Αναζήτηση
Αποτελέσματα 3001-3100 από 3195
Γω φτένω τα βάτι σα φσάχε μ': Όνdουνους κορίτσι α πάρει, να κούσει το σάσι τσαι στέρου νdα πάρει
(1951)
Εγώ αφήνω διάτα στα παιδιά μου: Οποιανού κορίτσι θα πάρει, ν' ακούσει τη φωνή της κι ύστερα να την πάρει. Να μην παντρεύεται κανείς, προτού γνωρίσει έστω και λίγο τη γυναίκα που θα πάρει. Εκείνα τα χρόνια ο γαμπρός, ως την ...
Το Γαλά 'ς τα πίσου τη μερά τα παίρνουνε
(1951)
Ερμηνεία: Το κάστρο από το πίσω μέρος το παίρνουν
Να μη νάρτεις σ' αν κάμι ιράστα, το καό τζο κρους σο νου σου
(1951)
Ερμηνεία: Αν δεν έρθεις σ' ένα κακό αντίκρυ, το καλό δεν το φέρνεις στο νου σου
Ο μύος πήε σο σέλι τσαί συ αραdίζεις 'κόμη τα κροτάλε;
(1951)
Ο μύλος πήγε στην ποταμοπλημμύρα και συ γυρεύεις ακόμα τα βαρδάρια του;
Είπες τι νdα κρέμ' σες 'σ το ιμάτι σου
(1951)
Λες και τον πέρασες από το πουκάμισό σου. Τ' αντρόγυνα που δεν έκαναν παιδιά, υιοθετούσαν ένα ξένο. Για να τους αγαπήσει όμως σαν αληθινό, η θετή μάνα του τόβαζε στον κόρφο της και το περνούσε μέσα από το πουκάμισό της ως ...
Του νεκέση το μάλι χάνεται 'ς του τσομάρτη πολύ
(1951)
Του τσιγγούνη το βιός χάνεται περισσότερο από του κουβαρδά
Κατέβης 'ς τ' άβγο, γαλίτσεψες σο γαϊρίδι, κατέβης 'ς το γαϊρίδι, τσοκτϊέσες σόν τζοράχο
(1951)
Κατέβηκες από τ' άλογο, καβαλίκεψες στο γαϊδουρι, κατέβηκες απ' το γαϊδουρι βούλιαξες στη λάσπη. Όταν αρχίζεις να ξεπέφτεις, δεν ξέρεις που θα καταντήσεις στο τέλος
Τσάπου τζ' ομdϊέζεις 'ς τον τζαλού, βgαίν' αν 'αγός
(1951)
Από το χαμόκλαδο που δεν περιμένεις, βγαίνει ένας λαγός
Δώκαν dο νομάτη τσ' είπεν dι: βάϊ, τη ράση μου!
(1951)
Χτύπησαν κάποιον κι είπε: ωχ, τη ράχη μου! Για τους δειλούς και μικρόψυχους που δέχονται αδιαμαρτύρητα ό,τι κι αν τους κάνουν οι άλλοι. Λεβ. 27
Μbαίνει 'ς τόϊναν dο 'τι, βgαίνει 'ς τε τ' άβου το τι
(1951)
Μπαίνει από τόνα το αυτί,βγαίνει από τ' άλλο τ' αυτί.Όταν τα λόγια μας πάνε χαμένα. Μια φορά κάλεσαν στο χωριό μια γυναίκα,που είχε πάρει τον κακό δρόμο,και την ορμήνευαν.Ο θείος της της είπε τα πιο πολλά. Εκείνη στο τέλος ...
