Αναζήτηση
Αποτελέσματα 3001-3100 από 3101
Ο θεός να σε γλυτώνη απού τη μέση τσ' αργαθιάς κι' απ' άκρηα τση τάβλας
(1963)
Ερμηνεία: Δηλ. Στη μέση της εργατιάς πρέπει να εργάζεσαι εντατικά, στην άκρη του τραπεζιού δεν προφταίνεις να πάρης πολύ φαγητό, τάβλα= του τραπεζιού
Και τ' άλλο τ' αποδέλοιπο μεσ' στου Παραμεριάρη
(1963)
Λέγεται όταν λέη κανείς κάτι και δεν έχη την ικανότητα να το τελειώση, κυρίως δε σε τραγούδι ή σε μοιρολόϊ. Παραμεριάρη = τοποθεσία, συνοικία της Απειράνθου, όπου υπάρχει ένα κατωφερικό μικρό κτήμα και ρίχνουν κάποτε άχρηστα ...
Άλλοι λαχταρού dα 'ένεια κι' άλλοι κόβγου ρίχτου dα
(1963)
Λέγεται όταν κάποιος σπαταλά πράγματα που άλλοι τα στερούνται, π.χ. Μωρή μα τα ωραία σύκα 'φτά ρίχτετε του χοίρου; Άλλοι λαχταρού... Υπάρχει άθρωπος που δεν έχει ένα στόμα dό 'φέτι βαλημένο
Ας έχη η τάβλα μου ψωμί κι΄ ας λείπη το μαdήλι
(1963)
Δηλαδή : πρέπει να φροντίζωμε για το αναγκαίο και ας λείπη το περιττό
Και με τα χίλια βάσανα πάλι η ζωή γλυκειά 'ναι κι όποιος το θάνατο ζητά πρέπει τρελλός για να 'ναι
(1963)
Λέγεται και μόνο ο πρώτος στίχος
Να δά σα τζι θεριστάδες ότι νάβρουνε κανένα δεdρουλάκι και σταματήξουν απουκάτω, που λένε των αλλονώ : “ Πως κάνετε, καμένοι, μες στο ήλιο;”. Πως αντέχετε μες στο νήλιο; αι καμένο θέρος επά!
(1963)
Λέγεται, όταν λησμονής τις δικές σου ταλαιπωρίες και λυπάσαι για παρόμοιες ενός άλλου. Οι θεριστές το λένε σαν αστείο
Σα βάλη ο ήλιος φράgικα και το φεγγάρι φέσι
(1963)
Φράgικα = πανταλόνια, φράγκικο, Από δίστιχο, που ο δεύτερος στίχος του είναι : ετότες κι' η αγάπη μας θα πάη αλλού να πέση. Λέγεται για ένα πράγμα, που δεν μπορεί οπωσδήποτε να γίνη
Σπάς αβγό ή χύνεσαι!
(1963)
Εκφράζει ελαφρά δυσφορία κυρίως σε περιπτωση ασυνεννοησίας,υπαναχωρήσεως κτλ. Π.χ. Ήρθα να μου δανείσης ένα χιλιάρικο. -Καλέ να χαρώ τα παιδιά μου κι' α δεν είν' ένα bενηdάρι, ότι όρος λεφτό κι αν υπάρχη μες στο σπίτι μας. ...
Η Βαρβάρα βαρβαρώνει κι' άης Σάββας σαβανώνει κι' άης Νικόλας παραχώνει
(1963)
Η Βαρβάρα σημαίνει η Αγία Βαρβάρα και στερεώνει σημαίνει στερεώνει τη χιονιά, την κακοκαιρία
Πράμα που δε bορείς να μου το δώσης, μη μου το αφαιράς
(1963)
Π. χ. “Τη bροχτές ήμου στο Κατήφορο (συνοικία της Απειράνθου) κι' επέρασα αποκεί στου bελϊοτοδημήτρη κι' εκάθουdανε στο νήλιο κι' ήρθεν ένα gοπελάκι κι' εσταμάτηξεν αbρός τους και τουπε. “Φεύγα αποbρός στο νήλιο”. Η παροιμία ...
