Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2601-2700 από 3101
Τώρα σ'τα 'εροdάματα θα μάθ' (ή μαθαίνει) ο 'έρος γράμματα
(1963)
Λέγεται όταν επιχειρή κανείς να μάθη κάτι καθυστερημένα
Μαθημένο 'dο βουνό τα χιόνια
(1963)
Δηλαδή όταν κανείς υφίσταται συχνα ταλαιπωρίες ή στεναχώριες και πόνους, σιγά σιγά εξοικειώνεται
Στον έρημο dόπο το Μάη βρέχει
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Αποβραδύς με σκόλασε και ταχύτερου πιάς με
(1963)
Λέγεται όταν δουλεύη κανείς την παραμονή εορτής
Τονα σου χέρι στα σκατά και τάλλο στα φασόλια
(1963)
Λέγεται σαν αστείο, με διφορούμενη την έννοια της λέξεως ''φασόλια'' δηλαδή ''να τα φας όλα''
Ο σκύλος τονε γνωρίζει τον αγά dου
(1963)
Λέγεται όταν κανείς είναι ευγνώμων, ή όταν αναγνωρίζη συγγένεια, φιλία
Ο σκύλος άμα μααριστή, πάει πια
(1963)
Λέγεται κυριολεκτικώς για το σκύλο, όταν συνηθίση να σκοτώνη ζώα στο κοπάδι να τα τρώη, και μεταφορικώς Λέγεται για κάθε κακή αρχή
Τα ξερά σκατά στο dοίχο δε gολλούνε
(1963)
Δηλαδή τα σαθρά επιχειρήματα, τα ψεύδη, οι υπερβολές δεν γίνονται πιστευτά, δεν πιάνουν
Εώ σου λέω σκόρδο κι' εσύ μου λες κρομμύδι
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση ασυνεννοησίας
Ήκουα κι' εω bαbακιές!
(1963)
Bαbακιές = τοπωνύμιο στην Απείρανθο
Κάλλι αργά παρά ποτέ
(1963)
Δηλαδή, καλύτερα είναι να γίνη κάτι, έστω και καθυστερημένο, παρά να μη γίνη καθόλου
Παροιμία
(1963)
Θα σου πω ένα λόο στ' αφτί
(1963)
Λέγεται σαν απειλή. Π.χ. “Να παρατήσουν οι Αμερικάνοι να μασε δώνου dα δολλάρια κι ύστερα θα σου πω 'ώ ένα λόο στ' αφτι”.
Στη 'ομαριάστρα βάνεις, βάνεις και στη στράτα πορδοκλάνεις
(1963)
Ομαριάστρα=το μέρος, που δένουν το 'ομάρι.
Η σκύλ΄ απού τή βιά τζη κάνει τά σκυλάκια (ή: τα κουλούκια) στραβά
(1963)
Δηλαδή, η βιασύνη έχει ώς αποτέλεσμα ατελή εργασία
Βελόνα
(1963)
Είdα να κάμη ο βρεμένος του παωμένου
(1963)
Δηλαδή ο ένας φτωχός δεν μπορεί να βοηθήση τον άλλο
Πέρα βρέχει
(1963)
Λέγεται για τον αδιάφορο ή τον κουφό ή εκέινον, που δεν μπαίνει εύκολα στο νόημα
Πόχει μωρά και τζάτζαλα, στο 'άμο είdα θέλει;
(1963)
Δηλαδή, όποιος έχει μικρά παιδιά, πρέπει να κάθεται στο σπίτι του, γιατί και τους άλλους ενοχλεί κι ο ίδιος ταλαιπωρείται
Αδύνατο 'ναι να ενή 'άμος άκλαυτος και λείψαν' αέλαστο
(1963)
Λέγεται όταν συμβή να κλάψουν σε γάμο, γίνεται αυτό με τη θύμηση πεθαμένων οικείων ή να γελάσουν σε κηδεία
Πάρε με στο 'άμο σου, να σου πώ και του χρόνου
(1963)
Λέγεται για αχαριστία ή δυσφορία έναντι προσφοράς
Από 'άμον έρχομαι και πολύ πεινώ
(1963)
Λέγεται, όταν, ενώ υποτίθεται ότι έφαγες καλά κάπου, εμφανίζεσαι πεινασμένος
Άμα δε 'έρνη ο 'άδαρος πέτρα δε dαξιδεύγει
(1963)
Λέγεται, όταν για ισορρόπηση φορτίου χρησιμοποιείται πέτρα από τη μια πλευρά του ζώου
Α' δε 'έρνη 'άδαρος, πέτρα δε dαξιδεύγει
(1963)
Λέγεται, όταν για ισορρόπηση φορτίου χρησιμοποιείται πέτρα από τη μια πλευρά του ζώου
Δε με κόφτει 'ια το bάτσο, αλλά 'ια το 'ιατί
(1963)
Δηλαδή δεν ενδιαφέρει το αποτέλεσμα, αλλά η αιτία
Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα σπά
(1963)
Δηλαδή η κακή γλώσσα μπορεί να γίνη αφορμή καταστροφής
Το βουνό δεν εδούλιασε dο μεγάλο 'ομάρι, παρά τσοί πολλές στράτες
(1963)
Δηλαδή η συστηματική και συνεχής εργασία είναι πιο αποδοτική από την έντονη αλλά όχι συνεχή.
