Αναζήτηση
Αποτελέσματα 3401-3500 από 3548
Άδραχτος, μονάδραχτος, τι θάν' η δικατιά του
(1940)
Ήταν μια οκνηρή γυναίκα. Η γι' αdρας της της πήγε μαλλί νάχει να κάνει. Αυτή τα πούλεσε κι' έκανε το ίδιο πάντα. Όταν ήταν μπροστά γι' άdρας της έκανε πως δουλεύει κείνος έλεγε: Γρίζα θάχη καμωμένα έβγαλε η κυβέρνηση διαταγή ...
Το 'μέτ'ρον dο στσυλλί το πελέτσι πάγασεν dα τσ' ήφερεν dα
(1951)
Το σκυλί μας πήγε κι έφερε το τσεκούρι
Του στσυλλού το βράδιν άτσονdου 'α νdα κουπώσ' σο γαλέπ', πάλ' α 'υριστεί πανουφόρου
(1951)
Του σκύλου την ουρά, όσο κι αν την σκεπάσχεις στο καλούπι, πάλι θα γυριστεί κατά πάνου
Το στσυλλί το τουιν dου 'άζει το χούιν dου τζο 'άζει τα
(1951)
Το σκυλί την τρίχα του αλλάζει, το συνήθιο του δεν τ' αλλάζει
Πολύ σ' α σπίτι μη παςε τσ' έρτσεται α σηκωθεί ταρνά το μουχαbέτι σας
(1951)
Πολύ σ' ένα σπίτι μην πηγαινοέρχεσαι, θα λείψει γρήγορα η ευχαρίστησή σας
Αρ να είσεν gαοσύνη, έμbρο χα ποίτσει σου του το τσουφάλι τσαι στέρου ση σόνα
(1951)
Αν είχε καλοσύνη, πρώτα θάκανε καλό στο δικό του κεφάλι κι ύστερα στο δικό σου
Γρέπ' το τεζgράχι του τσ' έπαρ' το πανί, γρέπ' τσαι τη μάνα, έπαρ' την gόρη
(1951)
Κοίταξε τον αργαλειό και πάρε το πανί, κοίταξε και τη μάνα, πάρε την κόρη
Κόμη ζ' μας σου το βυζί μυρά σο στόμα σου
(1951)
Ακόμα της μάνας σου το βυζί μυρίζει στο στόμα
Αρ νdα κατένκα του χα χαθεί ο τατά μου, χα νdα δώσωσ' αν gακό κρομμύδι
(1951)
Αν τόξερα πως θα πέθαινε ο πατέρας μου, θα τον πουλούσα για ένα καυτερό κρεμμύδι
Ήρασε ο κω μου σ' όργον 'bέσου, γω τζο κατέχω τα τσαι συ κατές τα;
(1951)
Γέρασε ο κώλος μου στη δουλειά μέσα, εγώ δεν το ξέρω και συ το ξέρεις;
Το γισμάτι ήρτε σα ποράδε σου, συ άχτσες τα μο τα ποράδε σου πίσου
(1951)
Η τύχη ήρθε στα ποδάρια σου, συ την κλότσησες με τα ποδάρια σου πίσω
Ένας είπε: - Ήθελα να είχα λαιμό μακρύ, σαν της πάπιας – Και γιατί; τον ρωτάει ο άλλος – Για να μασούσα καλά την κουβέντα, ώσπου να την πω
(1959)
Επειδή άλλοτε λέμε σωστές κουβέντες κι άλλοτε κουταμάρες
Σον dαρόν gορά 'α νdα βρισ', σον dαρόν gορά 'α φιλήσ' το σέρι του
(1951)
Ερμηνεία: Στους ανθρώπους συμπεριφερόμαστε ανάλογα με την ώρα και με τις περιστάσεις
Το καόν dο πρόβατο 'ς τη σουρούν dου τζο χωρίζουν dα
(1951)
Το καλό το πρόβατο από το κοπάδι του δεν το χωρίζουν
Αδά η Τζισάρα κάη τσαί σένα ο ψύος τζο δάκνει σε;
(1951)
Ερμηνεία: Σε άνθρωπο που δεν ανησυχεί απ' ότι και να γίνεται γύρω του
Σ τον gόσμο πήρα το χαβασιλϊέχι μου, για, ισάνι είμαι, πάλι ομdϊέζω
