Αναζήτηση
Αποτελέσματα 601-700 από 3101
Αν ήκουεν ο Θεός τω gοράκω!
(1963)
Δηλαδή:ο κακός λόγος δεν έχει αποτέλεσμα
Α με θέλης, θέλω σε, κι α δε με θέλης, χ..σε
(1963)
Λέγεται, όταν κάποιος αποκρούη τη φιλία σου, τον έρωτά σου
Επά 'δά καράβια πνίουdαι gαι 'ιά τσί λιμοβάρκες!
(1963)
Λέγεται όταν κάποιος παταπονείται για ασήμαντη ζημιά, μικροατύχημα, ενώ υπάρχουν άλλα πολύ μεγαλύτερα. Επά = εδώ, λιμόβαρκες = βαρκούλες, παλιόβαρκες
Επά 'δά καράβια πνίουdαι gαι 'ιά τσί παλιοβάρκες!
(1963)
Λέγεται όταν κάποιος παταπονείται για ασήμαντη ζημιά, μικροατύχημα, ενώ υπάρχουν άλλα πολύ μεγαλύτερα
Δε bροσκυνα bαζαίο – bαρότση
(1963)
Δηλαδή δεν υποτάσσεται σε κανένα
Κατά που μου ψάλλεις σου καλαναρχώ
(1963)
Καλαναρχώ = κανοναρχώ
Α τα καλοδουλεμένα παίρνει ο διάολος τα μισά και τα κακοδουλεμένα τα παίρνει όλα
(1963)
Υπονοείται ότι αδίκως αποκτηθέντα τα παίρνει όλα
Διαλεχτής Ζευγώλη – Γλέζου, Παροιμίες από την Απείρανθο της Νάξου, Αθήναι 1963, σελ. 112
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται για το θάνατο ή το ξενητεμό, Επά = εδώ
Όλα τάχει η Ζαφειρίτσα, μόν' ο φερετζες τσή λείπει
(1963)
Λέγεται όταν, ενώ μας λείπουν πολλά ουσιώδη, ζητούμε ή κάνωμε κάτι περιττό
Το κρασί τη gάρα σει
(1963)
Δηλαδή το κρασί ζαλίζει
Τ' αγαπά καρδιά d' αθρώπου, το καλύτερο dου κόσμου
(1930)
Εκείνο που αγαπά η καρδιά του ανθρώπου είναι το καλύτερο
Τα ίδια Παdελάκι μου, τα ίδια Παdελή μου
(1963)
Λέγεται, όταν επιμένη κανείς στο ίδιο πράγμα ή όταν λέη συνεχώς το ίδιο πράγμα. Επίσης λέγεται αντί του απλού “Τα ίδια”
Εμακρύναν οι ποδιές μας κι' εσκεπάσα τζι bοbές μας
(1963)
Τζι bοbές μας ή τζι bοbιές μας
Εώ στραβώνω και πουλώ κι' εσύ βλέπε (ή: φέgε) κι' αόραζε
(1963)
Δηλαδή, ο αγοραστής πρέπει να προσεξη να μην τον γελάση ο πωλητής, αλλοιώς δεν έχει δικαιωμα να παραπονείται
Πρωτακουστής, πρωτοκλαστής
(1963)
Συχαίνομαι τον dο νεκρό, να κοίτεται να κλάνη
(1928)
Ένας έκανε το νεκρό, η μοιρολογίστρα τον πάτησε και του 'φυγε ένας πόρδος
Το κολοκύθι, λέει, ρίχτει στη bάρο ζεστό
(1963)
Ρίχτει = πηγαίνει
Αβούθα με, καζοφτωχέ, να μη ενώ συνόμοιος του
(1928)
Αβουθώ = σηκώνω και βοηθώ κάποιο να σηκώση
Τ' αdρόϋνο τσ' Αιάς Παρασκευής
(1963)
Λέγεται ειρωνικά για ζευγάρια, που είναι πολύ αγαπημένα, που τα βλέπουμε συνεχώς μαζί και κυρίως λέγεται, όταν τα ζευγάρια αυτά είναι προχωρημένα στην ηλικία, άχαρα, φτωχά κ.τ.λ. Λέγεται και για αχώριστους φίλους ή φίλες.
