Αναζήτηση
Αποτελέσματα 5501-5600 από 5686
Συχνοπούλε τζαί λι(γ)οκέρτιζε
(1940)
Εν τη καταναλώσει το κέρδος.
Αμ μεν ι-σφίξεις το τζερίμ, μέλιν εβ βκαίννει
(1940)
Όπως η κηρήθρα αποδίδει το μέλι μόνον όταν συμπιεσθεί, ούτω και ο φιλάργυρος δίδει χρήματα μόνον όταν βιασθή.
Σταλιά σταλιά το νερόν, το μάρμαρον τρυπά το.
(1940)
Σταγόνες ύδατος, πέτρας κοιλαίνουσι.
Σταλιά σταλιά το νερόλ, λίμνη γίνεται.
(1940)
Σιγά σιγά το μικρόν και ολίγον, γίνεται πολύ, φυλαττόμενον.
Κατά το πάπλωμά σου, σώρευκε τζαί τα πόδκια σου.
(1940)
Πράττε κατά την δύναμιν σου, διότι υπερβάλλων αυτήν βλάπτεις τον εαυτόν σου.
Ο σκύλλος με το στανειόμ πκιάννει λαόν;
(1940)
Δουλειά δια της βίας ούτε ταχέως ούτε καλώς γίνεται.
Σταλαμαθκιά- σταλαμαθκιά γίνεται κόλυμπος
(1951)
Σταλαματιά -σταλαματιά γίνεται λίμνη.
Τάϊσ' τομ πελλού, να σου σέση τζι' όλας
(1931)
Δος τουτρελλού να φάη, να σουχέση κι όλας. Για εκείνους που τους κάνεις ένα καλό κι ούτε σε εκτιμούν, ούτε σου δίνουν σημασία
Σταλαμαδκιά-σταλαμαδκιά το μάρμαρον τρυπά το.
(1951)
Σταλαματιά-σταλαματιά τρυπάρι το μάρμαρον.
Δι' εκείνους οι οποίοι επιτυγχάνουν τι δια μεγάλης υπομονής.
Έσσω σου τάϊζε ψουμί, τζ' όξω σου μέμ παίρνεις
(1940)
Να ήμεθα φιλόξενοι, δια να τυγχάνωμεν τοιάυτης ταξιδεύοντες.
Σταλιά σταλιά το νερόν, το μάρμαρον τρυπά το.
(1940)
Σταγόνες ύδατος, πέτρας κοιλαίνουσι.
Έταξαν σου τον βούν, πιάσ' το σσιοινίν τζιαί λάμνε
(1954)
Σου τάξανε το βώδι πάρτο σχοινί και φύγε.
Πρέπει κανείς να φροντίζη να αποκτά αμέσως εκείνο που του υπόσχονται οι άλλοι διότι έαν καθυστερήση πιθανόν να μεταβάλουν γνώμην.
Νούς τούρτσικος, χωράφιμ μαζέρι
(1940)
Το ακαλλιέργητον χωράφι δεν παράγει άλλο από αγκάθια
Να τουρτσιέψη κανένας αμμά να γινή καδής
(1953)
Δεν αξίζει να αμαρτάνη κανείς για το τίποτα
Να τουρτσέψω τζαι να γινώ χατζίνα, τς όι χαμαμτζίνα.
(1940)
Να παρασυρθή κανείς εις πράξεις επιμέμπτους αλλά να έχη τουλάχιστον σημαντικάς ωφελείας.
Εν είμαι ο Τουραλής
(1940)
Ιστορείται ότι έζη κάποτε εις Λευκοσίαν ο Τουραλής επιτήδειος κλέπτης, ο οποίος μετά απειραρίθμους καταδίκας κατάντησε να καταδικάζεται ανελελέγκτως. Κάποτε όμως ο καδής διά να απαλλαγή από την εξ αυτού ενόχλησιν τον ...
Εταξάσ σου τοβ βούν; πκιάσ' το σχοινίν και βούρα
(1924)
Όταν τις σου υποσχεθή κάτι τι, ζήτησε το αμέσως, εκ φόβου μήπως μεταμεληθή και ανακαλέση την υπόσχεσίν του.
Τάζω τ' αμπέλια μου για ν' αρμάσω τα παιδιά μου
(1923)
Δύναται τις να επιτύχη σύμφορον γάμον υπερ της ιδιας της θυγατρός, δι' απλής υποσχέσεως μείζονος ποσού.