Τω γνωστικώ τα πράματα τα τρών οι χαροκόποι
(1963)
Δηλαδή τις οικονομίες των συνετών τις χαίρονται σπάταλοι κληρονόμοι.
Ά δε gουράσης γόνατα, κοιλιά δε θαραπεύγεις
(1963)
Δηλαδή αν δεν κουραστής, δεν εξασφαλίζεις τα προς το ζήν.
Η 'ούλα d' ανθρώπου καράβια πουλεί και καράβι αοράζει
(1963)
Δηλαδή όταν τρώς πολύ, μπορεί να πουλήσης ολόκληρη περιουσία, και αντιθέτως, όταν κάνης οικονομία, μπορεί να δημιουργήσης περιουσία.
Η γρίνα ξελοθρεύει σπίθια
(1963)
Ό, τι ΄υρεύγει κανείς, το βρίσκει
(1963)
Λέγεται, όταν πάθη κανείς κάτι κακό, που οφείλεται σε ανοησία του. Π.χ. «Μα ΄bόριες να μη gρεμνήσης, που σαρτοκαπάς όλη μέρ΄ απάνω στα δώματα ; Ό,τι ΄υρεύγει, λέει, παιδί μου, κανείς, το βρίσκει
Να ΄υρίση ο τρόχος να πλουτίνη κι ο φτωχός
(1963)
Λέγεται, όταν ένας φτωχός ικανοποιήση η ελπίζη να ικανοποιήση μια επιδίωξη του
Το ένα χέρι να μην ηξέρη, είdα 'δώκε d' άλλο στο φτωχό
(1963)
Δηλ. η ελεημοσύνη πρέπει να γίνεται μυστικά
Οdε δανείζεται, έλα, κι' οdε dά δώνη, κλαίει
(1963)
Έλα = γελά. Λέγεται κυριολεκτικώς
Τ' αgέλου dου δέ δώνει νερό
(1963)
Λέγεται για τον πολύ τσιγκούνη
Ω Θεέ μου, και πως τα βαστάς τα παράστρατα!
(1928)
Φράσις χρονιασμένο δεν είν ακόμα και φοραί δαχτυλιδάκι! Ω Θεέ μου και πως τα βαστάς...
Πλατάνοι σηκώνει
(1928)
Με τη φράση αυτή εννοούν πώς είναι κουτός
Το μήλο θα πέση κάτ' α' τη μηλιά
(1934)
Ό,τι γίνεται φυσικώς συμβαίνει
Πούχαν τα μαλλιά τα 'χάσα gι οι κουτρούλιδοι τα 'πιάσα
(1928)
Κουτρούλιδο = οι μαδημένοι
Μέγας είσαι πλάτανε με τα πλατανόφυλλα!
(1928)
Το λένε για κοροϊδία, αντί του “Μέγας είσαι Κύριε!”
