Αναζήτηση
Αποτελέσματα 501-600 από 1131
Σύρε όπου καπνίζει
(1880)
Φράσις, για τον πεινασμένο, τον παράσιτον, ηγούν εκεί που θα εύρη μαγειρευμένο
Έκανε και η κακή Δοβρά στάρι
(1880)
Τόπος άγονος, άκαρπος, έρημος
Δεν του υδρώνει τ' αυτί
(1880)
Φράσις, μου είναι αδιάφορο, δεν φοβούμαι
Ρίχνουν κορίτσια της νύφης;
(1880)
Δια τούτο οι αρραβώνες τελούνται μυστικά
Βαστά λιβάνι καί κερί
(1880)
Φράσις διά τούς ερωτώντας, πώς είναι ο ασθενής, ο βαρειά άρρωστος, ο ετοιμοθάνατος
Ήλθε να μας δείξη το μπόϊ του
(1880)
Ήγουν το ανάστημά του, να μας κάμη εντύπωσι, να τον φοβηθούμαι
Του έβαλα τα δυό πόδια σ' ένα παπουτσι
(1880)
Φράσις τον στένεψα, τον υποχρέωσα, τον στενοχώρησα, τον αναγκασα
Όποιος θα κλέψη μιναρέ, πρώτα ας φκιάσει το κλίφι του
(1880)
Μιναρέ = μουσουλμανικώς τέμενος, Πύργος, κλίφι = θήκη
Εκάκωσεν ο μπάκακας κ' η λίμνη δεν το ξέρει
(1880)
Ιωαννίτικη, (ο) βάθρακας, κάρλακας
Καλώς ήλθες φουρτούνα μου, αν ήλθες μοναχή σου
(1880)
Χιώτικη
Κόννας τα πόδια σου σαν ο κουρουπάς
(1880)
Εκείνος που φκάνει τα πίλινα αγγεία
Νύχτα και μέρα της καρδιάς τα 'μάτια συντηρούσι
(1880)
Ηγούν η αγάπη της ψυχής προφυλάττει το άτομον
Κατά τον καιρό και το χορό
(1880)
Θα σκάση το καρπούζι 'ς το κεφάλι του
(1880)
Καρπούζι = χειμωνιάτικο
Του έκαμε την καρδιά περιβόλι
(1880)
Ηγούν του έδωσε καλάς ελπίδας και τον ευχαρίστησε με υποσχέσεις
Θα της περάση το μεράκι
(1880)
Φράση Σμυρναίϊκη ήγουν το χώλιασμα
Δεν κυττάς τα μούτρα του σαν χαλασμένο παζάρι
(1880)
Φράση
Τα μέσα μου τα ξέρουν
(1880)
Φράσις ήγουν τα σπλάχνα μου ξέρουν τι υπόφερα
Ο λύκος παστουρμά δεν κάνει
(1880)
Ήγουν οι άρπαγες δεν έχουν ανάγκη άλλου για να μοιράσουν τα κλεμμένα
Δεν λείπει ο μάρτυς απ' τη σαρακοστή
(1880)
Μάρτυς= γρ. Μάρτης ΓΑ
Το Μάϊ τον κόκκινο. Πότε θα γίνη αυτό;
(1880)
Το Μάϊ τον κόκκινο ήγουν ελπίδα απραγματοποίητη, πράγμα, έργον ακατόρθωτον, εποχή ανύπαρκτος, ποτέ
Τον έχω εις το σβέρκο μου
(1880)
Ερεζηλεύτικες με αυτά που κάνεις
(1880)
Ήγουν έγεινες ρεζίλι, γελοίος, νερόμυαλος
Τον ξέπλυνα καλά
(1880)
Φράσις ήγουν του ταις έβρεξα όπως έπρεπε, με το ξύλο ή με τον λόγο τον εστέλισα
Αν μας πέση 'ς την πλώρη
(1880)
Θα του μπούμε 'ς τα ρουθούνια
(1880)
Φράση
Αλλού τον τρώγει κι αλλού ξύεται
(1880)
Της Ρώδου για 'κείνον που καμώνεται τον ανήξερον
Του 'ψαλε τα εξ αμάξης
(1880)
Τον στόλισε στα γεμάτα
Άλλα λέγω εγώ τη θειάς μου κι άλλα λέγει αυτή σ' εμένα
(1880)
Ιθάκης
Άλλος έψαινε τ' αυγό, άλλος το παράστεκε κ' ήλθε άλλος και το 'φαε
(1880)
Όμοια με την αρχαία: Άλλοι κάμον, άλλοι δ'ώναντο
Έχει ο αφέντης μας, αφέντη
(1880)