Στάθη σο θύρι μbρό, νε του βgαίνει φήνει, νε του μbαίνει
(1951)
Στάθηκε στην πόρτα μπροστά, ούτε κείνον που βγαίνει αφήνει, ούτε κείνον που μπαίνει
Μο το χορτάρι ση νιστία κονdα μη πααίν΄, Με το μπαρούτι στη φωτιά κοντά μην πηγαίνεις
(1951)
Τόλεγαν για δυό εχτρούς, ή για κορίτσια κι αγόρια, που δεν έπρεπε να πλησιάζονται
Τού 'ά 'ινεί βόϊδιν dό μουσκάρι, 'ς τό κόπριν dου έν bαού
(1951)
Τό μοσχάρι πού θά γίνει βόδι, από τήν κοπριά του φαίνεται. Από μικρός δείχνει κανείς τί θά γίνει
Η ΄ναίκα το δϊέβο εμbασεν dα σο κουμνί
(1951)
Η γυναίκα το διάβολο τον έμπασε στη στάμνα. Μια φορά ο Άγι- Αντώνης στεναχωρέθηκε που δεν τον άφηνε ήσυχο ο δαίμονας. Πάει μία γυναίκα και του λέει : Εγώ θα σε γλυτώσω. Βρίσκει το διάβολο και τον ρωτάει : Αφού λες, πως ...
Α νοματού χρεία, σα δύο νομάτοι τζο φτάνει α πομείνουν τσαι τα δύο νηστικά
(1951)
Ενός ανθρώπου το φαΪ στούς δυό ανθρώπους δε φτάνει, θ' απομείνουν κι οι δυό νηστικοί
Ατσείνο του τζο πιτϊέ τ' όργο, όϋπνος γαμεί τη μάν dου
(1951)
Εκείνο το έργο που δεν τελειώνει, ο ύπνος του γαμεί τη μάνα (το τελειώνει μιά χαρά), Ερμηνεία: Όταν κανείς δε μπορεί να τελειώσει μιά δουλειά, θα σταματήσει θέλοντας και μη από τον κόπο. Τόλεγαν πιο πολύ στις νοικοκυρές, ...
Ά σεσμένο τανάς, τσίπ τή σουρού τά πράματα χά τά σέσει
(1951)
Ένας χεσμένος ταύρος, όλα τού κοπαδιού τα ζωντανά θά τά χέσει. Ένα κακό παράδειγμα, όλους μπορεί να μάς παρασύρει. - Πόντ. Δ. Π. αρ. 371: Τό σκατόν πα ολίγον έν, άμα γαμαρίζ'
Να μη ιδρώσ' ο κώς σου, έργον τζο πορείς να ιδείς
(1951)
Ερμηνεία: Αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, έργο δε μπορείς να δεις. Έλεγαν και: Να μη φσίξεις τον gω σου..-Πόντ. Α. Π. αρ. 124: “Αν 'κ' ιδρών το κατζί σ', να ζης 'κ' επορείς. -Λεβ. 78
Σαμ' α 'ινώ νύφ' α προστσυνάω
(1951)
Όταν θα γίνω νύφη, θα προσκυνάω
Έβgαλές τα σως το γουργούρι μου
(1951)
Μου τάβγαλες ως τον καταπιώνα μου! Όταν ο άλλος σε στενοχωρούσε κι ήσουν έτοιμος να τον βρίσεις. Δείχνοντας με το χέρι το λαιμό, τόλεγαν κι έτσι: Έβgαλες τα σωζ αδά. Αντί γουργούρι έλεγαν και γαργαράς(=λάρυγγας): έβgαλες ...
Ότις τζο ΄υρεύει να κούσει τα κροτάλε, σο μύον τζο πααίνει
(1951)
Όποιος δε θέλει ν΄ ακούσει τα κροτάλια, στο μύλο δεν πηγαίνει. Κρόταλε είναι τα βαρδάρια του μύλου, που κάνουν μεγάλο θόρυβο στο άλεσμα
Συ, μο τ' ατέ τ' αχίλλι του ες, α νάρτει αν dαρός, θάλε τζ' α νάβρεις να δώσ' το τσουφάλι σου
(1951)
Συ μ' αυτό το μυαλό που έχεις, θε νάρθει ένας καιρός, πέτρα δε θάβρεις να χτυπήσεις το κεφάλι σου
Ήμουν bεκάρης, ήμουν χονκάρης, σεμαδεύτα, ενόμουν βεζίρης παρεδόθα, ενόμουν ρεζίλης
(1951)
Ερμηνεία: Ήμουν ανύπαντρος, ήμουν χονκέρης, αρραβωνιάστηκα, έγινα βεζίρης, παντρεύτηκα, ρεζιλεύτηκα. Μουλά – χονκέρης ήταν μεγάλο θρησκευτικό αξίωμα. Αυτός έμενε στην Προύσα κι είχε το προνόμιο να δίνει στο Σουλτάνο το ...
