Αναζήτηση
Αποτελέσματα 101-110 από 254
Που τζααμαί που ννα ρέξη χόρτον ενι βλαστά
(1931)
Από κει που θα περάση χορτάρι δε φυτρώνει
Πού άδρωποσ στενοπερίσσευτον ππαράες μεδ δανειστής
(1931)
Απ' άνθρωπο στενοπερίσσευτο λεφτά μη δανειστής
Τα ριάλι' ας έρκουνται τζι ο νεκρός εις τ' ανάθθεμαν
(1931)
Για κείνους που αποβλέπουν μάλλον στα λεφτά παρά στο σκοπό, για τον οποίο πληρώθηκαν
Για πράσσε για μετάπρασσε για που τογ κόσμολ λείπε
(1930)
Λέγεται επί των μη εχόντων εμπορικάς επιχειρήσεις
Ξωπαναυρα χωργκάτης αλλαμένος
(1930)
Ερμηνεία: Επί των πειρωμένων να κατορθώσουν τι, αφού απολέσθη η προς τουτο ευκαιρία, ως πράττει ανόητος τις, ενδυόμενος μεγαλοπρεπής (αλλάσσων) “κατόπιν εορτής”
Αλί τομ πεύκον τζι αρ ραή!
(1931)
Αλίμονο δηλαδή στον άνθρωπο που σακατεύτηκε
Φκιά κουφά τζ' ο Θεός κριτής
(1935)
Φράσις συνήθης επί ενόχων ελεγχομένων και σιωπώντων
Το πράμαμ πουγεννά ψοφά
(1931)
Είναι πείραγμα που έρχεται ως συμπλήρωμα για ένα άψυχο πράμα, που σου λέει ο άλλος πως γέννησε. Τον λόγο έχει ο Ασκλανίχοτζ'ας, ο Ναστρεδδίν Χότζας. Δανείστηκε δηλαδή , μιά φορά από τη γειτόννισά του ένα καζάνι. Ύστερα ...
Έδ δανεικά τα πίσκαλα στογ γάμον
(1931)
Άμα θέλη κανείς να δηλώση πως θ' ανταποδώση τα ίσα. Η παροιμία προήλθεν από την συνήθεια πού' χουν οι χορευτές όταν χορεύουν το “ζεϊπέκκιν”, ο ένας να στέκεται και να “πισκαλίζη” (κτυπάη τις παλάμες στον άλλο που χορεύει) ...
Δανείζου καλοπκιόρωννε τζαι πάλε στράφου τζ' έπαιρνε
(1931)
Δηλαδή να εξοφλάς τις υποχρεώσεις σου, για να σου παρέχουνται νέες