Μεν τάξεις του αγίου τζαίριν, τζαί του μωρού κουλούριν
(1940)
Διότι αν δεν τα δώσωμεν θα τα απαιτούσι.
Τάξε του αγίου λάδιν, τζαί του πελλού κολλούριν
(1940)
Η δωρεά διαθέτει καλώς του δωρούντος.
Τούρκος γιοφύριν τζι αν γενή, πουπάνω του μεν ρέξης
(1954)
"Τούρκος γεφύρι κι αν γενή από πάνω μη περάσεις"
Ερμ.: Δια την αστάθειαν και απιστίαν των Τούρκων
Ετάξασ σου βούν; Πιάσ' το σσοινίν τζαί βούρα
(1940)
Να δεχόμεθα ό,τι μας δίδουσιν, διότι ενδέχεται να μετανοήσωσι βραδύτερον.
Πρέπει να ξεύρης του καθενού την τσαέραν που του ταιρκάζει
(1940)
Να εκτιμώμεν τον καθένα αναλόγως της αξίας του.
Εταίριασαν τα σκουφιά μας
(1943)
Εσυμφώνησαν οι χαρακτήρες μας.
"Εταιρκάσαν τα σκουφκιά τους." "Εταιριάξαν τα φέσια τους."
(1954)
Επί συμφωνίας χαρακτήρων.
Του τταμακέρη για κλέψε του για γάμον του
(1940)
Διότι δεν θα μας δώση χρήματα αυτοθελήτως.
Άμαγ κλάσ' ο σοίρος, η ψυσή του Τούρκου βρίσκει μύρον άμαγ ηκλάσ' η λόττα, η ψυσή του βρίσκει σόρταν
(1931)
Πείραγμα στους Τούρκους
Ο ταμμακιέρης τζ' ο ψεύτης συμφωνούν εύκολα
(1940)
Έκαστος αυτών επιδιώκει το συμφέρον μόνον.
Παλιά μ' αγάπη στο καλό, τζηνούρκα, έλα κοντά μου τζαί της παλιάς θ' αθθυμηθώ τζ' εν να καή καρκιά μου
(1940)
Λέγεται δι' όσους αναπωλούσι και αναμιμνήσκονται μετά πικρίας και στεναχωρίας προτέραν των ευτυχίαν
Άπου θέλει ν' αγαπήση, θέλει να χασομερήση, θέλει τζη' άσπρα να ξοδκιάση τζηαι να μεν τα λοαρκάση
(1951)
Επί των αγαπώντων δια να υποδείξουν εις αυτούς τας βλάβας που θα υποστούν εκ της αγάπης.[Όποιος θέλει ν' αγαπήση, θέλει να χασομερίση, θέλει κι άσπρα να ξοδέψη και να μην τα λογαριάση]
Εν ο άγιος Νεπίος
(1940)
ναούς ως εν Φανερωμένη Λάρνακος. Εις το ορεινόν διαμέρισμα Λάρνακος γνωρίζομεν τρείς τριμιθκιές στολισμένες όπως η εν Πάφω μοσφιλιά. 1) Εις τον προς Βάβλαν δρόμον εν Λευκάρων κατά την τοποθεσίαν Σωτήρα ομώνυμον βουνόν (ή Σταυρί) δι ύπαρξιν επ΄αυτού ναού...
Επεψέν το ν' αλέθη
(1940)
Παλαιότερον μόνον εις νερόμυλον ελέθετο το σιτάριν. Επειδή τοιούτον είχον μόνο τα χωριά που διέθετον νερόν, οι νερόμυλοι ήσαν ολίγοι με αφθονίαν πελατών. Τα χωρίς νερόμυλον χωριά ήσαν ηναγκασμένα να αλέθωσι “παραχώρκου”, ...
Αγάπα με σασ σ' αγαπώ, θέλε με σασ σε θέλω, γιατί εν νάρτ' ένας τζαιρός να θες τζαι να μεθ θέλω
(1940)
Ο χρόνος πολλά μεταβάλλει, ευμετάβλητα δε είναι ένεκα διαφόρων λόγων και τα αισθήματα, αι επιθυμίαι μας.Όταν δυνάμεθα να επιτύθχωμεν κάτι ας μην διστάζωμεν, χάνοντες ούτως καταλλήλους ευκαιρίας
Που τ' αγάπουν τογ καλόμ μου τζαι που τον είχα έννοιαν πέντε γρόνους τον εφίλουν τζ' 'εν τον εί' αν είσεγ γένεια!