Απρίλης, Γρύλλης τέσσερις κι ο Μαιτσούκλης πέdε
(1963)
Λέγεται όταν ή από αφέλεια ή και από πρόθεση εμφανίζη κανείς περισσότερο από όσο πραγματικά είναι ένα χρονικό διάστημα. Επίσης όταν συμβή εγκυμοσύνη πριν από γάμο, και προσπαθούν οι συγγενείς να μη φανή λογαριάζοντας έτσι ...
Επόμεινε σα dο Ίάννη στο Μετόχι
(1963)
Έμεινε μόνος, έκθετος, έρημος
Εώ βαφτίζω και μυρώνω κι' άρα ζήση κι' άρα ψοφήση
(1963)
Λέγαται, για δουλειά, που γίνεται βιαστικά, πρόχειρα, άτακτα, χωρίς ενδιαφέρον για το αποτέλεσμα. Υπάρχει ο ακόλουθος μύθος: “Αλλότες εβαφτίζανε τα παιδιά πριν απο οχτώ μερώ κι' αμαν ήτονε κανένα γρινιάρικκο 'λέανε να το ...
Άμα θέλη κανείς να σκοτώση τη 'υναίκα dου, να πάρη 'έρικο βουδινό να τση πάη να μαερέψη
(1963)
Λέγεται, επειδή το γέρικο βοδινό φυραίνει. Αλληγορικά για όσους γυρεύουν αφορμή για γκρίνια. Π.χ. Βουδαλιά (= βοδινό κρέας) πουλούνε. Χμ! Ένας γεροdόβουνος είναι, που θέλει αλούσα(= Αλυσίβα), 'ια να μαερεφτή. Ευτός εδά ...
Εβόλεψα τα 'δα κι' εώ σα dο Στρατηχότζα …
(1963)
Λέγεται για φαινομενική μάλλον ρυθμίση μιας υποθέσεως. Από την Ναστραδίν Χότζα : Ο Στρατηχότζας, λε', εχρωστίε gαμμιά βολά τρακόσα γρόσα κανενούς και τον είδε, λέει, μιαν ημέρα 'νας φίλος του, που τόξερε, gαι τον ερώτηξεν, ...
Βούδι σελλάτ αόραζε καί άδαρο καbούρη, 'υναίκα γλινοκάπουλη, χοίρο μακρυομούρη
(1963)
Σελλάτ = μέ καμπυλωτή ράχη. Γλινοκάπουλη = με λιγνά καπούλια. Π.χ. “Μουρέ, μά 'φτή dη χοdρέλα θά πάρης; Δέν έχεις ακουστά, πού λέει το λακριδί, πώς βούδι σελλάτ' αόραζε...”