Άμα λείπ' ο γάτης α τη γωνιά, χορέβγου dα ποdίκια
(1963)
Δηλαδή, όταν λείπη ο γονιός, ο προϊστάμενος, ο κηδεμών, δεν υπάρχει τάξη και πειθαρχεία στους μικρούς ή τους υφισταμένους
Το κολοκύθι, έχ' ακουστά πως ρίχτει στη bάρο ζεστό
(1963)
Ρίχτει = πηγαίνει
Α' τ'αϊά Δριά κι εκεί bηδά η μέρα, bηδά και του βοσκού η 'υναίκα
(1934)
Από του Αγίου Ανδρέου και εντεύθεν μεγαλώνει η μέρα, ή δε γυναίκα του βοσκού χαίρεται, διότι θα γεννήσουν τα αιγοπρόβατα
Άλλοι λαχταρούν τα ένια κι άλλοι κόβγου ρίχτουν(τα
(1925)
Ένια=γένια
Όλο dο gόσμο 'ύρισα, μα το gαλλίτερό μου δεν dον ηύρηκα
(1963)
Λέγεται όταν κανείς απογοητεύεται από τη συμπεριφορά των άλλων
Πολλά μαλλιά, λΐα μυαλά
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Αδίκως παν οι κόποι σου, την άμμος τοίχο κάνεις, νήλιο μαζώνεις, μάθια μου, αέρα τσουβαλιάζεις
(1963)
Τσουβαλιάζεις = βάζεις στο τσουβάλι, στο σακκί
Από πίττα, που δε φας, τι σε μέλει κι' α gαή;
(1963)
Δηλαδή δεν πρέπει να αναμιγνύεται κανείς σε υποθέσεις, που δεν τον αφορούν
Λόος π' ακουστή ψοματινός δεν είναι
(1963)
Δηλαδή ό,τι διαδοθή έχει κάποια βάση
Ήρθεν η πήχη στο παννί
(1963)
Ξενοθερίζω και τραουδώ, κακό χειμώνα πόχω
(1925)
Λέγεται για ένα φτωχό, που είναι ξέγνοιαστος και γενικώς για ένα, που δεν υπολογίζει τις συνέπειες της ξεγνοιασιάς του
Ο Θεός του ζωdοβόλου 'ν' ο αγάς του
(1963)
Δηλαδή όπως ο άνθρωπος εξαρτάται από το Θεό, έτσι και το ζώο εξαρτάται από τον άνθρωπο, επομένως πρέπει να το φροντίζη
Δε νοά να μοιράση δυο αδάρ' άχερα
(1925)
Παλιομοιραστή ηύρες να σας το μοιράση το πράμα, δε νοά να μοιράση δυπ αδάρ' (γαϊδάρων) άχερα
Δεν νοάς να μοιράσης δυο άδαρ' άχερα
(1925)
Άχερα = έτσι 'ναι η φράση
Ή αβάτζου ή καβάτζου
(1963)
Λέγεται, όταν κάνης μια κουτουράδα, δηλ. Ή θα κερδίσης πολλά ή θα καταστραφής
Εδιάηκε σα τζη Λαbρής τ' αβγά
(1963)
Λέγεται όταν σπαταληθή κάτι και μάλιστα γρήγορα
Δε gάνει το ρούχο τον άθρωπο
(1963)
Λέγεται για παρηγοριά, όταν δε έχη κανείς ρούχα
Ποιος θα παινέση το αbρό; Η πεθερά κι' η νύφη
(1963)
Λέγεται, όταν επαινή κανένας κάποιον ή κάτι δικό του
Ότι να μη φελά ο καραβοκιούρης, το ρίχνει το καράβ' όξω
(1963)
Λέγεται για κακό νοικοκυριό για κακή διοίκηση
Έχει καρδιές, μα έχει και καρδουλάκια
(1963)
Δηλαδή η ευαισθησία όλων των ανθρώπων δεν είναι ίδια
Κάνει ο λύκος παστουρμά
(1963)
Δηλαδή ό,τι μας αρέσει, δεν έχομε την αντοχή να μην το καταναλώσωμε αμέσως
Νάξερεν, είdα του μαερεύγει το τσικαλάκι dου
(1963)