Του παπά το πετραχείλι ποταμός είναι και σύρνει
(1928)
Ερμηνεία: Το λένε επειδή η παπαδωσύνη – ιδίως σε περασμένα χρόνια, είναι επικερδής δουλειά
Στου λωλού τα ένεια μαθαίνει ο μπαρμπέρης
(1928)
Ένεια = γένεια
Όπκοιο νερό μέ πνίξη θάλασσα λοϊέται
(1934)
Όταν πάθη τις κακόν τι δεν ενδιαφέρει παρά η ουσία
Σαββάτο αμαέρευτο bοbή τσ' εβδομάδας
(1934)
Εντροπή να μη μαγειρέψης το Σάββατον
Ίνησα Πετσά κομμάθια
(1928)
Πολύ μαλλωμένοι
Το πρόσωπο τ' ανθρώπου 'ναι μαχαίρι
(1928)
Υβρίζεις κάποιον ενώ λείπει, όταν όμως τον δης κόβεσαι δε βρίζεις πια
Σα dο σκύλλο με το gάτη
(1930)
Σαν αστείο, μα κι όταν πραματικά μαλώνουνε
Όποιος πεινα κι όποιος διψά πέσε ραβδί δος του μιά
(1934)
Ο υπερβολικώς πτωχός και των ιπάντων στερούμενος δεν δικαιολογείται
Του παπά το πετραχήλι ποταμός είναι και σύρει
(1934)
Ερμηνεία: Κερδίζει ο ιερεύς
Να κλαίσιν εδα οι αζύμωτοι, να κλαί gι οι ζυμωμένοι
(1963)
Λέγεται, όταν παραπονιέται κανείς για φτώχεια, για μια έλλειψη που πραγματικώς δεν την έχει ή την έχει λιγώτερο από άλλους
Τάχεν η γρϊά στο νου τζη ήβλεπε gαι στόνειρό τζη
(1963)
Τάχεν = εκείνα που είχε
Ο λύκος κι' αν εέρασε gι' ήσπρισε dο μαλλί dου, μήτε τη γνώμη dου 'λλαξε μήτε gεφαλή dου
(1963)
Δηλαδή ο χαρακτήρας του ανθρώπου δεν μεταβάλλεται
Όλοι αλέθου gαι ζυμώνου, κι ο σπανός σα gάμη πίττα, βτρέχουν όλοι κι αρωτου
(1963)
Λέγεται όταν σχολιάζονται οι πράξεις ενός ανθρώπου, ενώ δεν σχολιάζονται άλλων, που είναι βαρύτερες ίσως ή όμοιες
Όλα dα πουλιά μισεύγου gι΄ο τουρλίτης απομείνει
(1963)
Παραδείγματος χάρη: “Όλοι εδιάησα bια στην Αθήνα, μόνο μεις επομείναμε στο χωριό. Όλα dα πουλιά ΄δα μισεύγου...”
Μητε το dρυ να κόψης μηδ' άκοπο να τον αφήσης
(1963)
Dρυ = το δρυν, την δρυν
Το χωραφάκι μου δουλεύγεται, το χωραφάκι μου πλερώνει
(1963)
Λέγεται, όταν ένας καλλιεργητής συμπληρώνη από την συγκομιδή κρυφά ή φανερά την αμοιβή του ή τα έξοδα του, που αρνήθηκε ή παραμέλησε να του πληρώση ο ιδιοκτήτης. Το χωραφάκι μου = λέγεται σε όλα τα πρόσωπα
Οπούβαλε dο έλαιο, νά βάλη καί το κλήμα
(1963)