(1931)
Π' αγαπούσα τον καλό μου, κι από τα του είχα έγνοια, πέντε χρόνια τον φιλούσα και δεν είδ' αν είχε γένεια. Για κείνους που λένε πως ενδιαφέρονται για ένα φίλο τους, ενώ στην πραγματικότητα ούτε το παραμικρό τους γνοιάζει
Αμ πέσ' η πέτρα πάσ' στ' αβκόν, αλοί ταβκόν. Αμ πέση ταβκόμ πάσ' στημ πέτραν, αλοί ταβκόν
(1940)
Όπως το αυγόν, ασθενές και εύθραστον, τοιουτοτρόπως και ο απροστάτευτος και πολλαχώς αδύνατος εις σύγκρουσιν του μετ' ισχυρού και πλουσίου θα έχη κακάς συνεπείας,είτε δίκαιον είτε άδικον έχει.
Απού τον αγάπουν τογ καλόμ μου τζ' είχα τομ πολλά στην έννοιαν, πέντε γρόνους τον εφίλουν τζ' 'εν τον είδ' αν έσει γένεια
(1920)
Ερμηνεία: Επί των αδιαφορούντων δια τους στενούς συγγενείς και στενούς φίλους και επί των δεικνυόντων άγνοιαν δια τα αφορώντα τους συγγενείς και φίλους των
Απ' αγάπουν τογ καλόμ μου, εν τον είδ' είντα μάδκια είδεν
(1940)
Εις παλαιοτέραν εποχήν η γυναίκα εθεωρείτο ανάρμοστον να προσβλέπη κατάμματα τον άνδρα, συνήθως δε και αυτή ακόμη η ύπανδρος προ παντός η χωρική, εις ένδειξιν υποταγής δεν συνήθιζε να ατενίζη τον άνδρα της. Η παροιμία ...
Αγκρίστηκεν η καλή μου τζαι πα να τημ μερώσω έαγ καθίζιγ κότσιρους να της παρασονώσω
(1931)
Μ'αλωσε η αγάπη μου, πάω να τη την αγαπήσω, ένα καζάνι κόπρανα να της τα παραχύσω. Πέιραγμα σ' ένα που κακοφανίστηκε μαζί μου, χωρίς να τον αγαπώ και χωρίς να μ΄ενδιαφέρει
Απόσει δκυό αγαπητιτζές, έσει χαράμ με(γ)άλην, αντάμ μαλλώση με τημ μιας, φεύκει τζαι πα στην άλλην
(1940)
Εις περιπτώσεις καθ' ας εκδιωκόμενοι από την θέσιν μας έχομεν ασφαλώς άλλην
Αγκρίστηκεν η καλή μου τζ' αι πα να τημ μερώσω, έναγ καθίζιγ κότσιρους να της παρασ' ονώσω.
(1948)
Μάλωσε η αγάπη μου, πάω να τη φιλέψω, ένα καζάνι κόπρονα να της τα μαγειρέψω. Αγγρίζομαι=μανίζω. Ερμηνεία: Για ένα πού κακοφανίστηκε μαζί μου χωρίς να τον αγαπώ και χωρίς να του δίνω σημασία
Αγκρίστηκεν η γουρουνιά τζ' έπκιασεν τα γουρούνια τζ' εβκηκεμ πάσ' στησ συκαμιάν, να φάη μακαρούνια.
(1948)
Μάλλωσε η γουρούνα μου κ' έπιασε τα γουρούνια και βγήκ' απάνω στη μουριά, να φάη μακαρούνια. Ερμηνεία: Για κείνους που τους ψευτοκακοφαίνεται το παραμικρο (συνειθίζεται στα παιδάκια)
Της Αγιά Μαρίνας ρώγα τζιαι τ' Αϊ Λιά σταφύλι
(1958)
Αυτό είναι μιά ευχή, την οποίαν εύχονατι οι χωρικοί εις τους συγχωριανούς τους διά την καλήν παραγωγήν του σταφυλιού, αν και οι δύο αυτές εορτές απέχουν τρείς ημέρες η μία από την άλλην. Διηγήθηκε μιά γριά από το χωριό ...
