
(1874)
Ο άγαν οικτίρμων αυτός ο ιατρός γίνεται
Το σκύλον θυμού κ' έπαρ το ξύλον 'ς σο σεριν
(1874)
Του κυνός μνησθείς αναλαβε το ξύλον εις την χείρα
Η κακέσα η πεθερά εβγάλ' την νύφ 'ς σο πρόσωπον
(1874)
Η κακή πενθερά ασύστολον καθέστησε την νύμφην
Τομ ποπάν γράμματα θια μαθίγνις
(1874)
Ερμηνεία: Τον ιερέα γράμματα διδάξεις
Το μήλο απ' όξω είναι κόκκινο και μέσα χει σκουλήκια
(1874)
Ίσως κάνταυθα “Ενδοθι μεντών Εκάβην έκτωθι την Ελένκος”
Τογ γάϊδαρό σ δέσον δυνατά κι αν κι φεβ μη φεβ
(1874)
Πρόσδεσον τον όνον σου ασφαλώς και ει μη φεύξεται, μη φύγη
Απέπτυσα τον διάβολον
(1874)
Ερμηνεία: Επί των δακόντων τον θυμόν έτι δε και επί των ταξαμένων τη ραθυμία
Διάβολος κι γλυτώνει ας σα σέρια τ'
(1874)
Διάβολος ου διαφεύγει τας χείρας αυτού
Φάγει τήν ελαίαν κί αφκά κρατεί τ' α' πείν
(1874)
Παρέχειν τινι φαγείν ελαίαν κάτωθεν κρατεί ασκόν (ίνα δηλαδή πληρώση ελαίου)
Σίλιοι λύκοι κ' έναν πρόγατον
(1874)
Χίλιοι λύκοι, έν δέ πρόβατον. Ερμηνεία: επί πράγματος ανεπαρκούς πρός διανομήν μεταξύ πολλών
Τ' εσόν κοιλίαν (ή σακκούλιν άνοιξον) να πονή τ' εσόν παιδίν να ένι
(1874)
Ωδίνες της στις γαστρός έστωσαν, σον το τέκνον έσω (ή στην μήτραν διάνοιξον)
Επέθανένε το μωρόν κόπεν η συντεκνία
(1874)
Του παιδίου θανόντος διελύθη η συντεκνία
Π' έσ' πολλά βούτυρον βάλλ και ς σα λάχανα
(1896)
Ερμηνεία: Επί σπατάλου
Επέμενα πουλίν 'ς σο κλαδίν
(1874)
Απελιπόμην ώσπερ στρουθών επί κλάδου
Το σκατό μ επήρες
(1874)
Τον σπέλθόν μον έλαβες
Μάθε, κόρη την αγρύπνίαν και τηγ κακοπορίαν και όνταν πας 'ς σα πεθερκά να είσαι μαθεμέντσα
(1874)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Να προσκυνώ σε χαβιαρόζωμον, ποι κείσαι κούστια κούστια
(1874)
Δεν προσκυνείν σε χαβιαρόζωμνο, το πυκτωδώς διακείμενον
Μάθεν η κόρ αβράκωτος και βρακωμέντσα ντρέπεται
(1874)
Ειωθεία η κόρ η άνευ σχελείας, αισχύνεται σκελέαν φορέσα
Όπου πέτρα κι' αυτός αφκά
(1874)
Σημείωση: Όπου λίθος αυτός υπ' αυτον
Τα σιόνια αλεύρια εποίκεν
(1874)
Τας χιόνας άλευρα εποίησεν
Δώσ' μ' εμέν και του παιδιού μου κι' άντρας μ' όξω παραστέκει
(1874)
Δώσ' εμέ και το παιδί μ' κι' άντραμ εν σημ πόρταν. Ερμηνεία: Επί των άγαν απαιτητικώς
Το ζαρόν το ξύλον κ ισάγεται
(1874)
Ξύλον σκαμβόν ουκ αν ευθύ γένοιτο
Πρώτα ώβγησον και π' εκεί κακάβιζε
(1874)
Ερμηνεία: Επί των προτου έργου επαινουμένων
Βούδια πουλεί και κάττες αγοράζει
(1874)
Βους πιπράσκων γαλαίς ωνείται
Πολυτεχνίτας κ' ερημοσπίτας
(1874)
Πολυτεχνίτης και ενδεής
Δίχως πλακούτσ οπίσ κ έρσ(εται)
(1874)
Χωρίς πλακίτου άρτου ουκ αποχωρεί
Όντα κ' έσ' ο Μάη πέφτην κ' εβδομάδα κερεκήν
(1874)
Όταν ο Μάϊος μη έχη πέμπτην και εβδομάδας κυριακήν
Έρθεν 'ς σα κοντά τα σκοινιά
(1874)
Ολίγη υπελέκσετο αυτώ ζωή
Οι πολλοί μαμίδοι το μωρόν κοτσόν ποίγουν
(1874)
Αι πολλοί μαίαι χωλόν ποιούσι το βρέφος
Πόσα πρόβατα οριάεις;
(1874)
Πόσα πρόβατα φυλάττεις;
Δουλειάν άν κ εγζει έγλι και κουβαρία
(1874)
Έι αργός εκμήρυε και πήνιζε. έγλι αντί έγλισον
Ο σκύλον τημ μάνναν ατ κ' εγνωρίζει
(1874)
Ο κύων ου γνωρίζει τη μητέρα. Ερμηνεία: Επί της εκ της πολλής ανθρώπων συρροής συγχύσεως.
