Αναζήτηση
Αποτελέσματα 401-500 από 1012
Αν κ εσυγκάτσα κ έμαθι άτον
(1874)
Συναναστραφείς διέγνων αυτον
Η σποτάλα τ εσκώθεν
(1874)
Το ορροπόγιον αυτου (κωμ. αντί αιδοίον) έστυκεν
Κωθίν κοστέλιν έρθεν
(1874)
Επανήλθε δια βροχάς το αιδίον
Το πολύξερον το πουλίν ας σα δύο ποδάρια πιάσκεται
(1874)
Το πολυεύδμον πτηνόν απ' αμφοτέρων των ποδών συλλαμβάνεται
Την εντροπήν επούλησα και τ' άριν(α) πάλ' εχάσα
(1874)
Την εντροπήν επώλησα και την αιδώ απέβαλον
Η τσούνα όταν ελιγορεί, στραβά ποίει τα παιδιά τς
(1874)
Η κύων σπεύδουσα τυφλά τίκτει τα τέκνα
Το παπίν εθέλεσεν να ωβγάζη άμον τη χήνας (καψί) τ' ωβγόν κ' επιτσερτζεν τον κώλον άχτε
(1874)
Η νήσσα θελήσασα τεκειν όσον το του χηνός ωόν διερράγη τον πρωκτον
Το πολύξερον το πουλίν ας σα δύο ποδάρια πιάσκεται
(1874)
Το πολυεύδμον πτηνόν απ' αμφοτέρων των ποδών συλλαμβάνεται
Ο πετεινόν που κουγίζει παρώρας, κόφτει το κεφάλιν ατ
(1874)
Ερμηνεία: Του παρά καιρόν κοκκίζοντας αλέκτορας αποκόπτουσι την κεφαλήν
Ο παράδεισον έρθεν 'ς σημ πορτα σ
(1874)
Ερμηνεία: Φράση λεγομένη υπό επαυτών αιτουμένων ελεημοσύνην
Να πλύνενεν τογ κώλον ατ κ' εσκάτωσεν το σεριν ατ
(1874)
Ερμηνεία: Επί των χείρον τι ποιουμένων αντί του επανορθώσασθαι
Το μωρόν παγούριν θέλει
(1874)
Το νήπιον καρκίνου εμφίεται
Όποιος παρακούει πάγει 'ς σογ γατήν
(1874)
Ερμηνεία: Ο παρακούων πορεύεται προς τον δικαστήν (εναξων)
Άκουσον κ' ύστερον κρίνον
(1874)
Μικρά μωρά έχω ς σα σαχτάρια
(1874)
Ερμηνεία: Τε παρά την εστίαν
Ατά είναι κομπώματα, καρδιάς πλεροφορέματα
(1874)
Ταύτα απαίται (πλάναι) εισί καρδίας βαυκαλίσματα
Μαχανάν εις το μωρόν μεν ωβγόν και τρώγω γω
(1874)
Προφασιζόμενος το παιδίον εψήσεις, ωόν γεύομαι εγώ
Επεγενεύτεν κι ο πάρδων τ' ορσίδια τ'
(1874)
Ευηρεστήθη (ή μέγα εφρόνησεν) ο άκλουρος (αρσενική γαλή)
Αν ας είσαι και μη κοιμάσαι, κι αν κοιμάσαι μη σαχταρούσαι
(1874)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Ακόμα κ' εγένοσουν κολογκύθιν κ' έσυρες και τεβέπο
(1874)
Τεβέπο = λέξις τουρκική
Για τη χάλντη την αγάπην κλίσκουμαι φιλώ τ' αχάντιν = Θέλων χαρίζεσθαι τω χωρικώ προσκλίνας φιλώ την άκανθαν
(1874)
Ερμηνεία: Επί των αναγκαζομένων ένεκα συμφέροντος χαρίζεσθαι τινι και άκοντας
(Ν) αϊλή οπού κ' εκράτεσεν βολόνιν με το ράμμαν
(1874)
Παροιμία ταλανίζουσα τον μηδ' ελαχίστην γνώσιν της ραπτικής έχοντα
Τ' άγρια τα μουχτερά τα σjόνjα ημερεύουνε
(1874)
Τας ύς αι χιόνες τιθασσεύσουσιν (είτε δαμάζουσιν). Ερμηνία : Επί των τέως μεν ατιθάσσωνκαι θρασέων, ήδη δ' υπό δυστυχίας τεταπεινωμένων
Όπου κι αν εν λαγκεύει
(1874)
Πανταχού πηδά
Ας σα σείλεα πρόβατον κι' ας σην καρδίαν λύκος
(1877)
Ερμηνεία: Επί δολίου και κρυψίνου
Το λώμαν ετιμεσέμ με κι ο κύρη μ' κ' ετίμεσέμ μ'
(1874)
Υπό της εσθήτος ετιμήθην, υπό δε του πατρός ούκ ετιμήθην
Κούκου το φλυρίμ
(1874)
Κούκου το φλωρίον μου
Όπου κι αν εν, λαγκεύει
(1874)
Όπου αν η πηδά
Τό λιαγγόνιν ατ λιφτόν εν
(1874)
Ηλαγών ελλιπής αυτώ εγένετο
Εφτά ποπάδες κι' αγιάζουν ατό
(1874)
Επτά ιερείς ούκ αν καθάθειαν αυτό αγιασμώ. Ερμηνεία: Επί πραγμάτων παν μεμολυσμένων
Σ' ωτί σ' κρικίν ποίσε ατο
(1896)
Ερμηνεία: Παραινεί ίνα μη λησμονηθεί τι των διακελευομένων.Και απειλή.