Ο απόστολος Βαρνάβας ανοί(γ)ει τα παντα(γ)ύρκα τζ' ο απόστολος Αντρέας βαδώννει τα
(1940)
Τα μεγάλα μανηγύρια άρχονται την 11ην Ιουνίου εορτήν του αποστόλου Βαρνάβα. Η τελευταία πανήγυρις, η του αποστόλου Ανδρέα 30 Νοέμβρ. Επειδή ένεκα της αποστάσεως και της κακοκαιρίας ήτο δύσκολος η προσέλευσις εκ των άλλων ...
Πού τ' αγάπουν τογ καλόμ μου,τζ' απού τον είχα έννοιαν, πέντε χρόνους τον εφίλουν, τζ' εν τον είδ' αν είσεγ γένεια
(1940)
Εις περιπτώσεις καθ' ας είναι καταφανής η έλλειψις αγάπης και ενδιαφέροντος. Φέρεται ως έχουσα την αρχήν της εις μύθον, κατά τον οποίον σύζυγος κληθείσα εις αναγνώρισιν φονευθέντος, είπεν ότι ναι μεν ούτος ομοιάζει προς ...
Πέντε γρόνους τζ' ένεμ μήναν έκαμερ ροάνιν νήμαν – τζ' έβαλεν τηγ κάτταμ πράτσον – τζαί τα πόδκια της παλλούτζια – τζ εκατέβιν το πονdίτζιν 5 – που τι γέρημοβ βολιτζίν – τζ' έσκανdάλισεν τηγ κάτταν – τζ΄ εσαντάνωσεν το νήμαν. - Που τον καμόν τζείν του νηματου – πέντε χρόνους ετζοιμάτουν 10 στον οσσιόν του κροδωμάτου
(1940)
Παραλλαγή εκ Λύσης (Αμμοχ.)...
Χρονικά, τ. Θ, σελ. 12, αρ. 4)...
Χρονικά, τ. Θ, σελ. 12, αρ. 4)...
Α συμπεθέρα. Εσούνη πο 'τζεϊν 'το λαόνιν, τζ΄ εγιών πο τούτο να κρυφομιλήσωμεν. Η νύφη που μας έδωκε εξέ(β)ην δρούφκια. Κράτησ' τησ συμπέθθερε, κράτησ' την τζ' έσει το η γενιά της. Έκαμεν το η μάνα της έκαμεν το τζ' η θκιά της
(1940)
Ερμηνεία: Επί κληρονομηκότητος προ παντός ως προς το ηθικόν
Αν βρέξη ο Μάρτις δκυό νερά και Απρίλλης άλλον έναν και ακύμ αδ δόξη και του Μά και μυλλοψιχαδίση αξίζει και ταμάξιν του και τον αμαξηλάτην
(1924)
Μυλλοψιχαδίση= Ρίψη ψεκάδας
Δανεικά τζ' ανεμόστροφα
Ερμηνεία : ανεμόστροφος = ο έχων επιφάνειαν ακανόνιστον, μη ομαλήν ∙ παν σώμα, το φυσίον, τιθέμενον επί ομαλής επιφανείας, δεν εφαρμόζεται, αλλά το εν άκρον είναι ανασηκωμένον και όταν χαμηλώσεις τούτο, ανυψούται το έτερον. ...
Της γεναίκας σου μυστικόμ μεμ πης, αναγιωτόμ μεμ πιάσης τζαι φίλον ζαφτιέν μεγ κάμης
(1940)
Η παροιμία λέγεται και άλλως: “Της γεναίκας σου μεμ πης το μυστικός σου, φίλο δικαστήν μεγ κάμης, στον αναγυιωτό σου μεδ δώσης θάρρος τζαι που στενοπερίσσετον μεδ δανειστείς”, και οφείλεται εις τον εξής μύθον (βλ. μύθον ...
Ο Μάρτης ο πεντάγνωμος πέντε βολές εσιόνισεν τζιαί πάλε το μετάνοιωσεν που δεν εξανασιόνισεν
(1958)
Οι χωρικοί για τον Μάρτην έχουν την ιδέα πως “ότι του κατεβαίνει κάμνει” μιαν σιονίζει, μιαν βρέσιει τζιαι κάποτε μπορεί να φκάλη την καλλίττερην λιακάδαν. Διηγήθηκε μια γριά από το χωριό Άγιος Γεώργιος στην επαρχία Κυρηνείας
Η γλώσσα του εβ βεριάϊν
Ερμηνεία: Βεριά(δ)ιν (το) = μικρόν ξύλον του υδρόμυλου ή αλευρόμυλου συνδεόμενου με την θήκην, εντός της οποίας πίπτει το σιτάρι εν της αβάνης. Το ξύλον τούτο κινείται αενναώς υπό της στρεφομένης μυλοπέτρας, κινούμενον δε ...
