Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2801-2900 από 3010
Κι οπούχε dα πολλά 'κλαιε gι οπούχε gαι τα λΐα, κι όπου δεν είχε dίοτα καθόdα gι ετραούδα
(1963)
Λέγεται για τον αμέριμνο. Κυρίως λέγεται σαν παρηγοριά του φτωχού προς τον εαυτό του, αλλά και για κείνους, που έχουν και παραπονιούνται ή αγωνιούν
Τα κούσουλα παdρεύγουdαι gι' οι απολαναρίδες και τα βενέτικα gλαδιά (ή φλουριά) κάθουdαι στσι θυρίδες
(1963)
Λέγεται, όταν παντρευτή κάποια αναξια λόγου, επίσης, όταν μείνη άγαμη μία αξιόλογη κόρη//Κούσουλα =Σκουπίδια, απολαναρίδες = τα υπολείμματα από το λαναρισμα
Δεκάρα δεν έχει να βάλη το μάτι dου
(1930)
Τι ακριβώς θα πη δεν ξέρω. Λέγεται πολύ συχνά. Παριστάνει μεγάλη χρηματική ανέχεια. Ίσως εξηγείται πως δεν έχουνε να πληρώσουν μια δεκάρα να τους βγάλουν το μάτι. Ίσως είναι παρεφθαρμένο και θέλει να πη πως κι' αν πρόκειται ...
Το σουλάτσο σουλατσάρει, τ' ανεέλοι ανεελά
(1963)
Δηλαδή εκείνος, που είναι για κροϊδιά, κοροϊδεύει τους άλλους. Π.χ. “είdα 'χεις, κοκώνα μου, και 'ελάς; Σουλατσάρεις με; Το σουλάτσο, λέει, σουλατσάρει... Εσύ είσαι 'ιά σουλάτσο, μα 'ώ δεν έχω τίοτα
Το πρόσωπο τ' αθρώπου 'ν' έναν αgυνόστομο (και η ρέστη κορμαλιά οι χοίροι κι' οι σκύλοι ας τη φάσι
(1963)
Αgυνόστομο = το άνοιγμα μεταξύ του αντίχειρος και του δείκτου του χεριού, φάσι = φάνε, φάγουν. Δεν έχει δηλαδή το υπόλοιπο σώμα αξία
Ω Ενάρη κακνακάρη, πούν' οι όμορφες κοπέλλες; -Απίσω στο bυρόμαχα κάθουdαι gαι βγάνουν τζι μύξες τωνε
(1963)
Λέγεται επειδή το Γενάρη είναι κρύο και κάθονται οι άνθρωποι στο τζάκι και συνήθως είναι κρυωμένοι
Το φας, το πιής εκέρδισες και το φορείς εχάρης τα δώσου dα χεράκια σου εκείνα dε να πάρης
(1930)
Ό,τι φας και πιής κερδίζεις μονάχα και χαίρεσαι τα ρούχα σου. Το ψυχικό που θα κάμης είναι ότι θα πάρης μαζί σου στον άλλον κόσμο. Το λένε για τους ακριβούς, τους φιλαργύρους
Είdα θα ἐνούμ' α ΄βρέξη κι α δε βρέξη που θα πάμε;
(1934)
Ο αγγειπλάστης δεν ήθελε να βρέξη, διότι θα κατεστέφοντο τα αγγεία του, άτινα είχεν εκθέσει εις τον ήλιον, ο δε γεωργός ήθελε να βρέξη δια να γίνουν τα σπαρτά του. Ο πρώτος μετά του δεύτερου ήσαν αδελφοί και ο καθείς έλεγεν ...
Ας είν' η πίκρα κι' ο καμός όξ' απού την αυλή μου, κι' ας είναι και στση μάνας μου κι' ας εί' gαι στσ' αδερφής μου
(1963)
Ερμηνεία: Δηλ. Κάθε άνθρωπος ενδιαφέρεται πρώτ' απ' όλα για τον εαυτό του και το σπίτι του
Προφωνεύγω σε, φτωχέ, κι' α δεν έχης, αόρασε, κι' α δεν έχης ν' αοράσης, κλέψε, κι' α δεν είσ' άξος να κλέψης, ζήτηξε
(1963)
Δηλαδή την προ των Απόκρεω εβδομάδα, που λέγεται προφωνή εβδομάδα, πρέπει να φάη οπωσδήποτε κανείς κρέας
Δε 'δα το σκύλο στη στάχτη, κι αμε στ' αλεύρι!