Κάθουμαι στην αγκαλιά σ και χτουπίζω τα γένια σ
(1877)
Ερμηνεία: Επί των βλαπτόντων εκείνους παρ΄ων απολαμβάνουσι περιποιήσις
Ο οκνέας επήγεν ΄ς σορμάνιν κ΄ εφορτώθεν όλον τ΄ ορμάνιν
(1874)
Ο οκνηρός απελθέν εις το δάσος (προς ξυλείαν) εφορτώθη όλον το δάσος. Ερμηνεία: Επί των εισάπαξ ποιούντων τι εξ οκνηρίας, πλεονάκις δέον
Κούκου το φλυρίμ
(1896)
Ερμηνεία: Επί των ισχυρογνωμόνων
Ο μοιράχτης πάντα κομπούται
(1874)
Ο διανέμων αεί απατάται είτε μειονεκτέν, διότι πολλάκις αυτώ ουδέν υπολείπεται
Σ σήμ μήναν άτς έν
(1874)
Ή εσήβεν
Μίαν εξήβα 'ς σομ κλεψείον και ατότε φέγγον έτον
(1874)
Άπαξ εξήλθον προς κλοπήν και τότε σεληναίον ην φέγγη
Ας εφτά μονοστέφανα
(1874)
Ας εφτά μονογάμων
Ότ ορίζουν τα θεμέλια προσκυνούν τα κεραμίδια
(1874)
Ότι αν προστάσσωσι τα θεμέλια τούτω προσκυνούσιν οι κέραμοι
Τον τεμιρτζήν με το ξυλομάκελλον έθάψαν
(1874)
Τον σιδηρουργόν ξύλινη μακέλλη έθαψαν. Ερμηνία : Παροιμία δηλούσα οτι οι μερχόμενοι τέχνην τινα αμελούσι χρήσασθαι υπέρ αυτών τοις της τέχνης προϊούσι.
Από καλαμί εγένουμουν
(1874)
Από καλάμης (ίσως και από δρυός, από πέτρης) εγενόμων ή καλάμι υπερλειπόμην
Έχεις κατούρημαν καθαρόν γαμ τημ μάνναν του ιατρού
(1874)
Έχων ούρον καθαρόν γάμησον την του ιατρού μητέρα
Αχωνάριν εποίκα το
(1874)
Ερμηνεία: Ηνέωξα καλώς τον πόρον (καπνοσύριγγος και των τοιούτων) ήτοι κατέστησα τη χωνίον
Καλό 'ς τον άγιον του θεού, τον παξιμαδοκλέφταν
(1874)
Ερμηνεία: Ευ παρέστη ο άγιος του θεού ο αρτοκλοπός. Παροιμιώδης ειρωνεία. Ότι και ο Αριστοφάνης (Πλ. 26-27) παίζει δια των λέξεων πιστότατος και κλεπτίστατος. “Αλλ' ου τι κρύψω των εμών γαρ οικέτων πιστότατον ηγούμαι σε ...
