Αναζήτηση
Αποτελέσματα 601-700 από 3548
Τι κάνεις; Παίζω βιολί. Δεν ακούω την ελεή του. Αύριο θα την ακούσης
(1960)
Την ελεή του(μέλος) Ένας κλέφτης με τη λίμα έκοβε ένα λουγκέτο
Τ' αήνι άμε τσ' ε δω πεγάϊδι, α τσακωθεί
(1951)
Το λαγήνι πήγαινε κι έλα στη βρύση, θα τσακιστεί
Το καμήλι γαφϊάς τζο πίνει
(1951)
Η καμήλα καφέ δεν πίνει
Κανείς τον dατά μου τζο ρωτά τα, ρωτά μο τη μα μου
(1951)
Κανένας τον πατέρα μου δεν τον ζητάει, ζητάει μόνο τη μάνα μου
Η μα σου ένι σκόρdο, ο τατάς σου ένι κρομμύδι
(1951)
Η μάνα σου είναι σκόρδο, ο πατέρας σου κρεμμύδι
Γώ Πλαρινιά Δε θέλω, παρ' Αδειλίνισσα, να σκάβη, να κλαδεύη, να 'ναι μπιστίκισσα
(1952)
Πλαρινιά = από τήν Πύλαρο
Έβgης αρά 'ς τον gω μου τσαι 'υρεύ' να με μάθεις πλέψιμα
(1951)
Βγήκες τώρα δα από τον κώλο μου και γυρεύεις να με μάθεις κολύμπι
Πιρμή βgεις 'ς τον τσεφο, ρυεύ' να μάθεις μένα γράμματα
(1951)
Πριν να βεις από το τσόφλιο, γυρεύεις να μάθεις εμένα γράμματα
Η πάστρα 'ναι μισή αρκοντιά
(1952)
Πάστρα = καθαριότητα
Όσο πλέει, δε βουλιάζει
(1952)
Η βάρκα ή ο ναυαγός
Το γρούζει γρούζει τέσσαρους και το μπελάζει πέντε και το γατί και το σκυλί μέρες εξηνταπέντε
(1952)
Το γουρούνι χρειάζεται τέσσερεις μήνες για να γεννήση, το αρνί πέντε μήνες και το γατί και σκυλί 65 μέρες
Φκάνdαξα 'ς τον παπά τσαι τρώω τη Σαρακοστή
(1951)
Πλαντάζω = θυμώνω
Του πνίζεται ο νομάτ', πιένεται 'ς τό τσουφάλιν dου
(1951)
Ο άνθρωπος που πνίγεται, πιάνετ' από τό κεφάλι του
Του πατεί η κλουσίστρα το πουλλί τζο ψοφά
(1951)
Το πουλί που πατεί η κλώσσα δεν ψοφά
Το στσυλλί πες τζο πεινα, το φούρνο τζο χάνει τα
(1951)
Το σκυλί αν δεν πεινα, το φούρνο δεν τον χαλάει
Σ την bείνα γόνατα τζο κρούω
(1951)
Από την πείνα γόνατα δε στερεώνω
Οι πεθαμένοι ζελμονιένdαι ταρνα
(1951)
Οι πεθαμένοι λησμονιούνται γρήγορα
Όποιος δεν έχει σεγκούνι, δεν έχει ζωή μπουκούνι
(1952)
Σεγκούνι = δηλαδή δεν έχει κάποια αξιοπρεπή εμφάνιση
Όποιος σκάβει και βογγά, θα τρυγά να τραγουδά
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Σάπια γνέματα, παλιά πανιά
(1952)
Όταν οι πρώτες ύλες είναι σάπιες, και τα υφάσματα θα 'ναι σάπια
Όθε φτύσουνε πολλοί, γένεται λάσπη και νερό
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Όλοι αργούν κι οι μύλοι αργούν κι οι γαιδάροι σκόλιον έχουν
(1958)
Ούτε η φωνή τους, δεν ακούεται
Αγιίου Κήρυκ΄σήμερα, κακό κιρίκ', έλεγαν οι Κοννιάροι οι παλιοί
(1959)
Οι τούρκοι
Βαθειά βοή, σιμά βροχή
(1958)
Αφρίζει, ξαφρίζει, τα λεφτά μου έδωκα, θα σε φάω
(1956)
Ερμηνεία: Το είπε ένας Καφελονίτης που του δώσανε σαπούνι αντί για τυρί
Ο καπετάν Εικοσάρας
(1939)
Τον λένε έτσι γιατί συνήθως τιμώρεί με εικοσαημέρους φυλακίσεις
Ξυπνάτε, Καλυβιώτισσες κι' αδράξετε τσι ρόκκες γιατ' ο χειμώνας έρχεται και θα σας εύρη ζόρκες
(1956)
Σημείωση: Γυμνές
Μάζωνε κι' ας είν' και ρώγες
(1956)
Η Φράγκα με τα λουβίκια!
(1960)
Το ιστορικό της παροιμίας βλ. εις ιδίαν σελ. χειρογράφου
Τον έχει σοτταβένιο λιμάνι!