Λέγεται για αμέριμνο, που δεν προμαντεύει ένα κακό, που ήδη έχει γίνει ή που τον περιμένει σε λίγο
Νάξερεν, είdα του μαερεύγει το τσικάλι dου
(1963)
Λέγεται για αμέριμνο, που δεν προμαντεύει ένα κακό, που ήδη έχει γίνει ή που τον περιμένει σε λίγο
Κι' απού το μελίdακά 'χομεν ανάgη
(1963)
Δηλαδή και από τον πλέον αδύνατον έχει κανείς ανάγκη
Κουλούρ' εκεί που μέλλεσαι κι' όχι εκεί που πλάθεσαι
(1963)
Λέγεται όταν, ενώ κάτι προορίζεται για ωρισμένο πρόσωπο, το καρπούται άλλος
Hύρε dο μήνα, που θρέφει τσ' έdεκα
(1963)
Λέγεται όταν κάποιος τακτοποιηθή άνετα, ανέξοδα και άκοπα
Βγάνει απού τη μυία αξόgι
(1963)
Λέγεται για άνθρωπο, που προσπαθεί να κερδίση από το κάθε τι, έστω και από το πιο ασήμαντο
Ας αλέθ' ο μύλος κι' ας μουgρίζ' ο χοίρος
(1963)
Αφού αλέθει ο μύλος, θα φάη συνεχώς ο χοίρος
Ηπιανέ σου, κασσιδιάρη, μαργαριταρένιο σκιαδί
(1963)
Λέγεται όταν κάποιος δεν ικανοποιείτε με κάτι, ενώ αυτό είναι ανώτερο από ό,τι του άξιζε
Απού (ή α) την gεφαλή βρωμίζει το ψάρι
(1963)
Δηλαδή η φθορά ενός τόπου αρχίζει από την ηγεσία
Α δε gλάψη το παιδί, η μάνα dου βυζί δε dου δώνει
(1963)
Δηλαδή, όποιος δεν ζητά, δεν του δίνει κανείς τίποτε
Δε gάνου dα λεφτά τόν άθρωπο
(1963)
Το μοναστήρι να' gαλά...
(1963)
Μίλιε του κοράκου να σου λέη “κρα”
(1963)
Λέγεται όταν κάποιος επιμένει σε κάτι, λέγοντας και ξαναλέγοντας τα ίδια, ενώ ένας άλλος του αποδεικνύει ότι αυτό που λέει δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθή
Έbα, αμολόχα μου, κι' έβγα, ατσικνούδα μου
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση συχνής αλλαγής ή επιπολαίας τοποθετήσεώς μας μπροστά σε σοβαρά πράγματα
Ηκάμε gι' η ψείρα κώλο κι' ήχεσε dο gόσμον όλο
(1963)
Λέγεται όταν κάποιος περηφανεύεται για μια σήμαντη βελτίωση της θέσεώς του
Κι' εσύ κακό χειρόβολο κι' εω κακό δεμάτι
(1963)
Λέγεται όταν δύο άνθρωποι δεν συμφωνούν και αναγνωρίζει καθένας την υπαιτιότητά του
Μεγάλο gαράβι, μεγάλη φουρτούνα
(1963)
Δηλαδή όσο μεγαλύτερο, όσο πιο εκτεταμένο και πολύπλοκο είναι κάτι είναι και ανάλογα δυσκολοκυβέρνητο
Η κόρη, κι΄ αν εχάλασε, dα μαύρα μάθια τάχει
(1963)
Δηλαδή κι αν υποστή κανείς μια φθορά, μια αλλαγή, το καλό, που τυχόν είχε, το διατηρεί κάπως
Άμα δε μάθης μικρός, μεγάλος δε μαθαίνεις
(1963)
Δηλαδή ο άνθρωπος μαθαίνει εύκολα, όταν είναι ακόμη νέος
Ας μυρίζη τση bουάδας κι' ας βρωμή του λοgού
(1963)
Λέγεται για τα ρούχα. Να είναι δηλ. μπουγαδιασμένα και δεν πειράζει, αν το ξεβγάλημά τους δεν είναι και τέλειο
Ας μυρίζη του λοgού κι' ας βρωμή τσ' ανηπλυσάς
