Αναζήτηση
Αποτελέσματα 501-600 από 3010
Ήbηκέ μου, σα dου κερατά
(1963)
Ήbηκέ μου = μου μπήκε, με τριβελίζει
Κάθα εις το bορδαρό dου μοσκολίβανο τον έχει
(1963)
Λέγεται όταν υπερβάλλωμε την αξία, την σημασία των οικείων μας η των πραγμάτων μας
Η κατσίνα και η σούβλη ει' τζη Νάξος το γλϊούδι
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Ά δέν έbη η ελιά στά μάgανα, δέ βγάνει λάδι
(1963)
Δηλαδή όταν μιά δουλειά προχωρήση αρκετά, οπωςδήποτε θά τελειώση
Άουρα δαμάσκηνα και πικρές ελιές, τα κρυφομιλήματα δεν ει' gαλές δουλειές
(1928)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Καλοέροι και παπάδες όλοι παίζουνε τσ' αμάδες
(1963)
Εδόθη και ως δελτίον ποικίλης ύλης
Εκοιμήθην ο σκαθιάς κι είδε σκατένιον όνειρο
(1963)
Λέγεται, σαν αστείο, όταν διηγείται κανείς ένα γελοίο, ένα απίθανο όνειρο, που είδε
Από δήμαρχος κλητήρας
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση ξεπεσμού
Δικό και μάλι
(1963)
Μάλι = πάρα πολύ πράγμα
Ια καλό και 'ια κακό θάψετέ τονε λαϊκό
(1963)
Δηλαδή για κάθε ενδεχόμενο, ας λάβωμε τα μέτρα μας
Αλίς σ' εκείνο dο gαλό, που τονε πιάσου δυο κακόμοιροι
(1963)
Δηλ. Ο αριθμός επιβάλλεται πάνω στη δύναμη
Άσπρος νήλιος, μαύρη μέρα
(1963)
Λέγεται το χειμώνα, όταν ο ήλιος είναι λευκός, χλωμός. Αυτό θεωρείται προμήνυμα κακομοιρίας
Βροdά το Μάη, το γάλα πάει
(1963)
Λέγεται το Μάη, όταν βροντά
Από ρόδο βγαίνει αgάθι κι' απ' αgάθι βγαίνει ρόδο
(1963)
Κρίμας τη μάνα τζη, πούτονε η καλύτερη ΄υναίκα dου χωριού κι΄εφτή ει dου πεταματού. Μ΄απ΄αgάθι, λέει...
Ευτός εδά το μοιάζ΄ εκινού bο΄ ΄ύρευγεν αbέλι ατρύητα, χωράφια με τ΄ αστάχυα
(1963)
Λέγεται, όταν έχη κανείς υπερβολικές απαιτήσεις
Τα καλοδουλεμένα παίρνει ο διάολος τα μισά και τα κακοδουλεμένα τα παίρνει όλα
(1963)
Υπονοείται ότι αδίκως αποκτηθέντα τα παίρνει όλα
Δανεικά εί' da κούρταλα του 'άμου
(1963)
Λέγεται κυριολεκτικώς και μεταφορικώς. Δηλ. ό,τι κάμης, θα σου κάμουν
Ιά το πάπλωμα 'τον' ο καυγάς
(1963)
Λέγεται, όταν συμβή κάτι, που απολήγει σε ζημιά, σε στενοχώρια κ.τ.λ.
Ανάθεμά τσι και τσι δυό, το Ιάννη και το Λιό
(1963)
Το Λιό=τον Ηλία
Απέθανε να σ' αγαπώ και ζε να σοχ' αμάχι
(1963)
Λέγεται, όταν εκδηλώνη κανείς συμπάθεια σε ώρα ατυχήματος προσώπου, που είχε γι΄ αυτό προηγουμένως δυσμενή διάθεση
Όποιος σουλατσάρει σουλατσάρει τον αdικρευνό dου
(1963)
Λέγεται σαν αστείο
Όποιος σουλατσάρει σουλατσάρει τον άλλο
(1963)
Λέγεται σαν αστείο
Έμη ζύνη, έμη σάλιο
(1963)
Έμη... έμη= δεν φτάνει που... αλλά και...