Το άδαρο μου θα βάλω να gαρίση
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση αδιαφορίας, π. χ. Δε τζη ξαναμιλώ, χιλιώ χρονώ να ενώ, Ακούς ο καμός τση, το αδαρό τζη θα βάλη να gανίση
Χαρά στο νιο τον άγρυπνο, το 'έρο που κοιμάται
(1963)
Δηλαδή, όταν ο νέος και στο κρεβάτι ακόμα ανησυχή για τη δουλειά του, εξασφαλίζει καλά γεράματα, κι' όταν πάλι ο γέρος κοιμάται, σημαίνει ότι δεν έχει έννοιες, ζει καλά
Να κουβαλή ο άdρας με το φκυάρι και να βγάνη κι η ΄υναίκα με το κουτάλι, πάλι δεν bροφταίνει ο άdρας
(1963)
Φκυάρι= φτυάρι. Λέγεται για τη γυναίκα τη σπάταλη, που είναι κακή νοικοκυρά
Όλοι μέρα μες στο νήλιο και ξερό ψωμί και λΐο. Και το βράδυ, το καμένο, αρακά μαερεμένο
(1963)
Λΐο = λίγο , καμένο = καημένο
Ο Θεός κατά τα ρούχα μοιράζει και το κρύο
(1963)
Δηλαδή: Ο Θεός τα ισοζυγίζει όλα. Π.χ. -Εμείς δεν έχομε bολλά φαιά, μα σαν ο Θεός κι' ειμεσταν ανούφαοι. Λέει -Μα δεν έχει ακουστά, πως ο Θεός κατά τα ρούχα μοιράζει και το κρύο
Να 'δα η καμήλα οdε dην ερωτούσα, είdα τσ' αρέσει καλύτερα τ' ανήφορο ή το κατήφορο, λέει, και μα 'χάθηκεν η ισοπαθιά;
(1963)
Δηλαδή ο μέσος δρόμος είναι ο πιο άνετος
Ποτέ να μη bάρης ένα gακορίζικο bαιδί, πως έχει καλοί 'ονείς, και ποτέ πάλι να μην αφήσης ένα gαλό bαιδί, πως έχει κακορίζικοι 'ονείς
(1963)
Δηλαδή είναι δυνατον τα παιδιά να μη μοιάζουν με τους γονείς τω
Οπόχει θηλυκό bαιδί, πουτάνα να μη βρίση, κι' οπόχει αρσενικό, κερατά να μη bη
(1963)
Δηλαδή όταν έχη κανείς παιδιά, δεν πρέπει να κακολογή, επειδή είναι δυνατό και τα παιδιά του να υποπέσουν σε παραπτώματα//Οπόχει = Όποιος έχει, εκείνος που έχει
Χμ! Ο κουλουρονόρης σκύλος, όdε dο 'βάλανε τη νοριά dου να ισάνη μες στο καλαμοκάνι...
(1963)
Λέγεται για όποιον δεν αλλάζει τα φυσικά του
Ό,τ' σουλατσαρήση κανείς, το παθαίνει
(1963)
Αναγορεύω=υπενθυμίζω όλη την ώρα ένα καλό που έκαμα, διατυμπανίζω. Σουλατσαρήση=κοροϊδέψη
Η εδιά παιδιά δέ gάνει (ή: δέν έχει), κι' ά dά κάμη, δέ φελούνε
(1963)
Δηλαδή, η καλή δουλειά δέν γίνεται με βιασύνη
Τση 'υναίκας α τζ' ήλειπεν η πλύση κι' η 'έννα, ποτέ τση δεν εέρνα
(1963)
Δηλαδή, αυτά τα δυό κουράζουν, καταβάλλουν την γυναίκα
Ότι να θωρής εγλιαίο 'ύρευγε στερλιέο. Κι' οτι θωρής βοριά, 'ια περίμενε χιονιά
(1963)
Ακουστά έχω πως ήτονε κανένας τσεβδός = τραυλός, και τόλεεν ετσάιαδε = έτσιδα. Εγλιαίο = εγραίο, στερλιέο = στερεό
Εγλυκάθην η γρϊά τα σύκα και το βράδυ τανεζήτα
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται όταν συνηθίση κανείς κάτι ευχάριστο κι' όλο το ζητά ή το θέλει. Λέγεται και μόνον ο πρώτος στίχος, τανεζήτα= τα αναζητούσε, τα επιθυμούσε. Ίσως αναφέρεται και σε ερωτική επιθυμία
Μα 'φτό 'δά, λέει, θαμάζομαι κι εώ
(1963)
Δηλ. Γι αυτό κι εγώ απορώ. Έχει έννοια ειρωνική. Από τον Ναστραδίν Χότζα. Μια βόλα διάηκεν ο στρατηχότζας κι ήβγανε, λέει, σ' ένα bοτιστικό κρομμύδια κι εδιάηκεν εκείνος πούχε dο ποτιστικό κι 'ήπιασε dονέ, λέει, βρέ είdα ...