(1963)
Λέγεται για το λαίμαργο ή ρον άρπαγα
Οι κάποιες κι οι καλλίτερες τη ρούα δεν επήρα gι εσύ με τη bαληόρασα τη ρούα θε να πάρης;
(1963)
Λέγεται όταν πρόσωπα κατωτέρας τάξεως προσπαθούν να επιδειχθούν και να υπερτερήσουν άλλων καλύτερών των
Τη ΄υναίκα δε bρέπει να τη ξέρη ο άdρας τσ΄ απού τη μέση κι΄ απάνω
(1963)
Δηλ. Η γυναίκα δεν είναι ανάγκη να λέη ό,τι σκέπτεται, ό,τι κάνει στον άντρα της, γιατί κάποτε μια ενέργειά της μπορεί να γίνη αφορμ΄γ διενέξεως μεταξύ τους
Όποιος αγαπά το ξένο μυαλό χάνει και τον εδικό dου
(1963)
Λέγεται, όταν κανείς επιδιώκη να καρπωθή κάτι ξένο και χάνεται εν τω μεταξύ το δικό του
Ήταξά σο 'δα κοιλιά μου να σε 'εμίσω, μα δε σούταξα κι είdα θα βάλω μέσα
(1963)
Λέγεται, όταν κάποιος δεν αρκείται σε κάτι, που του προσφέρεται, παρά ζητεί κάτι καλύτερο του αυτού είδους
Ναμου dο Μάη 'άδαρος, τον Άουστο κριάρι, όλο (κι όλο) dο χρόνο πετεινός και γάτης (κάτης) δεν ήθελ' άλλη χάρη
(1963)
Λέγεται με τονον αστειότητος
Να 'δα η καμήλα οdε dην ερωτούσα, είdα τσ' αρέσει καλύτερα τ' ανήφορο ή το κατήφορο, λέει, και μα 'χάθηκεν η ίσα στράτα;
(1963)
Δηλαδή ο μέσος δρόμος είναι ο πιο άνετος
Το βουνό δεν εφοβήθηκε, λέ', εκείνο bού πάει και κάνει ένα θεοόμαρο, ιατί πάει κάθα τόσο, μόνο 'φοβήθηκεν εκείνο bο 'πάαινε gάθα μέρα κι ήκανε μίαν αgάλη
(1963)
Θεοόμαρο=μεγάλο δέμα κλαδιών. Αgάλη=μικρό δέμα κλαδιών
Σα φανή κολοκυθάκι, αποσπέργιωνε λϊάκι, σα φανή η κολοκύθα, αποσπέργιων' όλη νύχτα
(1963)
Αποσπέργιωνε = δούλευε τη νύχτα
Όποιος τρώει το λινόκοκκο τρώει τα ρούχα dου
(1963)
Δηλαδή όταν καταναλίσκης κάτι, που προορίζεται για παραγωγή, μένεις τελικά χωρίς είσοδημα
Θώρεις οΰια (ούες) κι έπαιρνε και θώριε μάνα κι έπαιρνε παιδί
(1963)
Δηλαδή αν η μητέρα είναι καλή, θα είναι και το παιδί της, αν η ούγια είναι καλή, θα είναι και το ύφασμα
Μ' ένα κώλο γεράζει κανένας, μ' ένα βιός δέ γεράζει
(1963)
Παραδείγματος χάρη: “Εέρασα και δε bορώ να κάμω πια τίοτα, αλλά καλός-κακός απότραφος, λέει..Κάτι κάνω κι΄εώ αποστρέφω τα ζωdόβολα, θα τα ταίσω, θα βοτανίσω τα σπαρμένα”
Το κάθατί είναι 'εννησιμιό, κολλησιμιό δεν είναι
(1963)
Λέγεται και μόνο το πρώτο μέρος. Δηλαδή, τα ελαττώματα και τα προτερήματα τα έχει ο άνθρωπος εκ γενετής: Π.χ. -Φταί gι' οι συναναστραφόες, μα πιο καλά πως εί' gαι 'εννησιμιό dου του κάθανούς το τίοτα. -Η παροιμία ξέρεις ...