Έξωθεν ο χορός θω μιγξ δοκεί τους μη χορεύουσι
(1874)
Ερμηνεία: Εύκολος ως πλοκή θώμιγγος. Π. Δηλούσα ότι οι έξω των πραγμάτων όντες ευκόλος προς παραινέσεις είσιν. Σημ. Και ο Αισχ. Εν Προμ. 263-5. Ελαφρόν 'οστις πνευμάτων έξω πόδα έχει παρακινείν νουθετείν τους κακώς πράσσοντας
Απ' έξω ο χορός γαϊτάνι φαίνεται
(1874)
Ερμηνεία: Π. Δηλούσα ότι οι έξω των πραγμάτων όντες ευκόλος προς παραινέσεις είσιν. Σημ. Και ο Αισχ. Εν Προμ. 263-5. Ελαφρόν 'οστις πνευμάτων έξω πόδα έχει παρακινείν νουθετείν τους κακώς πράσσοντας
Σύντεκνε 'ς σ' εμέτερα, σύντεκνε ΄ς σ' εσέτερα
(1874)
Σύντεκνε, εις τα ημέτερα, σύντεκνε, εις τα υμέτερα = Εις την ημετέραν συκίαν. Ερμηνία : Επί συνεχών αμοιβαίων επισκέψεων
Η κοιλία τ εγανώθεν ας σο κρασίν
(1874)
Ερμηνεία: Επί των δυσχερώς μανθανόντων εθάδων γίδη
Τ' ανθρωπόπουλα πριν πεινασείν μαγερεύουν
(1874)
Οι φρόνιμοι των ανθρώπων πριν η πεινώσι μαγειρεύουσι
Πρώτα ώβγησον και π' εκεί κακάνιξον
(1874)
Μετά το τεκείν ωόν κακάβιζε
Σκοτίαν και δειλίαν κι τερεί
(1874)
Εις σκοτίαν και δειλίαν συ βλέπει(κτά το όχημα εν διαδυούν αντί ουδεν σκοτία δειλία
Σκύλον κι δενω σε 'ς σημ πόρτα μ
(1874)
Ουδείς κύνα δήσαιμι σ αν προς τη θύρα μου
Από τα κακά 'ς σα κίνdυνα
(1874)
Ερμηνεία: Επί των από της δυστυχίας εις μείζονας κ χείρονας περιπιπτόντων.
Αδερός να έτον καλός ο Θεός πά είσεν αδελφόν
(1896)
Ερμηνεία: Επί οκνηρών και αδίκων αδελφών
Απάν σσ' αχάντεα κάθεται
(1886)
Επί ανθρώπου μη δυναμένου να καθήση ησύχως εις ένα τόπον
Το δίκλοπον το πουλίν ασσά δυο ποδάρεα πιάσκεται
(1886)
Επί πονηρού περιπλεκομένου εις τίνα υπόθεσιν ή εξαπατωμένου επί μεγάλη βλάβη αυτού, μεθ' όλων την πονηρίαν του
Άμον παστρικόν μαντήλ'
(1886)
Ερμηνεία: Επί εκείνου, όστις πταίσας εις τι προσποιείται ότι ουδεν γνωρίζει και φέρεται ούτως, ώστε να φαίνεται αθώος
Τα μικρά τ΄ οψάρια τρώγουνταν α σα μεγάλα
(1874)
Οι μικροί ιχθύες κατεσθίονται υπό των μειζόντων
Σκόρδον και ψωμίν και τημ παράν κορδυλία
(1874)
Ερμηνεία: Σκόρδον μετ΄άρτου τρώγε το δε λεπτον κομβού
Κάμε, Δόξα. Αδράχτιν κ' έχω Κάμε Δόξα. Σποντύλιν Κ' έχω
(1874)
Ερμηνεία: Επί των αεί τι προφασιζομένων υπέρ της αυτών αμελείας και οκνηρίας
Ο νους αυτ' πάγει κ' έρται
(1874)
Ερμηνεία: Σαλεύεται παραφρονεί
Κ' η καλομάνα μπόϊ άτο
(1874)
Καν η τήθη μου πράξειε τούτο
Ο μακρύς τρώγει τα μόρια κι ο κοντόν τρώγει τα κοβόρια
(1874)
Ερμηνεία: Σκώμμα λεγόμενον προς βραχείς το ανάστημα
Η μάννα ψίνει κι αλίζει το παιδίν
(1874)
Η μήτηρ έψει και αλίζει το τέκνον
Μεγάλον βούκαν φα και μεγάλον λόγον μη λες
(1874)
Ερμηνεία: Παροιμία αποτρέπουσα το μεγάλαυχον
Τολ λόγοσ σ' με την ζάχαριν έκοψα
(1874)
Τον λόγον σου δια της σακχάρεως διέκοψα
Καθείς τι λόγ ατ ας τσαφίγεται
(1874)
Έκαστος τον εαυτόυ κνηθέσθω