Τ' Άη Λιά με το μα(ντ)ήλι, του Χριστού με το κοφίνι
(1963)
Λέγεται για τα σταφύλια. Του προφήτη Ηλία είναι λίγα τα ώριμα και βρίσκει κανείς να γεμίση μόλις ένα μαντήλι, ενώ του Χριστού μπορεί να βρή να γεμίση και κοφίνι ακόμα
Ποιός σουβγαλε dο μάτι σου; λε', ο αδερφός μου, λέει, Α! τα 'φτό είν' ετσά βαθειά βγαλημένο;
(1963)
Δηλαδή, το κακό που μας κάνει ο συγγενής μας, είναι βαρύ σκληρό
Το gαιρό πο' 'σώσαμεν, άdρα μου, ή εσύ ν' απεθάνης ή εώ να χηρέψω
(1963)
Λέγεται συνήθως το πρώτο μέρος, για να χαρακτηρίση κακή κατάσταση. Πολλές φορές ακολουθεί και το δεύτερο σαν αστείο. Π.χ. “Ήτονε, λέει, καμμιά κακιάς διαγωγής κι' εγρίνιαζε με τον άdρα τζη και του τόπε. Και τώρα το λένε, ...
Σα bο' καταdήσαμεν άdρα μου, ή εσύ ν' απεθάνης ή εώ να χηρέψω
(1963)
Λέγεται συνήθως το πρώτο μέρος, για να χαρακτηρίση κακή κατάσταση. Πολλές φορές ακολουθεί και το δεύτερο σαν αστείο. Π.χ. “Ήτονε, λέει, καμμιά κακιάς διαγωγής κι' εγρίνιαζε με τον άdρα τζη και του τόπε. Και τώρα το λένε, ...
Ασ' το το πελελό bουλί να πά' να παραδίση, να κατελύση τα φορεί κι' απέκειο να 'υρίση
(1963)
Λέγεται, όταν κάποιος θέλη να φύγη από τον τόπο του, ενώ προβλέπεται ότι δεν πρόκειται να κερδίση μ' αυτό τίποτε (πελελό=απολωλός, παλαβό, ανόητο, τρελό), (παραδίση=να παροδεύση, δηλ. Να αλητέψη, να βγη από το δρόμο του), ...
Ήβαψες εσύ την αξίνη μου; θα βάψω κι' εω το νι νι σου
(1963)
Αντιστοιχεί προς το “Οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος”
Το άδαρο μου θα βάλω να gανίση
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση αδιαφορίας, π. χ. Δε τζη ξαναμιλώ, χιλιώ χρονώ να ενώ, Ακούς ο καμός τση, το αδαρό τζη θα βάλη να gανίση
Το πρώτο gάστρι φαίνεται τση κόρης παναύρι, το δεύτερο τση φαίνεται ο κόσμος πως θα 'ύρη
(1963)
Δηλαδή, η πείρα διδάσκει
Όdεν ήμου νιός δεν εσάλεβγα και τώρα πο' 'έρασα πετώ κι' εώ, σα dον όγδουρα
(1963)
Προέρχεται από αίνιγμα. Λέγεται για ηλικιωμένο, που αρχίζει να γίνεται δραστήριος
Χαρά στο νιο που ξαγρυπνά, το 'έρο που κοιμάται
(1963)
Δηλαδή, όταν ο νέος και στο κρεβάτι ακόμα ανησυχή για τη δουλειά του, εξασφαλίζει καλά γεράματα, κι' όταν πάλι ο γέρος κοιμάται, σημαίνει ότι δεν έχει έννοιες, ζει καλά
Δεν είν' εδά και τσή 'ούννας μου μαλλί
(1963)
Λέγεται όταν συνεχώς μας απασχολή ένα πρόσωπο, μας ενοχλή, μας επιβαρύνη ηθικώς ή υλικώς. Π.χ. “Εφάασι μας κι ευτές. Ότι τωνε χρειαστή επά θαράξουσι. Εφτά βολές έχω μετρημένα σήμερα κι είναι φερμένες για τίοτα. Και με ...
