Αναζήτηση
Αποτελέσματα 3201-3300 από 3548
Τση γριάς τον έπαινο, η ανηφοριά τον δείχνει
(1952)
Πύλαρος από τη συλλογή Μακρή
Άμα δε μπορείς να δαγκάσης, γλέιφε
(1952)
Πύλαρος από τη συλλογή Μακρή
Γάλα, μπιστικέ! Λιβάδια αφέντη
(1952)
Χωρίς λιβάδια και βοσκή, τα πρόβατα δεν δίνουν γάλα
Τσ'ακαμάτρας το βελόνι, δυό οργιές κλωστή βαστάει
(1952)
Το κάνουν επίτηδες
Άλλα 'ν' τα μάτια του λαγού κι΄άλλα τση κουκουβάγιας
(1952)
Πύλαρος, απο τη συλλογή Μακρή
Όποιος πνίγηκε, ματάνοιωσε! (με το τριμόχολο)
(1957)
Επειδή, έπειτα από λίγο, μπουνατσάρει. Τριμόχολο ή μπουρίνι. Το Μάη – Μαγιάπριλο, στεριανός βοριάς, τα βουνα της Ηπείρου τονε φέρνουνε
Τσου ζουρλούς τσου πάνε στον Άγιο
(1952)
Ζουρλισμένος = τρελός, απάνω στην κρίση του
Πρώτα κελάρης κι' άμα 'στερα 'γούμενος, ξέρ' ο γούμενος τι κάνει ο κελάρης
(1952)
Άμα στέρα = άμα ύστερα, έπειτα
Ο γλάρος (α)ψηλά περά, μα χαμηλά λογιάζει
(1952)
Όσο κι αν σε συνεπαίρνουν τα μεγάλα, μην ξεχνάς τα μικρά
Αν έχασες το δρόμο σου, ή ρώτα ή κάμε πίσω
(1952)
Παλική από τη συλλόγη Λιβιεράτου
Γάτα και γυναίκα πίστη δεν έχουνε
(1952)
Πύλαρος από τη συλλογή Μακρή. Δηλαδή δεν είναι να τις εμπιστεύεσαι
Τα γεράματα, στην πλάτη έχουνε γράμματα
(1952)
Είναι όλο πείρα
Καθ' ανάποδη έχει και την όψια της
(1952)
Η μεταφορά από τα υφάσματα. Κάθε κακό έχει και την καλή του πλευρά
Καθένας βράζει με το ζουμί του
(1952)
Δηλαδή, μόνος του υποφέρει τον πόνο του
Στου ζουρλώνε το χωριό, κι ο γνωστικός βλαμμένος
(1952)
Γιατί φορτώνεται όλες τις έγνοιες του
Του χωριάτη το σκοινί μονό δε σώνει, διπλό σώνει κι' αβατζέρνει
(1952)
Ό,τι παθαίνει ο κουτός απο μιά πρόχειρη σκέψη, αναγκάζεται έπειτα να το χρυσοπληρώση. αβατζέρνω (ιταλ.) = περισσεύω
Πρώτα να ξετάζης, κ' ύστερα να δικάζης
(1952)
Τσιγκέλι (τουρκ.), πολυάγκιστρο, που βγάζουν από το πηγάδι τον πεσμένο σίσκλο (κουβά). Το λένε και ραμπαούνι. Η παροιμία λέγεται για την αστυνομία ή την ανάκριση, που ανακαλύπτει κάτι
Και στ' αφεντός μ' ακούμπησα και στ' αδερφού μ' επήα, μα σαν τ' αντρός τη συντροφιά, συντρόφιαση δεν ηύρα
(1952)
Αφέντης = ο πατέρας
Την ημέρα τ' άη – Λιός παίρνει ο καιρός αλλιώσελ'
(1952)
Τη γιορτή τ΄άη-Λιός (20 Ιουλίου) την προσέχουν πολύ οι τσοπάνηδεσελ. Παίρνει αλλιώς αλλάζει
Των ακριβών τα στάματα, σε χαροκόπου χέρια
(1952)
Στάματα και στάμενα=τα υπάρχοντα, η περιουσία χαροκόπος=γλεντοκόπος
Τα βλέπ' ο ήλιος, πυρώνει
(1952)
Ο ήλιος ζεσταίνει μόνο όσα βλέπει στη γή. Αν δεν τρέξουμε οι ίδιοι κάπου να μας δούνε, δε θα μας σκεφτούν.