Αλεκονdέ τσάρι ποίτσες τα α μέγον gαμήλι
(1951)
Μια τόσο μικρή τρίχα την έκαμες μεγάλη καμήλα. Σε κείνους που μεγαλοποιούσαν τα πράγματα ή τάβλεπαν φουσκωμένα. Το καμήλι εδώ μπορεί να μπήκε από το Ευαγγέλιο, με την έννοια του σκοινιού: κάμηλον δια τρυπήματος ραφίδος, ...
Αρ να μη κρεμιστεί του νέγα Πάσκα το 'λτ'ινό το τσεφος στη 'η, η άνοιξη τζο 'ρτσεται
(1951)
Αν δεν πέσει κάτου στη γη της Λαμπρής το κόκκινο τσόφλι, το καλοκαιρι δεν έρχεται
Πρώτη μέρα Μάης, τη δεύτερη κάης, η σήμερο εν' ο Μάης, την εβή εν κάης
(1949)
Στις δύο του Μάη είχαν αργία, δεν έσκαβαν, δεν πότιζαν, δεν έπλεναν
Ρώτσαν dο καμήλι, είπαν 'dι: Ο φσόνdυός σου σοτίπως εν' στραό; Τσ' είπεν 'dι το καμήλι: Τα ποίο μου μερά εν' ορτό να νάνι τσ' ο φσόνdυό μου ορτό;
(1951)
Ρώτησαν την καμήλα και της είπαν: Ο σβέρκος σου γιατί είναι στραβός; Κι είπε η καμήλα: Ποιό μέρος μου είναι ίσιο, για να είναι ίσιος κι ο σβέρκος μου;
Τι να σ΄ θ΄μηθώ, κριμμιδάκι μ΄ τζ καούρα σ΄ ή τ΄ μυρ΄διά σ΄
(1923)
Δηλαδή ουδεμίαν αρετήν ευρίσκω εν σοί. Σε εδοκίμασα. Πάντοτε κακίαν εύρον και τούτα τας εδοκίμασα. Π.χ. Παρήτησα την σύζυγόν μου λόγω των μεγάλων ελαττωμάτων της. Φίλος της με προτρέπει να την παριμαζεύσω. Δύναμαι να του ...
Θέλ' γαμπρό μι μάτια κι αυτός
(1922)
Ερμηνεία: Όταν της ζητής φαγητά σπάνια η εν γένει πράγματα δύσκολα ή αδύνατα, του δίδεται η ανωτέρω απαίτησις. Φαίνεται ότι η παροιμία προήλθεν εκ τούτου, ότι κατά τους παλαιότερους χρόνους ο γαμπρός ουδέποτε εσήκωνε μάτια ...
Συ, θέλ'ς γαμπρό μι μάτια!
(1922)
Ερμηνεία: Όταν της ζητής φαγητά σπάνια η εν γένει πράγματα δύσκολα ή αδύνατα, του δίδεται η ανωτέρω απαίτησις. Φαίνεται ότι η παροιμία προήλθεν εκ τούτου, ότι κατά τους παλαιότερους χρόνους ο γαμπρός ουδέποτε εσήκωνε μάτια ...
Του κιφάλ' είπι στη γλώσσα: άμα λές καλά είνι καλά κι για μένα, αλλά λές κακά ιγώ παθαίνου συ τρυπών'ς μέσα κι κρύβισι
(1914)
Ερμηνεία: Πριν σκεφθή τις δεν πρέπει να ομιλή
Μο τα παράδε τσόνι, εν μο τη 'ράδα τουν
(1951)
Με τους παράδες δεν είναι, είναι με την αράδα τους
Η μα σου σαμού σε 'ένντσε φσογγάτοζ έφαε
(1951)
Η μάνα σου όταν σε γέννησε έφαγε σφογγάτο
Ηύρες καό τσιτσάκι να πάρειζ άθος!