Η καμήλα δε θωρεί τη δικιά τζη καbούρα, μόνου θωρεί του παιδιού τζη
(1963)
Λέγεται , όταν βλέπης το ελάττωμα του άλλου και δεν βλέπης το δικό σου
Όποιος έχει και κακοζεί, με το dάνος του
(1963)
Dάνος = χρονία
Ό,τι θές παπά μου, κι απέκειο τρώμε
(1963)
Λέγεται σαν αστείοι, αντί του απλού: “Ό,τι θές”, αλλά που δείχνει συγχρόνως και τη δική μας προτίμηση
Ό,τι θές άdρα μου, κι απέκειο τρώμε
(1963)
Λέγεται σαν αστείοι, αντί του απλού: “Ό,τι θές”, αλλά που δείχνει συγχρόνως και τη δική μας προτίμηση
Ακλουθά μου ο πίθος κι ο ροός και φαίνομαι καματερός
(1963)
Ροός=είδος στέρνας για αποθήκευση των δημητριακών
Ένα dι θα κάμη κανείς ν' ακουστή
(1963)
Παραδείγματος χάρη: “Δουλειά ήτονε τώρα 'φτη να πάη να τρϋά τ' αbέλια των ανθρώπω να τόνε πιάσουσι να ενή ρεζίλι; -Μα ένα d' εδά θα...” Di=τι, κάτι, ν' ακουστή=να γίνη γνωστός, d' εδά=λέγεται ειρωνικώς εδώ
Ιά τη χάρη τσ' Ευγαgελίστρας πρέπει ν' αοράσης ψάρι να φας, κι α δεν έχης ν' αοράσης, να κλέψης να φας. Α δε bορης να κλέψης, νάβρης μες στη ρύμνη ένα gοκκαλάκι να το γλείψης
(1963)
Δηλαδή, επιβάλλεται την ημέρα του Ευαγγελισμού να φας ψάρι
Να 'δα κείνος πούριχτε dα σκαμνιά dωνε κάτω 'ια να βρίσκη αφορμή να σκοτώνη τη 'υναίκα dου
(1963)
Ερμηνεία: Λέγονται για αναιτιολόγητη γκρίνια
Όποιος έχει τα δυύ dου μάθια, αοράζει 'έννημα, κι' όποιος έχει τόνα, αοράζ' αλεύρι, κι' όποιος είναι στραβός, αοράζει ψωμί
(1963)
Δηλαδή, το οικονομικώτερο είναι ν' αγοράζη κανείς σμιγό, λιγώτερο οικονομικό ν' αγοράζη αλεύρι και ακόμη λιγώτερο ν' αγοράζη ψωμί
Να πας μ' έναν αφεdικό που να μη φορή ούννα, ιά να βάλης κι' εσ' αbά.Άμα bάς μ' έναν αφεdικό και φόρ' αbά, είdα να βάλης εσύ;
(1963)
Αbά=ρούχο ευτελές, χοντροφτιαγμένο. Δηλαδή πρέπει να εργάζεσαι κοντά σε πλούσιο για να αμοίβεσαι ικανοποιητικά.