Ο ένας άθρωπος γίνεται πειρασμός και πάει και πειράζει τον άλλο
(1963)
Λέγεται, όταν από αφορμή ενός επισκέπτη γίνη κάποιο ατύχημα κάποια περιπλοκή
Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρείς και η κακιά dου μέρα
(1963)
Προέρχεται από το γνωστό παιχνίδι “η μέλισσα”, δηλαδή δεν πρέπει να επαναλαμβάνη κανείς μια κακή πράξη, γιατί στο τέλος θα αποκαλυφθή
Τη bρώμια σπορά την ευλόησεν ο Θεός, την έψιμη την εκάλεσεν η χρονιά (ή ο χρόνος)
(1963)
Δηλαδή, η πρώϊμη σπορά πάντοτε αποδίδει, ενώ η όψιμη εξαρτάται από τις καιρικές συνθήκες
Άκου τα, σακκί δεμένο, στο χερόμυλο στημένο
(1963)
Λέγεται αντί του απλού “Άκουε” ή “Άκου τα” Π.χ. -Όλον άριστα παίρνει σε όλα dα μαθήματα, αλλα διαβάζει όμως μέρα gαι νύχτα -Άκου τα, σακκί δεμένο....Θες τα κι' συ τα άριστα, μα δεν ανοίεις όμως βιβλίο!Προέρχεται από ...
Τ' ακριβού ή ζήτα του ή κλέβγε του
(1963)
Δηλαδή, ο τσιγκούνης δεν δίνει ποτέ εξ' ιδίας πρωτοβουλίας π.χ. “Τέθοι αθρώποι 'ν' ακριβάθρωποι. Α δε dού το ζητήξης το τίοτα (=το κάτι), δε στο δώνει. Οι παλαί (=οι παλαιοί) ελέασι bως 'Τ΄ακριβού ή ζήτα του...”
Ο Χάρος εβουλήθηκεν άdρα να μη μ' αφήση, κι εώ πάλι εβουλήθηκα ποτές να μη μου λείψη
(1963)
Λέγεται για ό,τι επαναλαμβάνεται συχνά. Π.χ. “Καμμιά, λέ', εχήρεψε boλλές βολές κι' επαdρευγουdανε κάθα βολά, πο' 'χήρευγε, gι είπε, λέει, κανενούς απού τσ' άdρες, που τσ' επεθαίνανε, πως ο Χάρος εβουλήθηκε...Ετσά 'δά κι' εσύ!...”
Τη δουλειά δέ bρέπει να την αφίνης να σε δουλεύγη, μόνου να τή δουλεύγης εσύ
(1963)
Δηλαδή τή δουλειά πρέπει να την κάνωμε γιά να μήν έχωμε την έγνοια της
Τη δουλειά δέ bρέπει να την αφίνης να σε κουνή, μόνου να κουνιέσ' εσύ
(1963)
Δηλαδή δεν πρέπει να ξεχνάς τή δουλειά σου, πρέπει να την αντιμετωπίζης με δραστηριότητα
Θαρρούνε τα τζαμόγδαλα, θαρρού dα τζατζαρόλια, όσοι βαστού dην έχερη, όλοι ζευγάδες είναι
(1963)
Λέγεται, όταν κάποιος θεωρή τον εαυτόν του ικανώτερο απ' ό,τι είναι|Βλ. και αρ. 5
Και μιά bουτανιά να κάμη κανείς, πρέπει νάχη ζούδϊο να τη gάμη
(1963)
Ζούδϊο= ζώδιον, τύχη. Λέγεται, για τους τυχερούς, κυρίως στην περίπτωση, που κάνουν μία ανηθικότητα και δεν τους κατακρίνουν ή απολήγει σε καλό τους
Εκεί πού dό 'να πάει καί τ' άλλο
(1963)
Να = εκεί πού είναι το ένα, δηλαδή όπου υπάρχουν πολλά, τυχαίνουν κι' άλλα. Λέγεται, όταν ένας εύπορος ενισχύεται από άλλους ή από τήν τύχη. Π.χ. “Ένα bαούλο 'λάβανε πάλι α' τήν Αμερική! - Λΐα 'χανε! Αμ' εμείς ήθελε νά τό ...