(1951)
Από τον κόσμο πήρα τις χαρές μου, όμως, άνθρωπος είμαι, πάλι θέλω. Ο άνθρωπος, όσο κι αν γλεντήσει, όσο κι άν χαρεί τον κόσμο, ποτέ δε χορταίνει. Τόλεγαν οι γέροι
Ο Χριστός σο λύκον είπε dα: “Σήκω να φας τον αυτέντη σου”
(1951)
Ο Χριστός είπε στο λύκο: Σήκω να φας τον αφέντη σου
Τσίπ να υπάμε ση στρώση μας τσ' ο λύκος σο τρυπίν dου
(1951)
Όλοι να πάμε στα κρεβάτια μας κι ο λύκος στην τρύπα του
Καλές είν' κ' οι Λιβαθηνιές, μα 'χουν κακό ζακόνι, π' ο ήλιος ρίχνει στό χωριό κ' εκειές κοιμώντ' ακόμη
(1952)
Ζακόνι = συνήθειο (σλαυ)
Ρώτησαν dο μερμήντζι. Το κοτσί του κουβαλαίν' ατσομbοίο βαρύ ένι; Τσ' είπεν dι: Μο το 'μον do ζυ' έν' εβδομηνdαπέντε λίτρε
(1951)
Ρώτησαν το μυρμήγγι: Ο σπόρος που κουβαλείς πόσο βαρύς είναι; Κι' είπε: Με το δικό μου το ζύγι είναι εβδομηνταπέντε λίτρες.
Το τσουφάλ' σου εν bεγάϊδι, τα ποράδε σου λίbλη, ό,τ' 'υρέφ ποιτσε
(1951)
Το κεφάλι σου είναι βρύση, τα ποδάρια σου λίμνη, ό,τι θέλεις κάμε
Έσει μήνα, ζουλεύει το χρόνο έσει χρόνο, ζουλεύει ένdεκα μήνες
(1951)
Έχει μήνα που θρέφει το χρόνο έχει χρόνο που θρέφει έντεκα μήνες. Τυχαίνει δηλαδή μήνας, που με τη δουλειά που κάνεις, ζεις ένα χρόνο τυχαίνει όμως και χρόνος, που για να τον περάσεις δουλεύεις έντεκα μήνες
Μο το στσυλλί του 'νεγκώθει ο νομάτ', ο μυτής του 'ς τα κάκε τζο γλυτώνει
(1951)
Με το σκυλί όποιος κάνει παρέα, η μύτη του από τα σκατά δε γλυτώνει
Μο την gαζβάρα του 'νεγκώθει, ο μύτης του 'ς τα κάκε λειψόν τζου 'ινεται
(1951)
Με τον κόρακα όποιος πάει, η μύτη του από τα σκατά δεν απολείπει
Σ τόϊναν dο ξύο βgαίνει τσαί καό, βgαίνει τσαί κάμι
(1951)
Από το ίδιο δέντρο βγαίνει και καλό ξύλο, βγαίνει και κακό. Όταν από τον ίδιο πατέρα έβγαιναν διαφορειτκά παιδιά. Ποντ. Α. Π. αρ. 259 : Ας τ΄ έναν ξύλον ιφτάρ΄ πάλ΄ εβγαίν΄ και σταυτόν παλ΄ εβγαίν΄
Του σπιτού το παζαρλϊέχι σου ρουσού το παζαρλϊέχι τζο ούτιε του ρουσού πάλι το παζαρλϊέχι σου σπιτού τζο ούτιεπαζαρλίκι = συμφωνία
(1951)
Ερμηνεία: Του σπιτιού η συμφωνία δεν ταιριάζει με του βουνού τη συμφωνία, του βουνού πάλι η συμφωνία δεν ταιριάζει με του σπιτιού
Γρέψε τσαί πίσου͘ κάφτεται το παράφτερο σου
(1951)
Ερμηνεία: Σ' έναν που δεν έπαιρνε είδηση από ότι γινόταν γύρω του, στο σπίτι του ή στον κόσμο
Ο μάστρος σως το μισημέρι ένι νηστικό ΄ς το μισημέρι ΄στέρου χορτανέσκει
(1951)
Ο μάστορας ως το μεσημέρι είναι νηστικός, από το μεσημέρι κι ύστερα χορταίνει. Όποιος ξέρει μια τέχνη, μόνο για λίγο μπορεί να μείνει άνεργος. Λεβ. Ποντ. Α.Π. αρ. 1473 : Τ΄ αργάτ΄ η γυναίκα ους το μεσημέρ΄ πεινά