(1951)
Βρήκες καλό λουλούδι να πάρεις μοσχοβολιά!
Το γϊάδι του τζ' α ιδεί το μουσκάριν dου, γα τζο κατεβάζει
(1951)
Η αγελάδα που δεν θα ιδεί το μοσκάρι της, γάλα δεν κατεβάζει. Όταν μια δουλειά δεν είναι δική σουή δε σου δίνει διάφορο, δύσκολα την κάνεις.
Στο δϊέβο αν τζερί να πάρεις, πάλ' εν gαό
(1951)
Ερμηνεία: Από το διάβολο κι ένα κερί να πάρεις, είναι καλό
Το 'ίδι, σαμού ΄υρεύει να φα ξύο, πααίνει σουρτεύεται σου ομbαση το ραβdί
(1951)
Το γίδι, όταν θέλει να φάει ξύλο, πάει και τρίβεται στου τσοπάνου το ραβδί
Αρ το ορταχεψίμι να ήτουν gαο, τα δυο 'δεφε χα πάρουν α 'ναίκα
(1951)
Αν η κολληγιά ήτανε καλή, τα δυο αδέρφια θα παίρνανε μια γυναίκα
Ζ΄ ναίκας ΄ς τα σεράνdα κατζία να πγέσ΄ τόϊνα · ατσείνο πάλι νdα ΄νανοστείς και τσαί νdα πγέσ΄
(1951)
Της γυναίκας από τα σαράντα λόγια να πιάσεις (δεχτείς) το ένα · και κείνο πάλι να το σκεφτείς καλά και να το πιάσεις
Ο υμνός φεύgει ση γωνία, ο νησιτκός βγαίνει σο θύρι
(1951)
Ο γυμνός φεύγει στη γωνία (του σπιτιού), ο νηστικός βγαίνει στην πόρτα. Έχει την ίδια έννοια με την προηγούμενη. Τις έλεγαν σα δικαιολογία όταν ξόδευαν κάτι για να ντυθούν. Την έλεγαν κι αλλιώς. Ο ύμνος φεύgει πέσου, ο ...
Δόσιμα εν dου Θιού το δόσιμα του ισανού τίπος τζό 'νι
(1951)
Δόσιμο είναι του Θεού το δόσιμο, τ'ανθρώπου τίποτε δεν είναι. Μονάχα αυτό που μας δίνει ο Θεός αξίζει
Η ΄ναίκα ένι ΄ς το δϊέβο τσ άβ μέ(γο) δϊέβος !
(1951)
Η γυναίκα είναι από το διάβολο πιο μεγάλος διάβολος ! Αυτό, λέει, το είπε ο Άγι- Αντώνης, όταν είδε πως μία γυναίκα έβαλε το διάβολο μέσα στη στάμνα. Δες τον αριθ. 184
Να 'λλ' ένα, είπεν dι η θεία μου η Γουζάβη
(1951)
Να άλλος ένας, είπεν η θειά μου η Γουζάβη. Τόλεγαν στ' αστεία, όταν παρουσιαζόταν ένας σε μιά παρέα ή όταν πετιόταν κάποιος κι έλεγε μιά κουταμάρα. Η φράση έμεινε, λέει, από κάποια Γουζάβη, γυναίκα του Γουζού, πού όλο ...
Ο Θεός σαμού 'υρεύει το πέτεγο, φτένει τα καρφί
(1951)
Ο Θεός ως την αυγή, τα πέταλα τα κάνει καρφιά και τα καρφιά πέταλα
Ο χωρίοζ εν σο κάχιν 'bάνου, κάτσε vdα 'ρτϊέσουμ' τζαι 'στέρου άμε
(1951)
Το χωριό είναι στην πλαγιά πάνου, κάτσε να το φέρουμε στα ίσια κι ύστερα φεύγεις
Α νομάτ' του τζο τρώ' το μάλιν dου, α βραθεί κανείς νdα φα'
(1951)
Του ανθρώπου που δεν τρώει το βιός του, θα βρεθεί κάποιος άλλος να του το φάει
Ζ΄ ναίκας σό ράμμα μη κρεμϊέσαι· α σε πνίξει
(1951)
Στης γυναίκας το σκοινί μην κρεμιέσαι͘ θα σε πνίξει. Να μη πιστεύεις ούτε να δένεσαι με γυναίκα. Είχαν, λέει, οι γυναίκεςπου έβγαιναν στο βουνό για ξύλα ή για χόρτα, μιά τριχιά μαζί τους πάντα. Αυτό ήτανε το ράμμα. Πόντ. ...