Κrιζι σταφύλιν το κρατώ, τζ' είνον κρατώ τζαί να το το κρεdιτοσ σου εν να δω, τζαι το σταφύλιλ φα το
(1940)
Θια τους θυσιάζοντας κάτι υπέρ άλλων δια να δοκιμάσωσι την φιλοτιμίαν των
Η Δευτέρα, Τρίτη μπαίννει τζ' η Τετράδη κατεβαίνει τζαι η Πέφτη εγ κοντά της τζ' η Παρασσευκή κλουθά της Σάββατον κουντούρα μέρα Τζερκατζή καλοκαρτούσα τζαι Δευτέρα μουρμουρούσα
(1940)
Το Σάββατον, που εσυνηθίζετο γενική καθαριότης, μπουγάδα, φουρνισμα ψουμιών κλπ. εφαίνετο μικρά η ημέρα ένεκα των πολλών εργασιών. Καλόκαρδη ήτο η Κυριακή λόγω της αργίας
Αμ πάρω άντραγ Γιαννην, τζαι κάμω γυιόβ Βασίλη, τζαι βγή να κόψη σταφύλιν τζαι ππέση τζαι σκοτωθή; Αχ τογ γυιόμ μου τοβ Βασίλην
(1940)
Δι' όσους στενοχωρούνται δια πιθανα κακά
Ο λαός και το περτίκιν και ο κακός ο νοικοκύρις τογ Γεννάρην χαίρουνται
(1924)
Διότι ο νοικοκύρις θωρείται καλός, όταν είναι προνοητικός και φροντίζει εγκαίρως δι' όλα τα χρειώδη του οίκου του χωρίς να είναι υποχρεωμένος, μέσα εις το αφφάλιν του χειμώνα, ως αποκαλείται ο Ιανουάριος, να τρέχη δεξιά ...
Ο παράς σου ναμ που τογ κόποσ σου, τζ'οϊ που τογ κώλοσ σου. Γιατί ό,τι τζερτίσεις που τογ κώλομ πάει του κώλου
(1940)
Ερμηνεία: Τα αδίκως και κακώς αποκτηθέντα εξανεμίζονται τάχιστα
Το πράμαμ που γεννά ψοφά
(1948)
Ερμηνεία: Είναι πείραγμα που έρχεται ως συμπλήρωμα για ένα άψυχο πράμα, που σου λέει ο άλλος πως γέννησε. Τον λόγο έχει ο Ασκλανίχοτζ'ας, ο Ναστρεδδίν Χότζας. Δανείστηκε δηλαδή , μιά φορά από τη γειτόννισά του ένα καζάνι. ...
Το κρομμύδιμ που το πωρνόν φά το εσού το μεσομέριδ δος το του φίλου σου τζαι την νύχταν του σκούντρου σου
(1940)
Το κρομμύδι πιστεύεται ότι φέρει άφθονον διούρησιν, ότι βλάπτει την όρασιν, ότι είναι δύσπεπτον και ότι ενδυναμώνει
Του τοίχου του κακότοιχου τα ρούχα εν ο πρεπός του τζαί της κοπέλλας τα μαλλιά, τζαι του δέντρου ο αθθός του
(1940)
Το δέντρο ανθισμένο είναι πλέον ευχάριστον, όπως και ο γυμνός τοίχος όταν κοσμηθή
Που 'ν να παν οι αίγες του σσ' υλλομούρτατου! Εμείναμ μας ένdεκα μήνες τζ' αι κοσ' ιεννιά μέρες
(1948)
Που θα παν οι κατσίκες του σκυλλομουρτάρη! Μας μείνατε έντεκα μήνες κ' εικοσιεννιά μέρες, Ερμηνιά: Για κείνους που απ' την πρώτη μέρα π' αρχίζουν μια δουλειά την βαρειένται και λογαριάζουν διαρκώς πότε θα τελειώση
Αφ' φάη σκατά η κατσικορώνα, η θάλασσα εν ιξημαρίζει
(1924)
Με το να υβρίση κακόγλωσσος τις και υβριστής (κατσικορώνα) άλλον τινά ευϋπόληπτον (θάλασσα), ούτος ουδόλως ατιμάζεται ούτε μειώνεται η τιμή του. Ανάλογοι και οι παροιμ. “πάνω 'ςτο γιαλίν τίποτ' εν κολλά”, “ο λόγος ο άσχημος ...