Όταν κατσ' η πουλια στεγνή, χαρήτε νιοί και γεωργοί, κι' όταν κατσ' ογρή, μπάτε, βόγια, σ' αχερώνα και καράβια σε λιμάνια
(1952)
Η πουλια κάθεται (δύει) το Νοέμβρη, γύρω στις 17. Αν τις μέρες εκείνες δε βρέχη, ο χειμώνας θα 'ναι αλαφρύς και καλός για τη γεωργία, μα αν βρέχη, ο χειμώνας φτάνει άγριος
Τον Οχτώβρη, οχτώ κλωνιά. Το Νοέμβρη, νόγα σπέρνε. Το Δεκέμβρη δίκια σπέρνε. Το Γεννάρη πιάσ΄ τα γένεια σου και σπέρνε
(1956)
Τον Οχτώβρη, οχτώ κλωνιά (= λίγα φτάνουν). Το Νοέμβρη, νόγα σπέρνε (= σκέψου, λίγα περισσότερα). Το Δεκέμβρη δίκια σπέρνε (= κανονική χουφτιά). Το Γεννάρη πιάσ΄ τα γένεια σου και σπέρνε (= μπόλικα)
Α νοματού όνομο σου να βgαίνει, να βgει ο κως του εν gαο
(1951)
Παρά να βγαίνει τ' λονομα ενός ανθρώπου, καλύτερο είναι να του βγει ο κώλος
Δώσε με γισμάτι, κόνdα με'ς του Γουπτσή το κάτσι
(1951)
Δώσε μου τύχη, πέτα με απ' του Γουπτσή το βράχο
Έν bαίρν'ς κγιάς, να σε φ'λώ τσαί να με φ'λάς μόνε παίρνεις ψάγια, να σε φτώ τσαι να με φτάς;
(1940)
Ψώνιζε μιανής ή γιάdρας όλο ψάρια
Άρ να είπες 'τι κι είδα, ά ειπούν dι: χίτα να με τα δείκ'
(1951)
Αν τύχει και πείς είδα, θα σου πουν: τρέχα να μου το δείξεις. Καλύτερα να μη μιλείς όταν δεις κάτι, για να μη σε πάρουν μάρτυρα.
Να ιδείς ζ' γούβας σου το φοσσί, ά ιδείς τσαί μένα
(1951)
Αν δείς τη γούρνα του σβέρκου σου, θα δείς και μένα. Δηλαδή δε θα με δείς ποτέ. Τόλεγαν και μ' άλλη έννοια : Ά ιδείς ζ' γούβας σου το φόσσι=θα δείς τον ουρανό ανάποδα.
Σην gάτα το κωδώνι τιζ α νdα κρεμάσει;
(1951)
Στη γάτα το κουδούνι ποιός θα το κρεμάσει;
Το γαιρίδι σόπου α νdα τσενdείς πολύ, για α σε χέσει, για α σε αχτίσει
(1951)
Το γαιδούρι όταν το κεντάς πολύ ή θα σε χέσει ή θα σε κλωτσήσει
Σου βιλλού το σεβdά του κρέμεται, σο Παϊάσι κουπανίζει σίδερο
(1951)
Στης ψωλής του τον καημό όποιος κρέμεται, στος Παϊάς (στις φυλακές) κοπανίζει σίδερο. Η έννοια της παροιμίας είναι πως όποιος δεν περιορίζει τις ορμές του, στο τέλος καταλήγει στη φυλακή. Το Παϊάς είνια στο μύχο του κόλπου ...
Του γοντσή του το τσοπί να σει, το σόν dο τσοπί πάλι ά να σει
(1951)
Γοντσής=γείτονας. Του γείτονα σου ο κήπος αν έχει, και ο δικός σου ο κήπος θάχει
Το καό ο γοντσής έν' 'ς τοναδεφό σου τσ' άβ' καό
(1951)
Ο καλός ο γείτονας είναι από τον αδερφό σου πιο καλός. 164. Ποντ. Α.π., αρ. 1039, Ο καλόν ο γείτοναςας είναιν αδελφόν καλλίων έν.