Τσ' ελιάς τό φύλλο κι' ά χαθή, πάλι δέ θά ξαναβρεθή
(1963)
Π.χ. “Καλές είναι, μά δέν είνα σά dή μάνα dωνε. Εκείνη δέν είχε dαίρι. Τσ' ελιάς τό φύλλο, λέει, κι' ά χαθή, πάλι δέ θά ξαναβρεθή”
Είπες τά 'πα 'κει που σού 'πα; Είπα τά 'πες 'κεί που μού 'πες. Κι' είdα σού 'πα 'κει που τά 'πες; Άουρα δαμάσκηνα και πικρές ελιές τα κρυφομιλήματα δεν ει' gαλές δουλειές
(1963)
Λέγεται όταν βλέπη κανείς να κρυφομιλούν ή όταν του ζητούννα πή σε κάποιον κρυφά κάτι, και τέλος για μιά παραγγελία πολύπλοκη κι μπερδεμένη με πολλά πρόσωπα
Ώχου κι' ώχου τση κακομοίρας άdρας μου και κρίμας νάχη το φως του
(1963)
Ώχου κι' ώχου τση κακομοίρας άdρας μου και κρίμας ή και 'ιάdα νάχη το φως του
Ο ζαβός δε φορεί κουδούνια να φαίνεται πως είναι ζαβός, μόνου φαίνετ' απού τσι κουβέdες του
(1963)
Μόνου φαίνετ' απού τσι κουβέdες του ή απού τα καμώματά dου
Μη bιστευτής το φίλο σου και πης του το κρυφό σου, φίλος του φίλου θα το πή κι' είναι κακό δικό σου
(1963)
Κρυφό = μυστικό, μη bιστευτής = μην εμπιστευθής
Ας είναι η πίκρα κι ο καμός όξ απού την αυλή μου κι ας είναι και τσή μάννας μου κι ας ει' gαι στ'ς αδερφής μου
(1930)
Δηλαδή καθένας μονάχα το σπιτι του αγαπά
Λέει, ώχου, παιδί μου, πως σ' αγαπώ, λε', ετσά θαγαπώ κι' εώ το παιδί μου (ή τα παιδιά μου)
(1963)
Δηλαδή το παιδί δεν αγαπά τους γονείς του, όσο το αγαπουν εκείνοι//Κανένας, λε', είπε dου παιδιού dου, λέει, ώχου, λέει, παιδί μου, πως σ' αγαπώ, λέει, ετσά, λέει, θαγαπώ κι' εώ το παιδί μου//Παιδί μου = θα περίμενε κανείς ...
Η καλή gαρδία με θρέφει κι' η κακιά με ξελοθρεύγει (ή ξελοθρέφει ή καταστρέφει)
(1963)
Δηλαδή ο καλόκαρδος άνθρωπος διατηρείται ακμαίος
Στσι δεκαπέdε του Μάρτη σκύλος κουdούρης να μη bεράσ' απού μες στ' αbέλια
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται επειδή κατά το Μάρτη ανοίγουν τ' αμπέλια και οποιοδήποτε άγγιγμα σβήνει τα μάτια των κλημάτων, κουdούρης= χωρίς ουρά, με κοντή ουρά
Το κρομμύδι το ταχύ κάνει τ' άdερο παχύ. Και το σκόρδο την ημέρα δώνει τση καρδιάς αέρα
(1963)
Δηλαδή το κρεμμύδι, όταν το τρώη κανείς το πρωΐ, είναι θρεπτικό, και το σκόρδο, όταν το τρώη την ημέρα, είναι καρδιοτονωτικό
Το μήνα που δεν έχει ρο, το κρασί με το νερό. Και το μήνα πόχει ρο, το κρασί δίχως νερό
(1963)
Δηλαδή το καλοκαίρι πρέπει να πίνωμε νερωμένο κρασί, επειδή είναι ζέστη
Όποιος γέρος δε gρατεί θέλει δέκα μετά 'φτη
(1963)
Λέγεται σαν συμβουλή στους γέρους να μη δώσουν όλη την περιουσία τους προ του θανάτου τους