Όπου ακαμάτρας ριζικό, όπου μαγάρας μοίρα, κι' όπου καλή νοικοκυρά, μαύρη και κακομοίρα
(1952)
Μαγάρα = ανήθικη γυναίκα
Η πάστρα είνι μ'σή αρχουdιά
(1940)
Κάθε πουλάκι, με τη λαλούλα του
(1952)
Κάθε άνθρωπος έχει τη γνώμη του
Άσπρος ήλιος, μαύρη μέρα
(1952)
Όταν ο ήλιος είναι αδύνατος, θα βρέξη
Ότα γεννιέται θηλυκό παιδί, τρίζουν οι τέσσαρες αγκωνές του σπιτιού
(1952)
Γιατί καταλαβαίνει το σπίτι πως έρχεται στον κόσμο οργανισμός που θα φέρη αναστάτωση με το γάμο του, τις γέννες, κ.τ.λ.ΙΙΠαλική (Ανωή)
Του δαμαλιού η βουνιά, με το φεγγάρι φρύγεται
(1952)
βουνιά ̇ σβουνιά, η κοπριά του βοδιού. Είναι τόσο μικρή, που και με του φεγγαριού το φως ξεραίνεται. Έτσι και τα λόγια μερικών ασήμαντων
Σπίτι χωρίς γυναίκα, σαν εκκλησιά χωρίς παπά
(1952)
Ομαλά
Δώσε του αφέντη τ' αφεντός,ναν τόνε προσκυνήση
(1952)
Οι τυραννικοί είναι και δουλοπρεπείς
Ο Θεός να σε φυλά από τσι γαλανές
(1952)
Πόχουν γαλανά μάτια
Ο ακαμάτης δέεται να βρέχη.
(1952)
Για να μη δουλεύη
Οπόχει πόνο, βάνει αβδέλλες
(1952)
Οι βδέλλες παλιότερα ήταν ένα από τα συνήθισμένα μέσα γιατρειάς
Το γαϊρίδι να 'φξήσει, το σαμάριν dου κοντεύει
(1952)
Ο γαϊδαρος αν μεγαλώσει, το σαμάρι του κονταίνει. Το ίδιο λεγόταν και αλλιώς : Ηύξησεν dο γαϊρίδι, το σαμάρι μουτσουκιένε = έγινε μουτσούκκο, μικρό
Τ' Απριλιού κάθε σταλαματιά νερό, είναι βαρέλι λάδι
(1951)
Η βροχή τ' Απρίλη κάνει πολύ κακό στις ελιές
Κοντή γυναίκα πέρδικα, ψηλή καλαμαντάνα, ψηλός άντρας απόστολος, κοντός πομπή και γάνα
(1952)
Καλαμαντάνα = σαν καλάμι
Γόνατα που δεν κοπιάσουνε, κοιλιά δε θεραπεύει
(1952)
Αν δεν κουραστούν τα πόδια, η κοιλιά δε χορταίνει
Σε ξένον πύργο, καρφί μην καρφώσης
(1952)
Πύργος = τοίχος
Όποιος φυτεύ' αμυγδαλιές, θά 'χη και τσού τζιτζίκους
(1952)
Όποιος μπλέκει σε πολλές υποθέσεις, έχει και πολλές σκοτούρες
Αργαλειό μου, φυλακή μου, ρόκα μου, ξεφάντωσή μου
(1952)
Γιατί το αργαλειό σε κλείνει (ο αργαλειός) μέσα, ενώ με τη ρόκα μπορείς να γυρίζης στη γειτονιά
Απρίλης γρίλης, τιναχτοκοφινίδης
(1952)
Γρίλης φιαστή λέξη, επειδή υπάρχει γρίνια τον Απρίλη. Το ψωμί είναι λίγο και τινάζουν τα κοφίνια μήπως εύρουν τίποτα μέσα
Αργεί το Πάσκα, μα 'ρκεται
(1952)
Τ' Αλωναριού τα μεσημέρια, και του Γεναριού οι νύχτες
(1952)
Πιστεύουν πως αυτά τα δυό είναι βαριά και πρέπει να φυλαγώμαστε απο τα ξωτικά τους
Τσ΄αδειανής κοιλιάς η έγνοια, να ρτ΄η ώρα να γευτούμε
(1952)
Γεύομαι = τρώω το μεσημέρι
Αδειανή κοιλιά, Τετραδοπαράσκευο δεν ξέρει
(1952)
Τετραδοπαράσκευο η νηστεία που ορίζει η εκκλησία για την Τετάρτη και την Παρασκευή
Τε την εβίτσα στάσυ έμbη σο 'φτάλμι σου;
(1951)
Από την αυγή στάχυ μπήκε στο μάτι σου;
Ποπίσου του έσει 'φτάλμε
(1951)
Αποπίσω του έχει μάτια
Ξεπέλ' σε 'Εζ Γιώργης τ' αβγό του σο τσαΐρι. Ξαπόλυσε ο Άι -Γιώργης τ' άλογο του στο λιβάδι
(1951)
Από τ' Άι -Γιρωργιού, 23 Απριλίου, οι Φαρασιώτες ξαπολούσαν στα λιβάδια τ' άλογα και τ' άλλα τους χοντρά ζώα για βοσκή. Από τότε κολακαίρευε
Αγιά Βαρβάρα εγέννησε, ο Σάββας απεκρίθη κι άη - Νικόλας έτρεξε να πά΄νάν το βαφτίση
(1952)
Ημερομηνίες: 4, 5 και 6 Δεκεμβ. Με το παλιό ημερολόγιο, τα Νικολοβάρβαρα ήταν η καρδιά του χειμώνα. Η Αγία Βαρβάρα λοιπόν γεννάει το χιόνι κ΄οι δύο άλλοι άγιοι το δυναμώνουν...