Κούρτα την αχλαβού, 'ς πά' κάτου
(1951)
Ερμηνεία: Κατάπιε το πλαστρόξυλο, ας πάει κάτω. Τόλεγαν σ' έναν που θύμωνε κι ήταν έτοιμος να πετάξει μια προσβλητική λέξη. Μη μιλάς, του λέγανε, κατάπιε το λόγο σου, για να μην έχουμε καβγά. Αχλαβού ήταν το μακρύ κυλινδρικό ...
Αρ να ειπώ τ' ορτούσκον dου, θέλ' αν άβγο να γαλτζέψω να φω
(1951)
Αν πω την αλήθεια, θέλω έν' άλογο να καβαλικέψω καινα φύγω
Έχεις δοντάκια και τα τρώς
(1958)
Μια φορά ένας πήγε ν' αλέση, μαζί του πήρε κι ένα παιδί. Οι μηλωνάδες τότε εβάνανε τα χαράματα, χαραϊδια, μέσα στ' αλεύρι. Λοιπόν είπε στο παιδί να προσέξη. Γιά μιά στιγμή όμως το 'καμε αυτό ο μυλωνάς. Λέει τότες το παιδί ...
Εψές ψόφησ' ο χοίρος μουμ προψές ο γάδαρός μου και ψες πέθαν' ο άντρας μου. Για πήτε μου, γειτόνοι, ποιόνε να πρωτοκλάψω. Άντρα μου, χοίρο, γάϊδαρε, καλέ μου νοικοκύρη οπού σ' είχα και προκοπή δεν είχα
(1960)
Από το Βασιλ. Μαυρομάτη, Εμαγνητ. Η αναγγελία, τανν. Β, αρ. 15
Στου Χαλάπου τη στράτα, γαϊδουριού ΄χνάρε ΄υρευ ;
(1951)
Στου Χλαεπιού το δρόμο, γαϊδουριού αχνάρια ζητάς ; Ο δρόμος προς το Χαλέπι ήταν πάντα γεμάτος καραβάνια, που πήγαιναν κι έρχονταν στην Ανατολή. Μέσα στις πατημασιές από τις καμήλες και τ΄ άλλα ζώα, δεν μπορούσε κανείς ...
Σ' του αυτενού του την άκρα, το στσυλλίν dου τζο κρούν dα
(1951)
Εξ αιτίας τ' αφεντικού του, το σκυλί δεν το χτυπάνε. Πόντ.Α.Π.Αρ. 121: “Αν κ' εν της κάτας το χατίρ' ας εν τη σααπή ατ'ς. Λεβ.236
Γώ πααίνω, τα σκόρdα σας ν' αναρευτούν, να πιέσουν τσουφάλε
(1951)
Εγώ φεύγω, ν' αραιώσουν τα σκόρδα σας, να πιάσουν κεφάλια
Το κεσκίνιν dο μασαίρι κόφτει, ζαϊρ 'α νάρτει τσ αν dαρός 'α κορευτεί
(1951)
Το κοφτερό το μαχαίρι κόβει, όμως θάρθει κι ένας καιρός να στομώσει
Το κόστσινό μου κοστσινίστη, κρέμασαν d' ατζά
(1951)
Το κόσκινό μου αποκοσκίνισε, το κρέμασαν εκεί πάνου. Όταν ένας γεράσει ή χάσει τη δύναμή του, οι άλλοι τον περιφρονούν. Πόντ. Α.Π. αρ. 767: Καινούργο μ' κοσκίν', που κρεμάνω σε; και σαν παλώντς παπού σύρω σε;
Τα παράδας όνταν ευρήκ'ς ατά πα μέτρα κι' επεκεί βάλεν άτα κά
(1951)
Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και στις άλλες σχέσεις μας με τους ανθρώπους
Μο του 'α κουπώσ' σο μύο νερό, ο μύος τζο κώθει
(1951)
Με το να χύσεις στο μύλο νερό, ο μύλος δε γυρίζει
Άγιε μου Νικόλα, κάψε κι' άφσε κι΄όλα
(1940)
Όταν κανείς το παρακάνη ή παίρνη πάρα πολλά
Το ποτάμι του 'α με πάρει, 'γω κατέχω τα
(1951)
Το ποτάμι που θα με πάρει, εγώ το ξέρω. Όταν κανείς θέλει να δείξει πως ξέρει ποιός κίνδυνος τον περιμένει. Ποντ. Δ. Ο. αρ. 245: Ντο θα παίρ'με το ποτάμ' εξέρ ατο
Τ' Αυγούστου οι δρίμες στα παννιά και του Μαρτίου στα ξύλα
(1956)
Οι πρώτες 6 μέρες του Αυγούστου λέγονται Δρίμες. Τσι φυλάνε οι γυναίκες και δεν πλένοντε. Ό,τι λευκαίνουν οι γυναίκες τις μέρες αυτές, ιδίως στο γιαλό, χαλάει. Τα ρούχα λυώνουνε. Το ίδιο φυλάνε και τις 6 μέρες του Μάρτη, ...