Αλίς του που δεν έχει νύχια να ξυστή, κι' ανεμένει να τονε ξύσουνε
(1963)
Δηλαδή, αλίμονο σε όποιον περιμένει βοήθεια από άλλον
Λάβε πόνο 'ια 'μορφιά
(1963)
Λέγεται, όπως το “Μπρος στα κάλλη τ' είν' ο πόνος”
Όποιο gοπελάκι δε bάρη το Σαββάτο τη gουλούρα dου, δε dη ξαναπαίρνει
(1963)
Όποιο gοπελάκι ή το κοπελάκι άμα
Εώ στο κρίμα κι' εκείνη στην απιλοιά
(1963)
Εώ στο κρίμα κι' εκείνη ή εκείνος στην απιλοιά ή στην αdιπόδοση
Εμείς οι Βλάχοι, όπως λάχη
(1963)
Λέγεται όταν σου τύχη επισκέπτης και τον περιποιηθής με απλά μέσα
Κάτι λάκκο θάχη η φάβα
(1963)
Α. Κ.
Θαρρείς πως είναι μαλλιά dα 'ένεια
(1963)
Λέγεται, για κάτι, που ενώ θεωρείται εύκολο, δεν είναι
Απίσω κόβγει το κοπίδι
(1963)
Λέγεται συμβουλευτικώς ή απειλητικώς και σημαίνει ότι οι συνέπειες μιας πράξεως θα φανούν αργότερα
Ήκαμα και γούμενος και δοξολογούμενος
(1963)
Δηλ. Έχω πείρα σε όλα και συνεπώς δεν γελιέμαι
Αν ήτονε η ζήλεια ψώρα, 'θελε νάναι όλος ο κόσμος ψωριασμένος
(1963)
Λέγεται για τη μίμηση μεταξύ των ανθρώπων
Αν ήτονε η ζήλεια ψώρα, 'θελε νάναι όλος ο κόσμος κασιδιασμένος
(1963)
Κασιδιασμένος=ψωριασμένος
Τ' άρματα 'ναι σιδερένια, μα θέσι μαλαματένια χέρια
(1963)
Δηλαδή, για να χρησιμοποιή κανείς όπλα πρέπει να είναι επιδέξιος
Όποιος ανεκατωθή με τα σκατά τόνε τρών' οι χοίροι
(1963)
Δηλαδή όποιος συναναστρέφεται κατώτερους και ανάξιους, γίνεται όμοιός των
Αν ήκουεν ο Θεός τω gοράκω!
(1963)
Δηλαδή:ο κακός λόγος δεν έχει αποτέλεσμα
Α με θέλης, θέλω σε, κι α δε με θέλης, χ..σε
(1963)
Λέγεται, όταν κάποιος αποκρούη τη φιλία σου, τον έρωτά σου
Επά 'δά καράβια πνίουdαι gαι 'ιά τσί λιμοβάρκες!
(1963)
Λέγεται όταν κάποιος παταπονείται για ασήμαντη ζημιά, μικροατύχημα, ενώ υπάρχουν άλλα πολύ μεγαλύτερα. Επά = εδώ, λιμόβαρκες = βαρκούλες, παλιόβαρκες
Επά 'δά καράβια πνίουdαι gαι 'ιά τσί παλιοβάρκες!