Εγλυκάθην η γρϊά τα σύκα κι' όλη μέρα τανεζήτα
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται όταν συνηθίση κανείς κάτι ευχάριστο κι' όλο το ζητά ή το θέλει. Λέγεται και μόνον ο πρώτος στίχος, τανεζήτα= τα αναζητούσε, τα επιθυμούσε. Ίσως αναφέρεται και σε ερωτική επιθυμία
Ο ένας άθρωπος γίνεται σκατοένης και πάει και πειράζει τον άλλο
(1963)
Λέγεται, όταν από αφορμή ενός επισκέπτη γίνη κάποιο ατύχημα κάποια περιπλοκή
Ο χωριάτης βάνει το σκοινί μονό και δέ σώνει και το βάνει και διπλό και περισσεύγει
(1963)
Λέγεται, όταν κάνης οικονομία, που οδηγεί σε ζημία
Όdε ζυμώσης, χόρτασε, κι όdε χοιροσφαΐσης κι ότι να gίξης το κρασί κι όdε dο σακκουλίσης
(1963)
Δηλαδή κατά την εποχή της συγκομιδής μπορεί κανείς να κάμη μεγαλύτερη από την συνηθισμένη κατανάλωση
Τσή καλομοίρας το παιδί το πρώτο νάναι θηλυκό
(1963)
Λέγεται σαν παρηγοριά, όταν το πρώτο παιδί γεννηθή κορίτσι, ενώ οι γονείς το ήθελαν αγόρι. Δηλ., είναι τυχερή η μητέρα, γιατί θα μεγαλώση να τη βοηθά στις δουλειές του σπιτιού. Επίσης λέγεται και όταν θέλουν να είναι κορίτσι ...
Να 'δα 'κείνος, πο' 'θώριε dου κρϊού τα νιτερέσα κι' εκρέμουdανε κι' ενέμενέ dα να πέσουνε να τα φάη
(1963)
Λέγεται για τους τεμπέληδες και τους αμέριμνους, που περιμένουν απ' την τύχη
Εξέχασα πώς είχ' άdρα κι' ήπαιζα με τα κοπέλια
(1963)
Λέγεται κυριολεκτικώς και μεταφορικώς. Π.χ. “Ω δουλειές που τσ' έχω! Ήπιασα τη gουβέdα κι' εξέχασά τσι. Εσ' εδά την ήμοιασες, εκεινής bου λέει, πως εξέχασα πως είχ' άdρα....”
Αν είναι ρόδο, ναθίση θέλει κι αν είναι gαστρωμένη, να 'εννήση θέλει
(1963)
Λέγεται για κάτι, που θα το δείξει ο καιρός. Συνήθως λέγεται μόνο ο πρώτος στίχος. Ναθίση = να ανθίση, εννήση = θα γεννήση
Που όλοι 'ελού 'ια 'μένα κι ήσκασα κι ε – α τα 'έλοια
(1963)
Λέγεται όταν περιγελούν κάποιον και ή δεν το καταλαβαίνει ή προσποιείται ότι δεν το καταλαβαίνει και γελά κι εκείνος μαζί με τους άλλους
Τσι 'έροdες μη τζ' αρωτάτε, 'ιατί θέσι φαΐ
(1963)
Δηλαδή, οι γέροντες έχουν ανάγκη καλής τροφής
Δε μ' εσώνα dα δικά μου, μόνο 'χω και τα πατρονικά μου
(1963)
Λέγεται, όταν εκτός από τις δικές σου έγνοιες, τις δικές σου δουλειές, τους δικούς σου περισπασμούς και καημούς, σου τυχαίνουν και ξένοι
Έχει και χεριάρικα, έχει και dραπανιάρικα
(1963)
Δηλαδή : υπάρχουν και καλά και κακά Π.χ. “ - Μα ήτον΄ εφέτι οι βαθμοί του Μανώλη καλοί; - Χμ! Είχε gαί χεριάρικοι, είχε gαι dραπανιάρικοι”. Κυριολεκτικώς λέγεται για τα σπαρτά. “Κανένας, λε΄, εδιάηκε να ΄υρίση τα σπαρμένα ...