Του παρεδούται μιτσίκκο, παίρει μαχτσούμι του παρεδούται μέγο, παίρει άνεμος
(1951)
Ερμηνεία: Όποιος παντρεύεται μικρός, παίρνει (αποκτά) παιδί, όποιος παντρεύεται μεγάλος, παίρνει αέρα. Το αέρα εδώ έχει την έννοια του τίποτα, δηλαδή όποιος παντρεύεται μεγάλος δεν αποκτά παιδιά, δεν κάνει τίποτα. Παραδίνομαι= ...
Σά 'μbρό μου τό μέρο έν' dενίζι, σά πίσου μου τό μέρο έν' σοιρίδι. Πού 'ά υπάω;
(1951)
Στό μπρός μου τό μέρος είναι θάλασσα, στό πίσω μου τό μέρος είναι αγριογούρουνο. Πού νά πάω; Όταν κανείς βρεθεί ανάμεσα σε δυό κινδύνους. Πόντ. Α. Π. αρ. 145: Άπεμπρ' λιμνίν, κι' αποπίσ' θάλασσα
Κεπάπιν τζο ΄σεις, τα κρομμύδε πα νdα ποίκ;
(1951)
Κεμπάπι δεν έχεις τα κρεμμύδια, τι να τα κάμεις; Όταν μας λείπει κάτι βασικό, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε στη δουλειά μας. Κεπάπιν είναι το κρέας που μαγειρεύεται γιαχνιστό σε κομμάτια. Τα κρεμμύδια είναι απαραίτητα. Αλλά ...
Σ τόϊναν dο μέρο ο Θιός να σε κουάψει, 'ς τε τ' άβου το μέρο 'α σε γϊάσει
(1951)
Από το 'να μέρος ο Θεός αν σε κάμει να κλάψεις, από τ' άλλο το μέρος θα σε κάμει να γελάσεις
Ο Θεός σως την εβίτσα, τα πέτεγα φτένει τα καρφιά τσαί τα καρφιά πέτεγα
(1951)
Ο Θεός ως την αυγή, τα πέταλα τα κάνει καρφιά και τα καρφιά πέταλα
Να μη θεωθή το νερό, τζο κατινώνει
(1951)
Αν δεν θολωθεί το νερό, δεν καθαρίζειΑ
Όνdουνους θύρι ΄ά δώσ΄ ΄ά δώσουν τσαί το σόν dο θύρι
(1951)
Οποιανού πόρτα χτυπήσεις, θα χτυπήσουν και τη δική σου πόρτα. Ό,τι κάμεις θα πάθεις. Ό,τι ζητήσεις από άλλους, θα το ζητήσουν κι από σένα
Δεβασέ μες 'ς του βιονού τον gώ
(1951)
Μας πέρασε από του βελονιού τον κώλο. Για έναν που άφηνε τους ανθρώπους του και πενούσαν, τους έκανε δηλ. Σαν κλωστές Το λέγαν ιδιαίτερα για τους κακούς κυβερνητές : Ο τσουφαλάς μας δέβασέ μας 'σ του βουνιού τον gώ
Ο άντρας μπάζη με το σακκί κ΄ η γυναίκα να βγάνη με το βελόνι, το σπίτι δε μπορεί να γδή προκοπή.
(1952)
Παλική από τη συλλογή Λιβιεράτου
Η μα σου σαμού σε 'ένντσε, χέτς τζο βρόν'τσε πάνου σου;
(1951)
Η μάνα σου σε γέννησε, καθόλου δε βρόντησε απο πάνου σου;Τ
Ο αδερφός μου είναι αδερφός μου ας τον χαρεί η γυναίκα του
(1951)
Το λέγαν οι ανύπαντρες αδερφάδες όταν ο αδερφός τους παντρευόταν και πια δεν τις κοίταζε.