Εώ σου λέω κάστανα κι' εσύ μου λες αχλάδια, ετούτα dα καμώματα είναι τσ' αγάπης χάδια
(1963)
Ως παροιμία λέγεται μόνον ο πρώτος στίχος σε περίπτωση ασυνεννοησίας δύο ανθρώπων
Απού του Λατζάρου το Σάββατο έως του Θωμά τη Δευτέρα όλες οι μέρες μιά
(1963)
Λέγεται για το διάστημα αυτό, κατά το οποίο δεν εργάζονται, επειδή θεωρείται όλο σαν μία εορτή
Γνώση και πράξη να φορής νάσαι καλά dυμένος και με τσι μεγαλύτεροι νάσαι συdροφιασμένος
(1963)
Δηλαδή να σκέπτεσαι σωστά, να μην είσαι μόνο λόγια παρά να κάνης και έργα και να συναναστρέφεσαι με μεγαλύτερούς σου. Τότε είσαι προφυλαγμένος
Άφης το μύλο κι' ας βροdά και το νερό κι' ας τρέχη
(1963)
Άφης = άφησε
Όλον εώ στο μύλο; όλον εώ στο μύλο;
(1963)
Προέρχεται από το παιχνίδι “ο μυλωνάς”
Πότ' εφτώχανες, λέει φτωχέ; Όdεν εξενοδούλευγα κι ήτρωα κι' από λόου μου
(1963)
Δηλαδή όταν εργάζεται κανείς σε ξένη εργασία, πρέπει τουλάχιστον να τρώη εκεί που εργάζεται
Ο κόσμος τόχει dούμπανο κι' εσύ κρυφό gαμάρι
(1963)
Λέγεται όταν συζητή ο κόσμος εις βάρος μας γιά κάτι και δεν το αντιλαμβανόμεθα, παρά το νομίζομε μυστικό μας, και γενικώς γιά ό,τι προσπαθούμε να κρύψωμε, ενώ έχει διαδοθή. Εσύ = λέγεται σε όλα τα πρόσωπα π.χ. κι΄εώ... κι' εμείς
Ο Μάρτης ψοφά ταχυτέρου το άδαρ' απού το κρύο και το βράδυ – βράδυ τονε βρωμίζ' α' τη ζέστη
(1963)
ψοφά ταχυτέρου= το πρωΐ
Άμα 'χης μουσαφίρη, το τραπεζομάdηλο να βάνη μόνου ο νοικοκιούρης, πάλι ζημιωμένος είν' ο νοικοκιούρης
(1963)
Δηλαδή όσο λιτή και αν είναι η φιλοξενία, πάντα δημιουργεί δαπανες
Bαίνω στο ρθούνι σου και βγαίνω στο gώλο σου, να βγάλω εννιά οκάδες αξόgι απού μέσα σου
(1963)
Λέγεται να για χαρακτηρίση, πόσο ενοχλητική είναι η μυίγα για το ζώο
Είπανε του bάρbα του Λουκά το 'ιο Λουκάτσι και το' κακοφάνηκε, gι ήκαμε do σκουρτούτσο dου φυτίλια, φυτίλια
(1963)
Λέγεται όταν θιγή κανείς χωρίς σοβαρή αιτία
Του κακομοίρη το κερί κι αν άψη κιόλα σβήνει, 'ιατί του καλορίζικου η τύχη δεν αφίνει (ή δε d' αφίνει)
(1963)
Λέγεται και μόνο ο πρώτος στίχος
Ο Μάρτης βάνει το σκύλο στο dροσό και το gάτη στο bυρόμαχα
(1963)
Gάτη = γάτης, γάτος, bυρόμαχα = οι πυρόμαχοι
τση μαdουλίδας το πουλί πεέdηση δεν έχει, τώρα τσι θεν από ενιά, το έχει είdα το θέσι;
(1963)
Ερμηνεία: Δηλαδή ευκολώτερα σποκαθίστανται οι όμορφες και οι από οικογένεια παρά οι εύπορες
Οι dεbέλες κι οι λωλές τσ' έχου τζι μοίρες τσι καλές
(1963)