(1963)
Λέγεται όταν κάποιος παταπονείται για ασήμαντη ζημιά, μικροατύχημα, ενώ υπάρχουν άλλα πολύ μεγαλύτερα
Δε bροσκυνα bαζαίο – bαρότση
(1963)
Δηλαδή δεν υποτάσσεται σε κανένα
Κατά που μου ψάλλεις σου καλαναρχώ
(1963)
Καλαναρχώ = κανοναρχώ
Α τα καλοδουλεμένα παίρνει ο διάολος τα μισά και τα κακοδουλεμένα τα παίρνει όλα
(1963)
Υπονοείται ότι αδίκως αποκτηθέντα τα παίρνει όλα
Διαλεχτής Ζευγώλη – Γλέζου, Παροιμίες από την Απείρανθο της Νάξου, Αθήναι 1963, σελ. 112
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται για το θάνατο ή το ξενητεμό, Επά = εδώ
Όλα τάχει η Ζαφειρίτσα, μόν' ο φερετζες τσή λείπει
(1963)
Λέγεται όταν, ενώ μας λείπουν πολλά ουσιώδη, ζητούμε ή κάνωμε κάτι περιττό
Το κρασί τη gάρα σει
(1963)
Δηλαδή το κρασί ζαλίζει
Τ' αγαπά καρδιά d' αθρώπου, το καλύτερο dου κόσμου
(1930)
Εκείνο που αγαπά η καρδιά του ανθρώπου είναι το καλύτερο
Τα ίδια Παdελάκι μου, τα ίδια Παdελή μου
(1963)
Λέγεται, όταν επιμένη κανείς στο ίδιο πράγμα ή όταν λέη συνεχώς το ίδιο πράγμα. Επίσης λέγεται αντί του απλού “Τα ίδια”
Εμακρύναν οι ποδιές μας κι' εσκεπάσα τζι bοbές μας
(1963)
Τζι bοbές μας ή τζι bοbιές μας
Εώ στραβώνω και πουλώ κι' εσύ βλέπε (ή: φέgε) κι' αόραζε
(1963)
Δηλαδή, ο αγοραστής πρέπει να προσεξη να μην τον γελάση ο πωλητής, αλλοιώς δεν έχει δικαιωμα να παραπονείται
Πρωτακουστής, πρωτοκλαστής
(1963)
Συχαίνομαι τον dο νεκρό, να κοίτεται να κλάνη
(1928)
Ένας έκανε το νεκρό, η μοιρολογίστρα τον πάτησε και του 'φυγε ένας πόρδος
Το κολοκύθι, λέει, ρίχτει στη bάρο ζεστό
(1963)
Ρίχτει = πηγαίνει
Αβούθα με, καζοφτωχέ, να μη ενώ συνόμοιος του
(1928)
Αβουθώ = σηκώνω και βοηθώ κάποιο να σηκώση
Τ' αdρόϋνο τσ' Αιάς Παρασκευής
(1963)
Λέγεται ειρωνικά για ζευγάρια, που είναι πολύ αγαπημένα, που τα βλέπουμε συνεχώς μαζί και κυρίως λέγεται, όταν τα ζευγάρια αυτά είναι προχωρημένα στην ηλικία, άχαρα, φτωχά κ.τ.λ. Λέγεται και για αχώριστους φίλους ή φίλες.
Άμα λείπ' ο γάτης α τη γωνιά, χορέβγου dα ποdίκια
(1963)
Δηλαδή, όταν λείπη ο γονιός, ο προϊστάμενος, ο κηδεμών, δεν υπάρχει τάξη και πειθαρχεία στους μικρούς ή τους υφισταμένους
Το κολοκύθι, έχ' ακουστά πως ρίχτει στη bάρο ζεστό
(1963)
Ρίχτει = πηγαίνει
Α' τ'αϊά Δριά κι εκεί bηδά η μέρα, bηδά και του βοσκού η 'υναίκα
(1934)
Από του Αγίου Ανδρέου και εντεύθεν μεγαλώνει η μέρα, ή δε γυναίκα του βοσκού χαίρεται, διότι θα γεννήσουν τα αιγοπρόβατα
Άλλοι λαχταρούν τα ένια κι άλλοι κόβγου ρίχτουν(τα
(1925)
Ένια=γένια