Είσ' άν(d)ι Ακρούτ' , 'ς το κατζί τζο παίρεις
(1951)
Είσαι σαν Ακρούτης ' από λόγια δεν παίρνεις
Η αλεπού ήdο εκατό χρονώ και τ' αλεπέλλ' εκτό δέκα
(1940)
Μια αλεπού στεκόdαν έφνα πέρα. Είχε καρσίν μιαν ώρα μακρυά, φωτιά. Η αλεπού στεκόταν ορθή. - Τί κανεις μάννα; ρωτήσε τ΄αλεπόπουλο. - πυρώνομαι, παιδί μου. - Τ' αλεπόπουλο ύστερ' από λίγο άρχισε να τσιρίζει – τί έπαθες παιδί ...
Θέκ' το σερί σήν gαρdία σου τσαί γρέπ' το Θεόν bάνου τσαί πε το ληθώτικο
(1951)
Βάλε το χέρι στην καρδιά σου και κοίτα το Θεό απάνου και πές την αλήθεια
Συ, ε απός, ασλάν έργατα μbορείζ να ποίκ;
(1951)
Εσύ, αλεπού, λιονταριού δουλειές μπορείς να κάμεις;
Αγάλια 'γάλια κάουρα μην ανεβής τη σκάλα γιατ' είν' ο τάτας του παιδιού, φεύγα μωρή, μπαμπάλα
(1957)
Μία γυναίκα είχε μορόζο (=φίλο) κι ενανούριζε το παιδί της. Εν τω μεταξύ είχε πάει ο άντρας της στο σπίτι κι ο αγαπητικός της καθόταν απόξω. Λοιπόν εκείνη για ναν του δώση να καταλάβη έλιγε στο παιδί της [ τ' ανωτέρω].
Ο νομάτ' ένι ανdί χουωρό χορτάρ' φότι πρασινίζει, σολdϊενέσκει τσόας
(1951)
Νομάτης = άνθρωπος
Είσαι καό τυρί, άμα είσαι πατεμένο σο καμίν dο 'στσι
(1951)
Είσαι καλό τυρί, αλλά είσαι βαλμένο στο κακό τ' ασκί
Αράτσα πάτσες τα σό τσουφάλι
(1951)
Τώρα δά το πάτησες στο κεφάλι
Μο την gούρβα του κάθεται τσαι σηκούται, το τσουφάλι του 'ς το μbελά τζο γλυτώνει
(1951)
Με την πόρνη όποιος κάθεται και σηκώνεται, το κεφάλι του από τον μπελά δε γλυτώνει
Τον 'αγό είπεν dι “φύε”, είπεν dι τσαί το τα'ζί ''άμε πιες τα''
(1951)
Στο λαγό είπε “φύγε”, είπε και στο λαγωνικό “τρέχα πιάσ' τονε”
Ήτου λαϊκκον dο φαϊ, κάτσαν dα μαμούτσε έφαγαν dα, έσεσαν dα τσόας
(1951)
Ήτανε λίγο το φαϊ, κάτσανε τα μαμούνια τόφαγαν, τόχεσαν κιόλας. Όταν μιά δουλειά, που είναι από την αρχή στραβή, γίνεται χειρότερη
Λήτεψαν μες σο βιλλίν dουν, τσάπου μεζ ρίξουνε, καρουράν μες
(1951)
Λητεύω = δένω
Χάρ σαμού θωρείς λύκου 'χνάρε, 'ς ες το νου σου σα πράματα
(1951)
Κάθε που βλέπεις λύκου αχνάρια, να έχεις το νού σου στα πρόβατα
Σο σοφό Σολομών dου τζο πόμειν' ο κόσμος, σε κανείνα τζο πομένει
(1951)
Στο σοφό Σολομώντα αφού δεν απόμεινε ο κόσμος, σε κανένα δεν απομένει. Τόλεγαν με την έννοια ότι τα πάντα είναι πρόσκαιρα στον κόσμο τούτο
Ζ ορασπίσας το κατζίν dου 'κου, το τσουφάλιν dου 'ς τα πελάδε τζο γλυτώνει
(1951)
Εκείνος που ακούει της πόρνης τα λόγια, το κεφάλι του δεν το γλυτώνει από τους μπελάδες