(1960)
Λιμένα σωτηρίας σε ώρες δύσκολες
Αργεί αλλά δεν αλησμονεί
(1959)
Ο Άη – Γιώργης
Το στραβό ντέντρου μικρό πρέπ' να ισιαστή
(1938)
Ντεντρο = δένδρο
Πολλές φορές πα' η κανάτα στο πηγάδι, αλλά θα φάη τα μούτρα της
(1957)
Κανάτα = πήλινη ή ξέστα
Τώρα θα πα΄ρω ακόμα μια γυναίκα
(1940)
Το λέγανι οι ζιβγάδες, άμα βλέπανι πως θάχι η χρονιά μπερικέτ. Καλή σοδειά. Π.χ. Άμα ήπεφτε χιόνι από στο gαρπό
Θρέψε σκ΄λί να σι βαβίζη
(1938)
Βαβίζη = γαυγίζη
Δε σου δίνω, γριά, ψωμί. Βρέξε μου το στο ζουμί
(1936)
Για όσους έχουν απαιτήσεις εκεί όπου ούτε διάθεση περιποιήσεως υπάρχει
Θα σε κάνω άργανο στο ξύλο
(1958)
Στην πομπή σου, γέρο – Μάρτη έβγαλα κι εγώ κατσίκια
(1958)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Που ΄σθαν, πάπια μ, τρυπωμένη, κι΄ήρθις την αυγή βρεμένη ;
(1940)
Ερμηνεία: Όταν δουν κάποιο, που είχανε καιρό
Κούνα κούνα το μωρό, ξεπατώθ'κα να γελώ
(1940)
Για κείνους που γελάνε χωρίς λόγο
Ήτανε μικρό τ' αρνί κι είχε και πλατειά ουρά
(1936)
Όταν ζητάει η επιδεικνύει κανείς πράγματα ανώτερα της αξίας του
Νά 'θελα μή σώση πό ΄λειπε!
(1958)
Έλα παππού, να σου δείξω τα πατρογονικά σου!
(1936)
Για όσους κάνουν τον έξυπνο μπροστά στους ειδικούς
Σαν έχ'ς μιράκ', άει στο γιοφυράκ'
Μιρακ = μεράκι
Άσπρος ήλιος, μαύρη μέρα
(1940)
Μετεωρολογική παρατηρής, Δηλ. Από την πρωϊνή όψη του ήλιου συμπεραίνουμε την καλοσύνη η κακοκαιριά της ημέρας
Κατά μάννα, κατά κύρη, γιός και θυγατέρα
(1952)
Κύρης = πατέρας
Καλό Σάββατο βάλ' αρχή και τέλειωση μην κάμης
(1956)
Δηλαδή άφησε και δύο τσαπιές για τη Δευτέρα
Θα πας κι' αλλού, καλέ γαμπρέ, να 'βρης τέτοια πεθερά;
(1956)
Ειρωνεία
Της Παναγίας της πολυσπορίτισσας, ο νοικοκύρης ή μισοσπασμένος ή αποσπαρμένος!
(1960)
Πρέπει να 'ναι
Άμα είναι τση Παναγίας μη ρωτάς αν είν' αργία
(1960)
Φτάνει που είναι της Παναγίας σταμάτα, μην εργάζεσαι και μη ρωτάς
Ενόσουν τσαι συ ισάνι τσαι κατζέφ' γνένdα μου!
(1951)
Έγινες και συ άνθρωπος και μιλείς μπροστά μου!
Χάρκες κλαί' του τσεινού τον ψόφο
(1951)
Καθένας κλαίει το δικό του πεθαμένο
Τήραξε γούβια, πάρε πανί, τήραξε μάννα, πάρε παιδί
(1952)
Γούβια = η ούγια, η άκρη στο ύφασμα
Καλύτερα να σόβγη το μάτι, παρά τ' όνομα
(1952)
Ο καλός έχει τον έπαινο και ζώντας και πεθαμένος
Κατά το βάζο τσ' εκκλησιάς είναι κι ο ψάρτης κι ο παπάς
(1952)
Παλική, από τη συλλογή Λιβιεράτου
Πότα πρόκοψες, καημένη; το Σαββάτο, που σημαίνει
(1956)
Η τεμπέλα
Έκατσ' η πομπή στη στράτα κι' ανεγέλα τους διαβάτες
(1936)
Για όσους κατακρίνουν τα ξένα, ενώ οι ίδιοι είναι γεμάτοι ελαττώματα
Πως πάνε, κόρακα, τα παιδιά σου; Όσο πάνε, μαυρίζουνε
(1936)
Για τα παιδιά, ή τα έργα των κακών ανθρώπων
Το κρυγογάϊκο σκυλλί να φοβάσαι
(1936)
Κρυφοφάϊκο = που δαγκώνει κρυφά
Τον καλομαθημένονε να λυπιέσαι περσότερο, όχι τον κακομαθημένονε
(1952)
Να τον λυπάσαι δηλαδή, όταν υποφέρει
Τα πολλά λόγια 'ναι φτώχεια
(1952)
Φέρνουν και φτώχεια, δείχνουν και φτώχεια