Αδεφόζ μ' εν 'δεφόζ μου ς τα χαρεί η ναίκα του
(1951)
Το λέγαν οι ανύπαντρες αδερφάδες όταν ο αδερφός τους παντρευόταν και πια δεν τις κοίταζε.
Η μά σου, σου να 'εννάνκε σένα, να 'ένντσε α θάλι ήτουν gαό
(1951)
Η μάνα σου, αντίς να γεννούσε εσένα, θα 'ταν καλύτερο να γεννούσε μιά πέτραΣ
Αρ να 'υρεύ' να γαλτζέπ' αβγό, να γαλτζέπ' ά ζόρι άβγο, του 'ά φα την dαή να νάνι χαλάλι
(1951)
Αν τύχει και θέλεις να καβαλικέψεις άλογο, να καβαλικέψεις ένα καλό άλογο. Την ταή που θα φάει να την αξίζει
Το βράδυ λίχνισέ τα, την αυγή κοσκίνισέ τα
(1951)
Αποβραδίσ σηκωνόνταν πάντα αέρας κι ήταν η πιό κατάλληλη ώρα νά λιχνίσουνε στ' αλώνια τό σωρό το πρωΐ μέ τό φως, που δε φυσούσε, τον κοσκίνιζαν. Η παροιμία σημαίνει πως κάθε δουλεία θέλει την ώρα της
Το μισημέρι 'γώ τζο πορώ νdα βρώ, τσαι συ 'ρεύ νdα βρείς σκοτεινά;
(1951)
Το μεσημέρι εγώ δε μπορώ να το βρώ, και συ γυρεύεις να το βρείς στα σκοτεινά;
Του τζο ΄υρεύει να δώσει το καννάβι του, λέ τι : Έφκωσα ΄λεύρι πάνου
(1951)
Όποιος δε θέλει να δώσει το σκοινί του, λέει : Άπλωσα αλεύρι απάνου. Για τις ψεύτικες προαφάσεις. Μια φορά γυρέψανε του Ναρεντίν-χότζα το σκοινί του. Εκείνος δεν ήθελε να τους το δώσει κι είπε αυτό το ψέμα : Έφκωσα ΄λεύρι πάνου
Ες σην gούφα σ' α δϊέβος, σην τζοιλία σου ες 'κατό δεβόλοι!
(1951)
Έχεις στη σκούφια σου ένα διάβολο, μα στην κοιλιά σου έχεις εκατό διαβόλους!
Τα ποίο σου λαχτύλι α κόπ' τσαι τζο α αντζέπ;
(1951)
Ποιό σου δάχτυλο θα κόψεις και δε θα πονέσης. Το λέει π.χ. μια μάνα, που θέλει να δείξει πως αγαπάει το ίδιο όλα τα παιδιά της
Το Χαλάπι να 'ν' ατσεί, η αγκώνα εν' αδά
(1951)
Το Χαλέπι αν είν' εκεί, ο αγκώνας (Πήχυς). Είν' εδώ. Κατί σαν το “Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα”. Κάποιος καυχήθηκε πως στο Χαλέπι που πήγε έκαμε ή είδε το και το. Αυτοί που τον άκουαν, τούδωκαν την απάντησην. Του είπαν ...