Όταν περνάς από του κουμπάρου σου το σπίτι, χαιρέτα κι' ας μην είναι κανείς, στην πόρτα κάθετ' ο άη – Γιάννης
(1952)
Ο άη – Γιάννης ο Βαφτιστής είναι δεσμός για την κουμπαριά των βαφτισιών
Τση μελαχρινής η τζιέρα, νόστιμ' είναι κάθε μέρα και τση άσπρης τση μπουχνάτης, μιαν αυγή 'ν' η ομορφιά της
(1952)
Η άσπρη είναι όμορφη μόνο το πρωί που ξυπνάει
Να μην νάρτει το τα' ζο η νύφη, το παλό ζ' νύφης το γϊαμάτιν τζό 'ρτσεται
(1951)
Αν δεν έρθει η καινούργια νύφη, η αξία της παλία νύφης δε φαίνεται
Αν κάμης τα καλά παιδιά, το πράμα τι το θέλεις; Κι' αν κάμης τα κακά παιδιά, το πράμα τι το θέλεις;
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Γω ΄υρεύω περίλ΄ να γλείζω, τσαι συ΄ς τ΄ εμέν ΄λεύρι ΄υρέφ ;
(1951)
Εγώ γυρεύω γυράλευρο να γλέιψω και συ από μένα αλεύρι γυρεύεις ; Όταν ζητάμε κάτι από φτωχότερό μας. Πιρίλι ήταν τ΄ αλεύρι που μαζευόταν στο γύρο του μύλου. Πίκριζε και γι΄ αυτό τόδιναν στα γουρούνια
Σο κατζί σου γνένdα τσ' α νομάτ' να σε δώσει το γαρσιλίχιν dου
(1951)
Στο λόγο σου αγνάντια θα βρεθεί κι ένας άνθρωπος να σου δώσει την απάντηση
Γω φόρεσα οφτά ιμάτε πολύ 'ς τ' εσένα, γω τζο κατέχω τα τσαι συ κατές τα;
(1951)
Εγώ φόρεσα εφτά πουκάμισα περισσότερα από σένα, εγώ δεν το ξέρω και συ το ξέρεις;
Πασχά έρdα 'εννας το 'βο, τσ' έρτσεσαι σε μεν τζαι κακαρίζεις
(1951)
Πάσχα = αλλού
Τα παράδε 'ς φτάσουν σον bαπά, τσ' ο ψόφος τσάπου ύρεύει 'ς πα
(1951)
Ερμηνεία: Τα λεφτά να φτάσουν στον παπά, κι ο πεθαμένος όπου θέλει ας πάει
Ο νέγα Πάσκαζ 'α ναρτει τσαι να δεβεί
(1951)
Το μέγα Πάσχα θα 'ρθει και θα περάσει
Σαμού τζο σ' ο νομάτ' παράδε, ατσονdου α να 'σ'χίλι, φαϊτάς τζο 'σει
(1951)
Ερμηνεία: Όταν δεν έχει ο άνθρωπος λεφτά, όσο κι αν έχει μυαλό, κέρδος δεν έχει
Το κούτζιν dου σο γαϊρίδι τζο φτάνει, κουπανίζει το σαμάρι
(1951)
Η δύναμη του στο γαϊδούρι, δε φτάνει, χτυπά το σαμάρι
Α σε κατεβάσω σο ποτάμι, α σε βgάω διψασμένο
(1951)
Θα σε κατεβάσω στο ποτάμι, θα σε βγάλω διψασμένο. Όταν ένας ήθελε να δείξει στον άλλον πως είναι εξυπνότερός του, και πως δεν πιάνεται με τα λόγια. Τόλεγαν και σε γ' πρόσωπο: Παγάνει σε σο ποτάμι, τσαί φερίνει σε διψασμένος. ...
Τσάπ' είνdαι πουά μαμούκτες, για το σεριν dου, για το ποράδιν dου μαχτσουμού 'α βgάλουνε
(1951)
Όπου είναι πολλές μαμές, ή το χέρι ή το ποδάρι του παιδιού θα βγάλουνε
Ότιζ λε' τ' ορτόμ dου, γατϊέζουν dα'ς τα οφτά χωρία
(1951)
Όποιος λέει την αλήθεια, τον διώχνουν από τα εφτά χωριά