Καθαένας τάχει dουραδάκι απίσω dου και δε σώνει να ΄υρίση να τα δη και λέει ΄ιά τον αλλο
(1963)
Αντίστοιχη προς το “έκαστος δύο πήρας φέρει”
Ο κάθα είς στο δικό dου σπίτι κι' ο Θεός σε όλα
(1963)
Δηλαδή: ο καθένας διευθύνει το σπίτι του κι ο Θεός τα διευθύνει όλα. Λέγεται και όταν τα μέλη μιας συντροφιάς αποσύρωνται το καθένα στο σπίτι του
Ο νιός, κι΄ ά δεν εθέριζε, gι΄ η νιά, κι΄ ά δεν εέννα, το βούδ΄, ά δεν ελώνευγε, bοτέ του δεν εέρνα
(1963)
Χαρακτηρίζει τη φθορά, που φέρνει ο θερισμός, ο τοκετός και το αλώνισμα
Ο νιός, ά δεν εθέριζε, gι΄ η κόρ΄, ά δεν εέννα, το βούδ΄, ά δεν ελώνευγε, bοτές του δεν εέρνα
(1963)
Χαρακτηρίζει τη φθορά, που φέρνει ο θερισμός, ο τοκετός και το αλώνισμα
Εκείνος που δεν έχει παιδιά έχει ένα gάμο μα 'κείνος πόχει έχει χίλιοι
(1963)
Δηλαδή ένα gάμο = καημό, επειδή δεν έχει παιδί, πόχει = δηλαδή που έχει παιδιά, χίλιοι = χίλιους καημούς, επειδή έχει πολλές φροντίδες
Ήκουα κι' εω Βλακάδες κι εκείνοι 'ν' ανέμοι και κρϋάδες, (η εκείνο)
(1963)
Βλακάδες = είναι επώνυμο : Βλακός
Άλλα μελετού dα βούδια κι' άλλα κάνει ο ζευγάς
(1963)
Λέγεται, όταν σχεδιάζωμε κάτι και ανατρέπονται τα σχέδιά μας. Π.χ. Σήμερα 'λοάριαζα πως θα περιματίζω και πού να ξέρω, είdα θα μου dύχη. -Χμ! Άλλα μελετούνε, λέει, τα βούδια
Όλη μέρ΄ αρνί gαι ρίφι και το βράδυ, λέει “Άψε μου κερά, το λύχνο”, να κουρέψω δέκα
(1963)
Καμμιά 'υναίκα, λέ, είχε bρουζίνικα κι ήβαλεν ένα μια βολά να τση τα κουρέψη κι εκούρευγε, λέει, όλη μέρα ΄ναν αρνί κι ένα ρίφι και το βράδυ τσ΄είπε να τάψη το λύχνο να κουρέψη πέdε – δέκα
Τρόπος δέν είναι νά κρυφτή ο βήχας κι' η αγάπη, 'ιάτ' είναι πράμα φανερό, σά dό κερί π' ανάφτει
(1963)
Λέγεται, όταν βήχη κανείς ή όταν είναι ερωτευμένος
Μα είπα σου, πως δε θα βρεξω (ή : πως δε βρέχω) μα είπα σου και πως δε θα θρέψω (ή : πως δε gανω)
(1963)
Δηλαδή, δεν μπορείς να στηρίζεσαι σε ένα μόνον δεδομένο
Δεν έχω κάκια του θεού κι αμάχη με το χάρο, μόνου τσή πικροούλας μου, που μου ζητά να φάω
(1963)
Είναι παλαιό μοιρολόϊ. Λέγεται και μόνο ο πρώτος στίχος. Λέγεται και κυριολεκτικώς και μεταφορικώς, όταν δεν αιτιάσαι παρά μόνο τον εαυτό σου.
Ο θεός να σε φυλάη απού το ΄έρο το γρινιάρη κι ΄απού το βοριά το συβροχιάρη
(1963)
Δηλαδή και ο γκρινιάρης γέρος και ο βοριάς ο βροχερός είναι εκνευριστικοί
Έξε μόδια βάνει ο φούρνος, δυό περέττες δε χωρούσι
(1963)
Π.χ. Τώρα ω παdρέβγω τσι θυατέρες κι' είναι μεγάλο το σπίτι μου και κάθομαι gι οι δυό μαζί, αλλά δε συμφωνούνε οι γαbροί, κι' όλοι μαζί. Θα πης λοιπόν “Έξε μόδια ο φούρνος δυό περρέτες δε χωρούσι”. Το μόδι = μέτρον ...