Πριν εγυρεύαν πο γενιά, τώρα ζητάν ποιός έχει (δηλ. Λεφτά), μα που 'χει νου και στοχασμό πάλι γενιά γυρεύει
(1948)
Ερμηνεία: Πρέπει να προτιμά κανείς τις καλές οικογένειες παρά το χρήμα, οσάκις πρόκειται για συνοικέσιο
Ο Μηνάς εμ που μηνά – τους βουνάτους τζαι περνά τζαι τους ασπροζιμπουνάτους σούζει τους τζαι πελεκά τους
(1940)
Το ψύχος αισθάνονται μόνον οι κακώς προφυλαγμένοι
Απρίλλης γρύλλης τέσσερις. Μας τζαί πρωτογιούνης έξη, ο μήνας που σ' επήρα τζαί μ' έπηρες οχτώ τζ' ο μήνας που 'γεννήθην το μωρόν ενιά
(1940)
Γύφτος απορών πως τόσον γλήγορα μετά τον πρόσφατον του γάμου εγέννησεν η γυναίκα του, ηρώτησεν αυτήν πως συμβαίνει τούτο και έλαβε την ως άνω απάντησιν
Απού μ' έκλεψεν μιαφ φοράν νάσιη την κατάραν μου, απού μ' έκλεψεν δκυο νάσιη την ευτζιήν μου
(1954)
Κείνος που μια φορά μ' έκλεψε νάχη την κατάρα μου, κείνος που μ' έκλεψε δυο νάχη την ευχή μου
Ο Γεννάρις τζ' ο Μάρτις εγελάσαν του κουτσοφλέβαρου τζ' επήραν του που μιαν ημέραν για να πειράξουν τηρ ρκάν, τζ' ο Γεννάρις έβαλεν τηρ ρκάν μεσ στοφ φούρνον
(1940)
Η ρκά κατά κυπριακόν μύθον, σαν εσώρεβκε τογ Γεννάριν κουτσιά είδεν τοσ σειμώναν τζαι το καλοτζαίριν που εμαλλώναν τζ' ελαλούσαν όϊ εγιώμαι καλύτερος, όϊ εγιώ. Τζ' οι δκυό τους είπαν να μεμ μαλλώνουν τζαι να ρωτήσουν τηρ ...
Η κάττα τα σκατά της του σσύλλου εν τα δείχνει
(1940)
Δι όσους δεν εμπνέουν εμπιστοσύνην. Η παροιμία προήλθεν εκ του μύθου της “πομισαρκάς” σκύλου και γάτου. Μιαφ φοράμ που ήσαν φιλεμένοι ο κάττος με τοσ σσύλλον επομισαρέψαν για να κλέψουν λουκάνικα. Ο κάττος που εσκαρβέλλωσε ...
Εν ο λαωμένος της Φραγκούς
(1940)
Φέρεται ότι κάποια ευρωπαία είχεν εις την υπηρεσίαν της επιληπτικόν, ίσως τον Χατζηττοφή του Baldow. Ο επιληπτικός αυτός είναι γνωστός, διότι ζητούμενος νύκτα ισχυρίζετο ότι τον έπαιρνε ο άϊς Γεώρκης εις Βηρυτόν. Κατά ...
Βούρα θκειέ Κκαντη τζ΄ έμπέηκεν τζ' εν ι – βκαίνει
(1940)
Ερμηνεία: Όταν συναντώμεν δυσκολίας και η βοήθεια άλλων είναι απαραίτητος. Προήλθεν εκ του ό,τι μιάς παλαβής το χοιρούδιν εδοκίμασεν να εξέλθη από το δωμάτιον, και έβαλε το κεφάλι του εις το άνοιγμα της πόρτας, χωρίς να ...
Η κάττα τα σκατά της του σσύλλου εν τα δείχνει
(1940)
Δι όσους δεν εμπνέουν εμπιστοσύνην. Η παροιμία προήλθεν εκ του μύθου της “πομισαρκάς” σκύλου και γάτου. Μιαφ φοράμ που ήσαν φιλεμένοι ο κάττος με τοσ σσύλλον επομισαρέψαν για να κλέψουν λουκάνικα. Ο κάττος που εσκαρβέλλωσε ...