Λωλέσ ή ζαβές. Λέγεται όταν κάποια ταμπέλα η ανόητη η ερωτόληπτη αποκατασταθή, επίσης και όταν κάποια καλή κοπέλα μένη ανύπαντρη η κακοπαντρεύεται
Ο κουφός, σα bου θέλει, το σάζει
(1963)
Το σάζει = το διορθώνει, το φτιάχνει
Να 'δα 'κείνος, πούβρε dο κουδούνι
(1963)
Ή να 'δα 'κείνος, πούβρε dο κουδούνι κι' ήθελε να βοσκίση
Το παιδί που δε bάρη τη gουλούρα dου το Σαββάτο, τη χάνει
(1963)
Δηλαδή όταν κάτι δεν μας δοθή ή δεν το διεκδικήσωμε την ώρα, που προσφέρεται, ύστερα συνήθως χάνεται για μας
Ο μύλος θέλει μυλωνά και το καράβ' αέρα κι' η κόρη σφιχταgάλιασμα στο ροδισμό τζη μέρας
(1963)
Δηλαδή η κάθε δουλειά θέλει το κατάλληλο πρόσωπο
Άθρωπος ταθρώπου μοιάζει και το πράμα dου ταιριάζει
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται όταν τα ζώα ή τα πράγματα ενός σπιτιού είναι όμορφα, αν είναι όμορφοι και οι άνθρωποι του σπιτιού. Λέγεται σαν φιλοφρόνημα. Λέγεται και αντιθέτως, αλλά τότε σαν κατηγορία, δηλ. Όταν είναι άσχημοι και οι ...
Που νου έχει κι' ανενού δεν έχει κακιώρα στο νου πόχει
(1963)
Λέγεται όταν κάποιος, ενώ είναι έξυπνος, δεν συλλογίζεται πλήρως κάτι και πάει χαμένη η εξυπνάδα του
Κάτσε κώλο κάνε ρόκκα και χοdρό (ή όργο) κι' ό,τι κι αν είναι
(1963)
Λέγεται όταν πέρνουμε απόφαση να κάμωμε κάτι, έστω και όχι τέλειο
Ο φρόνιμος βάνει το λωλό να βγάλη το φίδ' απού μες στη dρύπα (ή από τη dρύπα)
(1963)
Δηλαδή ο επιφυλακτικός, ο λογικός αποφεύγει να εκτεθή και προωθεί στον κίνδυνο τον επιπόλαιο, τον αφελή
Όποιος τη νύχτα πορπατεί ή κλέβγει ή πορνεύγει ή όμορφη κόρην αγαπά ή σκοτωμό 'υρεύγει
(1963)
Δηλαδή η κυκλοφορία τη νύχτα είναι ύποπτη και επικίνδυνη
Η ξικονοικοκιουρά κάνει τα κουκκιά τζη φάβα, τα ψωμιά τζη παξιμάδια
(1963)
Λέγεται για τις κακές, τις σπάταλες νοικοκυρές
Τα δικά σ΄αbέλια φράξε και 'ια τα ξένα ας bαίνουν οι 'αδάροι παστουρωμένοι μέσα
(1963)
Φράζω = βάζω κλαδιά γύρω στο κτήμα ή μπρος στην μπασιά
Ποιός ήθελε να του το πη και να του το πιστέψη, πως ο 'ιατρός του Φιλοθιού θα τονε χασαπέψη
(1963)
Μοιρολοΐ κάποιας γυναίκας, που έπεσε και σκοτώθηκε ο άντρας της και του έκαμε νεκροψία ο γιατρός απ' το γειτονικό της Απειράνθου χωριό Φιλότι
Αιά Βαρβάρα έννησε gι' η Στελιανή το 'δέχτη gι' Άης Νικόλας τόκουσε gαι πα να το βαφτίση
(1963)
Το λένε τα Νικολοβάρβαρα, για να δείξουν τη σειρά των εορτών και τη δύναμη των τριών αυτών αγίων. Δεν πρέπει να εργαζώμεθα
Οι κάποιες κι οι καλλίτερες τη ρούα δεν επήραν gι εσύ με τη bαληόρασα τη ρούα δε να 'πάρης