Το καράβιν (παννίν) αργοκόφτει
(1874)
Βραδυπορεί η εργασία βραδέως προχωρεί
Επέκαιρεν ο κόνιδας κ' επέμινεν σσοι τσεχρίντας
(1874)
Επέκαιρεν αντί απέκαιρεν
Εμάκρυνεν ο γάΙδΙαρον κ' εκόντυνεν το σαμάριν ατ
(1874)
Αυξομένω τω όνω βραχύτερον απέβη το σάγμα
Ελίγνυνα κ' εγένουμουν λαμνίν
(1874)
Ερμηνεία: Επί των άγαν ισχνών και εξησθενικόντων
Ντο εν η κονίδα και να εν και το ζωμίν ατς
(1874)
Τι έστιν η κόνις ώστε τι και τον ζωμόν αυτής;
Ακολουθώ αναβαίνω τον όνον άχρις αν εύρω τον ίππον
(1874)
Ερμηνεία: Δεν στέργειν τοις παρούσι ζητείν σε τα βελτίω
Ο Θεός δι τα φάβατα που κι έσ΄ δόντια να τρώη άτα
(1877)
Ο Θεός δίνει τα κουκιά σ' εκέινους που δεν έχουν δόντια
Μικρόν μωρό που κ' έχομε, τογ γέρον τάνα τάνα
(1874)
Μικρόν ούκ έχοντες νήπιον τον γέροντα κρατούμεν χορεύειν
Έρθεν σ΄απογεσμένα τα λάχανα
(1874)
Ερμηνεία: Επανήλθεν επί τας κεχεσμένας κράμβας
Ο Θεός όλα τα χάριτα έναν κι δι
(1874)
Ού πάντα χαρίεντα ενί Θεός δίδωσι
Όταν πονή του γείτονα σ' η κοιλία τρίψον κ' εσύ τ' εσόν
(1874)
Όταν ο γείτων σου αλγή την γαστέρα, τρίψον και συ την σεαυτού
Η κάτα οξείδιν πίνει;
(1874)
Η γαλή όξοις γένεται;
Γίνουμαι ζαντός και γαμώ την γειτονίαν
(1874)
Γίνομαι παράφρων, ίνα βλάπτω τους πλησίον
Μούδε 'ς σησ σιάμου μούδε 'ς σημ φάδην
(1874)
Ούτε εις τον στήμονα ούτε εις των κρόκων χρησιμεύει
Μ' ένα πήχεν όλους μετρά
(1874)
Ένι πήχει μετρεί πάντας
Ζάντι, ντο πονείς; - ήν τι α θέλω
(1874)
Δηλαδή άφρον, τι αλγείς; Ότι αν θέλω
Ο Θεός 'ς σο ρασίν κιορεί δε [στιβάζ] το σ'ον
(1896)
Ερμηνεία: Θεός ανταμείβει έκαστον κατά την αγαθών ή κακών αυτού προαίρεσιν
Ζήσον μουλάρ 'ς σο ρασίν κριθάρ έσπειρα
(1896)
Ερμηνεία: Επί των καναίς ελπίσι τρεφομένων
Όταν πονή του γείτονα σ' η κοιλία τρίψον κ' εσύ τ' εσόν
(1874)
Όταν ο γείτων σου αλγή την γαστέρα, τρίψον και συ την σεαυτού
Σκοινίν κί δίω 'ς σήν γούλα σ
(1874)
Δίω ή δίγω. = Σχοινίον ού δίδωμί σοι διά τον τράχηλόν σου (αγχόνην δηλ). Ερμηνεία: Λεγομένη πρός πολλάκις αγνωμονήσαντας
Η ψσή τημ ψσήν, όνταν κι θέλ', ποπά ντο στεφανώνεις;
(1874)
Όταν η ψυχή μου θέλη ψυχών, ιερεύ τι στέφεις;
Σύντεκνε 'ς σ' εμέτερα, σύντεκνε ΄ς σ' εσέτερα
(1874)
Ερμηνεία: Επί συνεχών αμοιβαίων επισκέψεων αλλ' ανθρώπων αργών κ “υπέρου περιστροφή”
Φασούλιν και φασούλιν γομώνει το σακκούλιν
(1874)
Φασιόλος με τα φασιόλου πληροί σακκίον
Να ζής μουλάριν να φας κριθάριν
(1874)
Ζώης ημίονε, ίνα φάγης κριθάς
Ατό και το μωρόν εγροί κ' άτο
(1874)
Τούτο και νήπιον αν γνοίη
Ο σκύλος που κ' εξέρ να υλάζ φερ τον λύκων ς σα πρό(γ)ατα
(1874)
Ο μη ειδώς υλάκτειν και των άγει των λύκων εις τα πρόβατα
Τον άγη – Γιώρην κουρτά μετά πλακία
(1874)
Τον άγιον Γεώργιον καταβροχθίζει μετά των πλακίων