Άη μου Νικόλα, κάψε κι΄άφης κιόλα
(1963)
Δηλαδή, να μη φτάνει κανείς στην υπερβολή
Ώχ, άdρα μου, και που να σου θυμηθώ
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση αναμνήσεων όχι και πολύ ευχαρίστων
Τον αποψινό σου θυμό, παιδί μου, άφηνε τονε ιά ΄βριο, την αποψινή σου δουλειά όμως μην την αφήνης για δεν ηξέρεις είντα σου λαχαίνει ίσαμ΄ αύριο, μπορεί ν΄ ανουbοριάσης κα να μη μπορής να κάμης τη δουλειά σου, ενώ ο θυμός είσαι σίουρος πως θα σου περάση, κι είναι ΄τσαι πιο καλά
(1925)
Ιά ΄βριο = για αύριο, για = για, γιατί, είντα = τί, λαχαίνει = τυχαίνει, ίσαμ΄ αύριο = ως αύριο, ανουbοριάσης = αδιαθετήσης, σίουρος = σίγουρος, ΄τσαι = ετσά = έτσι. βλ. Δουλειά 85
Πιττ' αbρός και πιττ' απίσω, ωάβγω θέλω να μιλήσω τση 'ειτόνισσας το δίκιο
(1963)
Λέγεται για γλωσσούδες, τις ξενόγνοιαστες, που δεν αφίνουν τίποτε ασχολίαστο. Λέγεται ή μόνο ο πρώτος στίχος ή και οι τρεις. Από τον ακόλουθο μύθο; Ήτονε, λέει, μια gοπελούδα μια βολά κι ήτονε φαφλατού κι ότι ήθελεν ακούση ...
Μια τζ' αρχής ήξιζεν, άdρα μου
(1963)
Από τον εξής μύθο : Καμμιά βολά, 'λε', ήτονε δυο φίλοι κι επαdρέφτησα, gαί τη bρώτη βραδιά ο ένας, πούκατσε με την 'υναίκα dου να δειπνήση, πάει ο γάτης κι' ανεβαίνει απάνω στο ποδάρι dου και τονε πιάνει και τονε πετά μέσ' ...
Ηθελές τα και ξεφλουδισμένα!
(1963)
Λέγεται, όταν δεν αρκείται κανείς σε κάτι, που του προσφέρουν, και διατυπώνει πρόσθετες απαιτήσεις: Ο 'έρο Κορές ετουκάτω στα Καλοεράτα μια bρωτοϋάλιστη σκαϊδονιά κι επάαινεν ο 'έρο Πολυχρόνης κάθα χρόνο κι ήτρωέ dου τα ...
Ώχ, άdρα μου, και που να σου πρωτοθυμηθώ
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση αναμνήσεων όχι και πολύ ευχαρίστων
Άλλα d' άλλα και τση Μεγάλης Παρασκευγής το γάλα
(1963)
Λέγεται όταν δύο περιπτώσεις, δύο γεγονότα, δύο πράγματα παραλληλίζονται, ενώ έχουν σημαντική διαφορά. Υπάρχει ο παρακάτω μύθος: Ήτονε, λέει, καμμιά βολά βοσκοί σε κανένα μέρος κι' επααίνανε, λέει, με το κοπάδι καμμιάν ...
Όχι εδά ψόματα ΄ναι πως ήβαλεν η ΄υναίκα το διάολο μες στο bοκάλι
(1963)
Ήτονε, λε, ένας ψαράς κι εψάρευγεν ένα διάστεμα και δεν ήπιανε ψάρια καθόλου. Μιαν ημέρα, λε΄, ήσυρε dο δίχτυ κι΄ ήτονε μέσα ΄να bοκάλι. Λέει, χμ ! Ψάρια ΄φτα ! Τέλος πάdω πιάνει και ξεβουλώνει το bοκάλι και πεθιέτ΄ όξω ...