Ήταν αρχικώς ευχή σέ βαφτίσια, ο νονός δηλ. νά γίνη καί παράνυμφος. Τά στέφανα γινότανε μέ κλήμα,πού τό περιτύλιγαν μέ βαμπάκι καί κορδελίτσα. Λέγεται, όταν προσφέρης σέ κάποιο μιά υπηρεσία καί ζητεί νά τήν ολοκληρώσης
Ο θεός να σε φυλάη από έρωτα γρϊάς, γιατί σου κολλά στο σβέρκο, σα dη μυία στο κρϊάς
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται και μόνον ο πρώτος στίχος
Τώρα πο 'βρήκαμε bαπά, να (ή ας) θάψωμε μια δέκαριά (ή καbόσοι)
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται, όταν θέλη κανείς να εκμεταλλευθή πολλαπλώς μια ευκαιρία
Τώρα 'συ θές, (σα dη bαροιμία), ή εώ να πεθάνω ή εσύ να χηρέψης
(1963)
Λέγεται, όταν κάποιος προτείνη δυό λύσεις, που είναι και οι δυό προς όφελός του
Αγάπα με να σ' αγαπώ, θέλε με να σε θέλω, 'ιατί θε νάρθ' ένας καιρός να θες και να μη θέλω
(1963)
Δηλαδή, η αγάπη είναι αμοιβαία
Το βουνό με το βουνό δε σμίει, μα ο άνθρωπος με τον άνθρωπο σμίει
(1963)
Λέγεται, όταν συναντηθούν δύο γνωστοί, που δεν ελπίζανε ποτέ αυτή τη συνάντηση. Επίσης λέγεται, όταν χωρισθούν, σαν παρηγοριά, πως θα ξανανταμώσουν
Τση ΄υναίκας το πράμα ΄ναι μαgουφι να τ΄ ανεκινά άdρας
(1963)
Πράμα= κτήμα, μαgούφι= έρημο, ανεκινά=ανακαινίζει, ο άdρας= ο άντρας. Δηλ. Το κτήμα της γνυαίκας του το θεωρεί ο άντρας σα ξένο, δεν το εκτιμά
Σαββάτον είναι σήμερα κι' εώ ζεστό δεν είδα, τάχας δεν εζυμώσασιν οι τρείς μου θυατέρες;
(1963)
Λέγεται συνήθως ο πρώτος στίχος, είναι σα παράπονο, όταν κατά την εποχή ή την ημέρα, που όλοι σχεδόν έχουν ένα προϊόν, κάποιος το στερείται. Το έλεγε, λέει, μιά γρϊά σε πολύ παλιά χρόνια
Α δε gουνήση η σκύλα τη νοριά τζη, δε bάει ο σκύλος κοdά τζη
(1963)
Δηλαδή η σκύλα προκαλεί
Όπου πεινα θωρεί ψωμιά κι' όπου διψά πηάδια, κι' οπου 'τον' αξυπόλυτος παπουτσα με τσι bρόκες
(1963)
Λέγονται, όταν έχωμε τη ψευδαίσθηση ότι μια επιθυμία μας πλησιάζει να πραγματοποιηθή ή πραγματοποιείται ήδη
Σα bεινώ και δε νυστάζω, όσο θέλεις, σκέπαζέ με
(1963)
Δηλαδή, όταν κανείς πεινα ή δε νυστάζει ή του συμβαίνουν και τα δυό, όσο κι' αν προσπαθή να κοιμηθή, δεν το κατορθώνει
Όποιος κλαίει 'ιά το gόσμο χάνει τα μάθια dου
(1963)
Όποιος ή που κλαίει 'ιά ...