Ο φσόντυος σου 'κόμη σο ζύν τζο μbή, να μbείς σο ζεύgον 'bουκάτου, α ιδείς ζ' γούβας σου το φοσσί
(1951)
Ο σβέρκος σου ακόμα δε μπήκε στο ζυγό, να μπείς κάτου απ' το ζυγό και θα δείς του τραχήλού σου τη λακκούβα
Το ζουνάρι μας ποίτσεν dα ς το ραφίδι
(1951)
Το ζωνάρι μας το κάμε από τριχιά
Άνdρα μ' γουρούνι, γάδαρε και τι να πρωτοκλάψω
(1940)
Ειρωνικά για τον αχαΐρευτο σύζυγο ή για τη χήρα που δε λυπήθηκε πολύ
Α πάρω το ιπρίχι, α βgώ σο δώμαν bάνου, α πάρω απτάζ
(1951)
Θα πάρω το μπρίκι, θα βγώ στο δώμα πάνου, θα κάμω τούρκικο αγιασμό
Σο μον dο κατζί τιν τζο κρούς, σου γαιριδιού το κατζί τιν κρούς
(1951)
Στο δικό μου λόγο αυτί δε βάζεις, στου γαιδουριού το λόγο βάζεις
Η κάτα παρακαλεί το Θεό, λέ 'τι: Να κορϊένουνε αυτέν' μου τσαί τα μαχτσούμε του, να ταντήσω 'ς τα σέρε τουνε
(1951)
Η γάτα παρακαλεί το Θεό, λέει: Να στραβωθούνε ο αφέντης μου και τα παιδιά του, ν' αρπάξω από τα χέρια τους
Η κάτα πουά τον αυτένην dου τσαί το σπίτι νdάμα, σ' αν ψαρού τσουφάλι
(1951)
Η γάτα πουλεί τον αφεντικό της και το σπίτι αντάμα, για ενός ψαριού κεφάλι
Γατϊέζω σε 'ς το θύρι, ερτσέσαι 'ς την gάπνη, γατϊέζω σε 'ς την gάπνη, έρτσεσαι 'ς το θύρι
(1951)
Σε διώχνω από την πόρτα, έρχεσαι από την καπνοδόχο, σε διώχνω από την καπνοδόχο, έρχεσαι από την πόρτα
Γώ σο γάμο σου μο το κόστσινο α φέρω 'ς το ποτάμι νερό
(1951)
Εγώ στο γάμο σου με το κόσκινο θα φέρω από το ποτάμι νερό
Ο Θεός σα ψεά τα ρουσία κονdα το σόνι
(1951)
Ο Θεός στα ψηλά βουνά ρίχνει το χιόνι
Έσει ο Θιός α θύρι να στσεπάσει, α θυρί να νοίξει
(1951)
Έχει ο Θεός μια πόρτα να κλείσει, μια πόρτα ν' ανοίξει
Οι Θιακοί ευρήκαν το Θεό με τη γνώση
(1952)
Δεν νομίζω πως αυτό βγήκε από το ανέκδοτο της Ιθάκης. Φαίνεται πως είναι λογοπαίγνιο με τις λέξεις Θιακός και Θεός, όπου το θιακός χρησιμοποιήθηκε σαν να σημαίνη θεακός, δηλαδή οπαδός του Θεού. Υπάρχει άλλωστε παροιμία και ...
Η γουώσσ 'στον τζο 'σει τσάπου 'υρεύ 'υριζει
(1951)
Η γλώσσα κόκκαλο δεν έχει όπου θέλει γυρίζει
Ο γοντσής σου άρ να ιενί ο τ' εσίπ σου, ο Θϊός να 'ινεί ο γιατρός σου
(1951)
Ο γείτονας σου αν τύχει και γίνει ο εχτρός σου, ο Θεός να γίνει ο γιατρός σου. Το κακό που μπορεί να κάμει ο γείτονας, μονάχα ο Θεός μπορεί να το γιατρέψει.
Α πομείν' το παχάρι, α πομείν' την άνοιξη, α πομείν' το μαθόπωρο το σειμώ που α υπάς; Α κωσ' πάλι σε μας α να ρτεις
(1951)
Ερμηνεία: Θα κάμεις υπομονή την άνοιξη, θα κάμεις το καλοκαίρι, θα υπομείνεις το φθινόπωρο, το χειμώνα που θα πας; θα γυρίσεις, θα γυρίσεις, πάλι σε μας θε νάρθεις
Τσάπου τζο ίνεται γαπούλι η ευσή σου, μη εξούσαι σον άνεμο
(1951)
Ερμηνεία: Όπου δε γίνεται δεχτή η προσευχή σου, μην προσεύχεσαι τ΄ανέμου (μάταια)
Το 'ρνίθι, φότεζ εν 'ρνίθι, πίνει νερό, τσαί γρεύει πανουφόρου το Θεό
(1951)
Η κότα, που είναι κότα, πίνει νερό και κοιτάζει ψηλά το Θεό
Το σπίτι πομέν΄ισούζι, το ρουσί ισούζι τζο πομένει
(1951)
Ερμηνεία: Το σπίτι μένει άδειο, το βουνό άδειο δεν απομένει. Είναι ευκολότερο να είμαστε μόνοι μέσα σ΄ένα σπίτι, παρά έξω στο ύπαιθρο. Και στο βουνό ακόμα μπορεί να μας ακούσει ένα αυτί. Γι΄αυτό δεν πρέπει να φωνάζουμε τα ...