(1928)
Άμα καμμιά κάνει κάτι που δεν της ταιριάζει ενώ ταίριαζε σε κάποιαν άλλη ή σε κάποιον άλλο δεν τόχε κάνει
Άλλοι κλαι gι' άλλοι 'έλουσι κι' άλλοι τρω gι' άλλοι πεινούσι κι' άλλοι επά καρτσολοούσι
(1963)
Τον τελευταίο στίχο τον πρόσθεσε μια χωριανή κάποτε που ακούαμε τους θρήνους την ώρα της ταφής ενός παιδιού, αντίκρυ από το νεκροταφείο. Έπλεκε κάλτσα την ώρα εκείνη. επά = εδώ, καρτσολοούσι = πλέκουν κάλτσα, καρτσολοώ
Κάμω δε gαμω, λέσι μου, μη gάμω ω κι' ας λέσι (ή πούσι)
(1963)
Είναι στίχοι από δίστιχα
Όσα λέουdαι, dα λέει κανείς, κι' όσα δε λέουdαι, δε dα λέει (ή: Εκείνα bου λέουdαι dα λέει κανείς, μα 'κείνα που δε λέουdαι, λέει τα;)
(1963)
Λέγεται όταν επιβάλλεται να αποσιωπήση κανείς ωρισμένα πράγματα
Όπου δώσω τά λεφτά μου θαραπεύγω τή gοιλιά μου
(1963)
Λέγεται σέ κάποιον, όταν, ενώ πληρώνεται, αρνείται συναλλαγή ή απειλή διακοπή τής ή δύσφορή γι' αυτή
Λέε, λέε το κοπέλι (ή: Πε το, πε το το κοπέλι), κάνει τη γρϊά και θέλει
(1963)
Δηλαδή η φορτική επιμονή λυγίζει την αντίσταση
Αναθεμα, πο' νήστεψε dο Σάββατον ημέρα, μόνου το Μέγα Σάββατο το τρισευλογημένο, όπου το 'βλόησ' ο Χριστός κι' είναι ευτυχισμένο
(1963)
Δηλαδή μόνο το Μέγα Σάββατο πρέπει να νηστεύη κανείς από λάδι, κανένα άλλο Σάββατο
Αναθεμα, πο' νήστεψε bοτές Σάββατο μέρα, μόνου το Μέγα Σάββατο το τρισευλογημένο, όπου το 'βλόησ' ο Χριστός κι' είναι ευτυχισμένο
(1963)
Δηλαδή μόνο το Μέγα Σάββατο πρέπει να νηστεύη κανείς από λάδι, κανένα άλλο Σάββατο
Λέει – Βρε, πο' 'πέθανεν η μάνα σ' α' τη bείνα! Λέει – Βρε, και μα είχε gαι δεν ήτρωε;
(1963)
Λέγεται, όταν μέμφονται κάποιον για κάτι, που δεν έχει την δυνατότητα να το κάμη
Δε dόχω πως θα περάση ο ψύλλος α' το μουστάκι μου, μόνου που θα κάμη μονοπάτι
(1963)
Δηλαδή μια πρώτη παραβίαση δημιουργεί προηγούμενο
Ο ποταμός, λέει, σαράdα χρόνοι τα ζητά τα δικαιώματά dου
(1963)
Δηλαδή αν εκτραπή ο ποταμός σε άλλη κοίτη, είναι δυνατό να γυρίση και μετά σαράντα ακόμη χρόνια στην παλαιά του. Λέγεται, όταν κάποιος παρόχθιος περιλάβη σε κτήμα του μέρος κοίτης ποταμού, επίσης, όταν ο ποταμό περιλάβη ...
Σκατά στη μούρη σου και το νερό στη bόλη
(1963)
Λέγεται περιφρονητικώς
Τον αποψινό σου θυμό αφινέ τονε 'ιαύριο, την αποψινή σου δουλειά όμως μή dήν αφίνης
(1963)
Δηλαδή το θυμό μας πρέπει να τον συγκρατούμε, γιατί θά μάς περάση σιγά – σιγά κι' είναι αυτό καλό, τή δουλειά μας όμως να μήν την αναβάλλωμε, γιατί μένει πίσω κι' είναι κακό