Είπεν d' ο Μάρτης: 'γω το σόνι 'α νdα βgάω σου καμηλού το βράδι. Είπεν dι τσ' ο Απρίλ': 'γω πάλι 'α νdα λύσω σου τεγανού τ' άβι
(1951)
Ερμηνεία: Είπε ο Μάρτης: εγώ το χιόνι θα το βγάλω ως της καμήλας την ουρά. Είπε κι ο Απρίλης: εγώ πάλι θα το λιώσω στου τηγανιού το χερούλι, δηλαδή όσα χιόνια κι αν πέσουν το Μάρτη, ο Απρίλης, που φέρνει την άνοιξη, τα λιώνει
Τα παράδε μέτρα τα σιφτάχι τσαί 'στέρου έμbασ τα σον gεσέ σου
(1951)
Τα λεφτά μέτρα τα πρώτα κι ύστερα μπάσε τα στη σακκούλα σου
Μ' ήλιου τα βάνου, μ ήλιου τα βγάνου, τί έχ' νι κι ψουφάν τα έρμα
(1922)
Με τον ήλιο τα βάνω στο μαντρί με τον ήλιο τα βγάζω τα πρόβατα, τι έχουν και ψοφούν; Ερμηνία : Ερωνεία αναφερόμενη εις οκνηρόν ποιμένα , μεταφερόμενη εις πάντα οκνηρόν, Η παροιμία αυτή λέγεται για οκνηρόν, όστις παρακινείται ...
Γλείφει τα τάττε του ανdί 'ρκούδι, να βgεί σην άνοιξη
(1951)
Γλείφει τις πατούσες του σαν αρκούδα, για να βγεί στην άνοιξη
Άν κάμη ΄ναίκα, σωστού να ράψει α ίταίρι τσαί α ιμάτι, ο Πάσκαζ ά να ΄ρτει τσαί α δεβεί
(1951)
Μιά κα΄κη γυναίκα, ώσπου να ράψει ένα σώβρακο κι ένα πουκάμισο, η Λαμπρή θε νάρθει και θα περάσει. Τόλεγαν και έτσι : Άν bασαρμάζ ΄υναίκα, σου να ράψει το ιταίρι τσαί το ιμάτι, εγώ Πάσκας μbαίνει τσαί βgαίνει. Λεβ. 7
Σήκω, Διαμάντω μ', να πας για ξύλα. Δε μπορώ, μάννα μ', δε μπορώ. Σήκω, Διαμάντω μ', να πας για νερό. Δε μπορώ, μάννα μ', δε μπορώ. Σήκω, Διαμάντω μ', να σε παντρέψουμε. Χόποτας, μάννα μ', χόποτας!
(1928)
Λέγεται παροιμιωδώς προς άγαμον, όστις αποβλέπων ήδη εις εξεύρεσιν νύμφης παραμελεί τας εργασίας του
Σ τού Βαρασού το χώμα τζουτζί τζο 'ίνεται – Από του Βαρασού βάζο δε γίνεται
(1951)
Το φαρασιώτικο χώμα δεν έκανε γι' αγγειοπλαστική. Τη φράση την έλεγαν αλληγορικά, επειδή δε βγήκε ποτέ από το χωριό ένας άξιος άνθρωπος, άρχοντας ή επιστήμονας, που να κάνει καλό στον τόπο. Ο μόνος, λέει, που θυμούνται ή ...