Αμ' αλάργα κι' έλα γλήορα κι άμε κο(d)ά και πέσ εκεί
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση, που αργεί κανείς από κοντινό μέρος να γυρίσει και γυρνά γρήγορα από μακρυνό
Των απεθαμένω οι παραgελιές τω ζωdανώ θελήματα
(1963)
Δηλαδή, οι ζωντανοί, μόνο αν θέλουν οι ίδιοι, εκτελούν τις εντολές των πεθαμένων
Θέλω τη ναναι κι όμορφη, θέλω τη νάχη κιόλα, και να gι από ψηλή 'ενιά κι από μεγάλη χώρα
(1963)
Δηλαδή για άνθρωπο, που έχει πολλές αξιώσεις και γι αυτό δυσκολεύεται να παντρευτή
Η λαήνα πάει πολλές βολές στο νερό, μα πάει και μια βολά και δε στρέφεται
(1963)
Δηλαδή επειδή δεν γίνεται καθημερινώς το κακό, δεν σημαίνει, ότι δεν θα γίνη κάποτε
Είχα το παιδί κι' είχα τη χαρά κι' ήψηνα (ή ήβραζα) τ' αβγό κι' ήτρωα το 'ω
(1963)
Λέγεται, όταν κάποιος δήθεν ενδιαφέρεται για άλλον, ενώ ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του//Λέγονται επίσης οι δύο πρώτοι στίχοι για διάψευση μιας προσδοκίας//ήψηνα τ' = του έψηνα
Οπ' αγαπάς, κατούρησε, κι όπου μισάς, χτενίσου, κι οπόχεις όχτρητα πολλή, κάτσε κουτσονυχίσου
(1963)
Λέγεται όταν κάνωμε ή πρόκειται να κάμωμε μια από τις τρείς αυτές πράξεις σ' ένα ξένο σπίτι
Η παdρειά και το τσικάλι θέλει αναgαση (ή ανέgαση) μεγάλη
(1963)
Δηλαδή ο γάμος κι' η παρασκευή του φαγητου πρέπει να γίνονται εγκαιρως και με ζέση
Άμαν έχης ένα ραβδί με μια στρωτή ματσούκα, πες πως έχεις δέκα συdρόφοι
(1963)
Δηλαδή το ραβδί είναι ασφάλεια
Αλεστικά φουρνιστικά
(1963)
Λέγεται, όταν λίγο από εδώ, λίγο από κεί μοιράζεται ή σπαταλιέται κάτι. Π.χ. Αλεστικά, φουρνίστικα 'δα, που λέ' ο λαός, πάει το μισό dίοτα 7). δώνεις από 'πά, τραταίρνειςαπό εκεί, αλεστικά, φουρνίστικαπάει το τίοτα. 7). ...
Και τα κακά κειτάμενα και τα καλά κειτάμενα κι' οι χοίροι κι' οι σκύλοι τα τρώνε
(1963)
Δηλαδή τίποτα δεν μπορεί να σωθή
Να 'δα οι ποdικοί, όdεν εσκέφτησα να κουδουνώσου dο γάτη
(1963)
Λέγεται, όταν αποφασίζωμε να κάμωμε κάτι στο τέλος ανακαλύπτωμε ότι είναι ανώτερο από τις δυνάμεις μας
Σα dον άdρα όdε gατουρήση και δε gλάση, είναι κι η 'υναίκα, όdε ζυμώση και δε bλάση
(1963)
Λέγεται κυριολεκτικώς στις δυο αυτές περιπτώσεις, σαν στείο
Ποιός ήθελε να μου το πη και να του το πιστέψω, πως θένα τρώ' αρόχλαδα να ξεκαλοκαιρέψω
(1963)
Αρόχλαδα = άγρια αχλάδια
Ο άδαρος που μούπεψες, δεν είχεν αφτιά
(1963)
Λέγεται όταν θέλωμε να αποφύγωμε απάντηση σε απεσταλμένο, κυρίως σε παιδιά, πειράζοντας και τον αποστείλαντα και τον απεστλμένο. Δηλ. ο απεσταλμένος δεν μετέφερε την παραγγελία, έτσι αποφεύγομε την εκτέλεση, π. χ. Είπε η ...
Κατσικοκλέφτης πέρασε στη φυλακή τον έβαλαν, μεγάλος κλέφτης πέρασε πολλά καπέλα του έβγαλαν
(1963)
Κατσικοκλέφτης = η λέξη δεν είναι του ιδιώματος της Απειράνθου, αλλά και γενικά η διατύπωση της παροιμίας, όμως την άκουσα εκεί
Όποιος εμίλησεν, εμετάνοιωσε, gι΄ όποιος δεν εμίλησε, δεν εμετάνοιωσε
(1963)
Δηλαδή όταν μιλή κανείς, μπορεί να πη και κάτι παραπάνω, κάτι που δεν πρέπει, κι' ύστερα μετανοεί, επίσης Λέγεται όταν μαλώσουν δυο άνθρωποι κι΄ ο ένας βρίζει, ενώ ο άλλος σιωπά
Ο λωλός έρχεται και στα σέστα dου, μα ο ζαβός δεν έρχεται
(1963)
Σέστα dου = λογικά του