Όλο dο gόσμο 'ύρισα, μα το gαλλίτερό μου δεν dον ηύρηκα
(1963)
Λέγεται όταν κανείς απογοητεύεται από τη συμπεριφορά των άλλων
Πολλά μαλλιά, λΐα μυαλά
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Αδίκως παν οι κόποι σου, την άμμος τοίχο κάνεις, νήλιο μαζώνεις, μάθια μου, αέρα τσουβαλιάζεις
(1963)
Τσουβαλιάζεις = βάζεις στο τσουβάλι, στο σακκί
Από πίττα, που δε φας, τι σε μέλει κι' α gαή;
(1963)
Δηλαδή δεν πρέπει να αναμιγνύεται κανείς σε υποθέσεις, που δεν τον αφορούν
Λόος π' ακουστή ψοματινός δεν είναι
(1963)
Δηλαδή ό,τι διαδοθή έχει κάποια βάση
Ήρθεν η πήχη στο παννί
(1963)
Ξενοθερίζω και τραουδώ, κακό χειμώνα πόχω
(1925)
Λέγεται για ένα φτωχό, που είναι ξέγνοιαστος και γενικώς για ένα, που δεν υπολογίζει τις συνέπειες της ξεγνοιασιάς του
Ο Θεός του ζωdοβόλου 'ν' ο αγάς του
(1963)
Δηλαδή όπως ο άνθρωπος εξαρτάται από το Θεό, έτσι και το ζώο εξαρτάται από τον άνθρωπο, επομένως πρέπει να το φροντίζη
Δε νοά να μοιράση δυο αδάρ' άχερα
(1925)
Παλιομοιραστή ηύρες να σας το μοιράση το πράμα, δε νοά να μοιράση δυπ αδάρ' (γαϊδάρων) άχερα
Δεν νοάς να μοιράσης δυο άδαρ' άχερα
(1925)
Άχερα = έτσι 'ναι η φράση
Ή αβάτζου ή καβάτζου
(1963)
Λέγεται, όταν κάνης μια κουτουράδα, δηλ. Ή θα κερδίσης πολλά ή θα καταστραφής
Εδιάηκε σα τζη Λαbρής τ' αβγά
(1963)
Λέγεται όταν σπαταληθή κάτι και μάλιστα γρήγορα
Δε gάνει το ρούχο τον άθρωπο
(1963)
Λέγεται για παρηγοριά, όταν δε έχη κανείς ρούχα
Ποιος θα παινέση το αbρό; Η πεθερά κι' η νύφη
(1963)
Λέγεται, όταν επαινή κανένας κάποιον ή κάτι δικό του
Ότι να μη φελά ο καραβοκιούρης, το ρίχνει το καράβ' όξω
(1963)
Λέγεται για κακό νοικοκυριό για κακή διοίκηση
Έχει καρδιές, μα έχει και καρδουλάκια
(1963)
Δηλαδή η ευαισθησία όλων των ανθρώπων δεν είναι ίδια
Κάνει ο λύκος παστουρμά
(1963)
Δηλαδή ό,τι μας αρέσει, δεν έχομε την αντοχή να μην το καταναλώσωμε αμέσως
Νάξερεν, είdα του μαερεύγει το τσικαλάκι dου
(1963)
Λέγεται για αμέριμνο, που δεν προμαντεύει ένα κακό, που ήδη έχει γίνει ή που τον περιμένει σε λίγο
Νάξερεν, είdα του μαερεύγει το τσικάλι dου
(1963)
Λέγεται για αμέριμνο, που δεν προμαντεύει ένα κακό, που ήδη έχει γίνει ή που τον περιμένει σε λίγο
Κι' απού το μελίdακά 'χομεν ανάgη
(1963)
Δηλαδή και από τον πλέον αδύνατον έχει κανείς ανάγκη
Κουλούρ' εκεί που μέλλεσαι κι' όχι εκεί που πλάθεσαι
(1963)
Λέγεται όταν, ενώ κάτι προορίζεται για ωρισμένο πρόσωπο, το καρπούται άλλος
Hύρε dο μήνα, που θρέφει τσ' έdεκα
(1963)
Λέγεται όταν κάποιος τακτοποιηθή άνετα, ανέξοδα και άκοπα