Να σκεπάγεται κ εξέρ και παγ' σόν γάμον και ισάζ τ' αλλονών τα κεφάλια
(1874)
Εαυτήν ούκ επισταμένη αναδείν είς γάμον ελθούσα αλλοτρίας διορθούται κεφαλάς
Αυτός αφεαυτού του το έπαθες
(1874)
Ερμηνεία: Τους εαυτών πτέροις αλίσκεσθαι και οι κούροι ούτοι τοις εαυτών ιμάσι δεσμούνται
Πάππο, το μυτί σ υλίζ. Γυέμ' χειμωγκάς έν. Αρ εγώ την άνοιξιν πως εξέρω σε
(1877)
Ερμηνεία: Επί των αποδιδόντων τας εν αυτοίς τις καταστάσεις την εις τας περιστάσεις
Ο νους αυτ' πάγει ς σα βουνά κι ο λογισμός αυτ΄ς σ όρια
(1874)
Ο νους αυτού υπάγει εις τα όρη, ηδέ διάνοια (σκέψις) εις δάση
Εδώκα νερόν αφκάτ ατ
(1874)
Έχεα υπ' αυτόν ύδωρ
Σκοτίαν και δειλίαν κι τερεί
(1874)
Εις σκοτίαν και δειλίαν συ βλέπει(κτά το όχημα εν διαδυούν αντί ουδεν σκοτία δειλία
Ο σκύλον ντο μαθάν κι απομαθάν
(1874)
Ο κύων ο αν μάθη, ουκ αν απομάθοι
Κουφόν καμπάνα κι' αν χτυπάς τυφλόν κι' αν διαρμενεύης και μεθυσμένον αν κερνάς του κάκου τα γυρεύεις
(1874)
άχρηστον εις τετραμένον ή εις Δαναϊδών πίθον αντλείν
Ατά κοιλίαν κι γομώνουν
(1874)
Ταύτ ου πληρούσι την γαστερά
Τ' ομμάτια τ' είν' άμον αφτρία
(1874)
Ερμηνεία: Όσσε λαμπετάντε
Κι'αν παθάνης κι μαθάνεις
(1874)
Άε Νικόλα κώλεα χασέβ
(1896)
Ερμηνεία: Επί σφοδρού ψύχους, λέγεται και η απειλή
Από μάννας κ' εγέλασα, από κυρού κ' εχάρα από τη χώρας το παιδίν καλόν ημέραν εν είδα
(1874)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Ο Θεός από πάν κι αποφκά ετρύπεσεν κ' εφήκε σε
(1886)
Ο Θεός άνωθεν και κάτωθεν τρυπήσας κατέλιπε σε. Επί των εν ουδενί επιτηδείων
Όσα οτσάκια καπνίζουν μη θαρρείς πας μαγειρεύουν
(1874)
Πάσας τας εστίας, αφ' ων αναθρώσκει καπνός μη νόμιζε τροφάς έψειν
Μάρτ μουρτ αγέλαστε και ξεροχαλχάνιστε
(1874)
Σημείωση: Το μουρτ αγέλαστε πιθανώτατα γραπτίον μουρταγέλασε μεταθέσει φθόγγων, παρά το μουρταγέλασε γενόμενον, σημαίνει δε ο έχων μούτρα αγέλαστα διότι ήλ. Αινίττεται την ενίοτε των διαρκή του Μαρτίου κατήφειαν, ηδέ ...
Η κάτα έφερεν τομ πεντικόν μάρτυραν κι ο πεντικόν τ' ουράδιν ατ
(1874)
Ερμηνεία: Επί των προσαγωμένων μάρτυρας είτε τους εκ φόβου υπακούουντας αυτούς είτε οικείους
Ο Μάρτης αν μαρτεύκεται, η γραία φτειάει μουσκάρια
(1874)
Ο Μάρτιος αν δειχθεί όντως Μάρτιος (εύδιος) η γραία κτάται μόσχους
Άμον κλαιμένος Μάρτης
(1874)
Ως κλαίων Μάρτιος
Τον γυρευόν εποίκαν βασιλέαν και ξαν γυρευός έτον
(1886)
Ο επαίτης εις βασιλείαν καταστάς αυθίς επαίτης ην. Επί των δι΄ άγαν φειδωλίας πλουτισάντων, αύθις δεν πενιχρώς λίαν διαιτωμένεν. Ερμηνεία : «Πίθηκος εν πορφύρα», «παρ ότι οι φαύλοι καν καλόυς περιβληθώσι όμως»
Όποιος εσέν κι' φοβ[γ]άται τον Θεόν πάλ κι΄ φοβ[γ]΄αται
(1886)
Όσε μη φοβούμενος ουδέ τον Θεό φοβείται