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Ας μυρίζη του νερού
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Ξενοθερίζω και τραουδώ, κακό χειμώνα πόχω
(1963)
Λέγεται για ένα φτωχό, που είναι ξέγνοιαστος και γενικώς για ένα, που δεν υπολογίζει τις συνέπειες της ξεγνοιασιάς του
Και το λϊο τση γρϊάς καλό τση κάνει
(1963)
Δηλαδή παρά το τίποτε καλό είναι και το λίγο
Νηστικός εχάφτη μυία κάλλια τίοτα
(1963)
Κάλλια τίοτα = παρά τίοτα, τίοτα = κάτι, τίοτα = τίποτα
Άσκεφτος ο νους, διπλός ο κόπος
(1963)
Δηλαδή όποιος δεν έχει μυαλό να σκεφθή ή να θυμηθεί εκείνο, που πρέπει να κάμη, κουράζεται διπλά
Κάλλια ξέρ' ο λωλός νοικοκιούρης παρά το φρένιμο 'είτονα
(1963)
Ο κάθε άνθρωπος, όσο ανόητος κι' αν είναι, ακόμα και τρελός, ξέρει να διευθύνη τις υποθέσεις του καλύτερα από οποιονδήποτε τρίτον
Όσα ξέρ' ο νοικοκιούρης, δε dα ξέρ' ο κόσμος όλος
(1963)
Δηλαδή ο καθένας γνωρίζει καλά, ποιο είναι το συμφέρον του
Βάνου dο λωλό να βγάλη το φίδ' απού τη dρύπα
(1963)
Λέγεται όταν αναθέτουν σε κάποιον μαλακό, πρόθυμον άνθρωπο μια επικίνδυνη, δυσάρεστη αποστολή
Ο Νάχας κι' ο Νάβρας ήτον' αδέρφια, κι' ο Καμενάχης (ήτονε) πρώτος αξάδερφος
(1963)
Λέγεται όταν κανείς στηρίζεται σε υποθέσεις και κυρίως, όταν λέη Νάχα... Νάβρησκα...
Σιχαίνομαι το dο νεκρό να κοίτεται να κλάνη
(1963)
Λέγεται για να εκφράση δυσφορία για μια υπερβολή, για μιαν εξεζητημένη πράξη
Αλίς στο νιο που ξαγρυπνά, στο 'έρο που κοιμάται
(1963)
Δηλαδή ο νέος που ξενυχτά φθείρεται, καταστρέφεται, ο γέρος πάλι που δεν έχει πια ύπνο σημαίνει πως βρίσκεται προς το τέλος του
Ας μυρίζη του λοgού
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Και το νερό θέλει οικονομία
(1963)
Δηλαδή και το νερό ακόμα πρέπει να το οικονομούμε, γιατί είναι κόπος να το φέρνωμε από τη βρύση με το σταμνί
Τση dεbέλας η κλωστή είναι πάdα μακρϋά
(1963)
Λέγεται, όταν δούμε μεγάλη κλωστή σε βελόνα. Είναι κυρίως διδακτική σε κοπέλα, ώστε να μη συνηθίση να βάζη κλωστή μεγάλη, γιατί αυτή δυσχεραίνει το ράψιμο
Εδιάηκα 'ια μαλλί κι ήβγηκα κουρεμένος
(1963)
Λέγεται, όταν κάνη κανείς κάτι αποβλέποντας εις κέρδος και τελικώς ζημιώνεται ηθικώς ή υλικώς
Όμοιος τον όμοιον αγαπά κι η κουπρϊά τα λάχανα
(1963)
Λέγεται, όταν συμφωνούν δυο άνθρωποι λόγω ομοιότητος ελαττωμάτων
Ήπιασά σε, φασολά μου;
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Α δε gουνήση η 'υναίκα τη νοριά τζη, δε bάει ο άdρασ κοdά τζη
(1963)
Δηλαδή η γυναίκα είναι που προκαλεί