Ό,τι σε λέν, 'τι μη κρους ̇ να μη τα μbάσ' σην τζάπη σου, κανείνα μημ bιστεύ'
(1951)
Ό,τι σου λένε, μην ακούς, αν δεν τα βάλεις στην τζέπη σου, κανένα μην πιστεύεις
Το τσένdικο κόντσεν dα σο νερό
(1951)
Το τσουλί τόριξε στο νερό
Τα πιτένε, 'φότεζ έν' bιτένε, κρούς τα, κόφτεις τα τσαί 'πιδεβαίνουνε
(1951)
Τα πεύκα, που είναι πεύκα, τα χτυπάς,τα κόβεις και πέφτουνε. Τόλεγαν στουν βιαστικούς, που ήθελαν να γίνεται μονομιάς η δουλειά τους. Πόντ. Α.Π. αρ. 878: Με μιά τσουκουρέα το δεντρό 'κε κρεμιέται
Να φτσαιρέσω το 'μόν dο τσουφάλι, να εμώσω το σον dο τσουφάλι
(1951)
Ν' αδειάσω το δικό μου κεφάλι, να γεμίσω το δικό σου
Κόρη μου, λέγω τα σέναμ νυφίτσα μου, νdα πάρ' συ!
(1951)
Κόρη μου, τα λέω εσένα, νύφη μου, να τα πάρεις εσύ
Ο ζευγαράτ΄ υρεύει βρέδη, ο κουμνάτ΄ υρεύει ξερά
(1951)
Ο ζευγάς γυρεύει βροχή, ο στάμνας γυρεύει ξερασιά. Ο μύθοε λέει : Μια φορά ήτανε δύο αδέρφια· ο ένας είχε χωράφια, ο άλλος έφτιανε κανάτια. Ο ένας παρακαλούσε το Θεό να βρέξει· ο άλλος δεν ήθελε, γιατί είχε τα σταμνιά του ...
Το περτσόν dο μbούτσι την τζοιλία σου τρυπά;
(1951)
Σημείωση: Η περισσή μπουκιά τρυπά την κοιλιά σου;
Του τζο πορεί να βgάλει τη χολή του σο γαϊριδι, κρού' το σαμάρι
(1951)
Κρούω = χτυπώ
Τόϊνα καφτούσαν τα γένε του, τ' άβου πάλι πααίνκε να 'νάψει το γαλϊόνι
(1951)
Ερμηνεία: Όταν κανείς γυρεύει να κερδίσει από του άλλου τη συμφορά
Α νομάτ' να 'κούσει ζ'ναίκας το κατζί, τσαι τσείνο ονομάτ' σαϊλdϊέζεται 'ναίκα
(1951)
Ένας άντρας, αν ακούσει της γυναίκας το λόγο, και κείνος ο άντρας λογαριάζεται για γυναίκα. Μία φορά αρρώστησε η γυναίκα του βασιλιά Σολομώντα. Μια μάγισσα που πήγε να τη γιατρέψει, της είπε : Να πιάσεις όλα τα πουλιά, να ...
Ας είν΄ καλά οι χριστιανοί που μας θρέφουν σα στραβοί και μας φέρνουν και το βιό τους και γαμώ το κιαρατό τους
(1928)
Τη λένε οι καλόγεροι για να σατυρίσουν την αφέλεια των χριστιανών που προσφέρουν τα έχοντά τους στα μοναστήρια
Σαν πέρα δίπλα βάλτι τουν δεν ξέρου τι μη βρίσκει
(1925)
Η παροιμία προήλθεν εκ τούτου: Υπάρχει συνήθεια τον νεκρόν ιερέα να τον θάπτουν θρονιασμένον δηλ καθήμενον επί θρόνου. Η παπαδιά δεν επιτρέπεται να έλθει εις δεύτερον γάμον τότε. Λοιπόν: ρώτησαν νια βουλιά νια παπαδιά π' ...
Τι τρέχ΄ η μύτ΄ σ΄ γέρουντα; - Τρέχ΄ απ΄ του βοριά – Σι ξέρου κι απού τότι π΄ δεν τράβαϊ ου βουριάς
(1925)
Παροιμία λεγομένη διά τινα του οποίου αι προβαλλόμεναι δικαιολογίαι κ΄ προσχήματα δεν του απαλλάσσουν την κατηγορία δι΄ ελαττωματα ή κακίας τας οποίας έχει. Αίφνης δικαιολογείται της, ότι δεν μελετά διότι δεν έχει καλό ...
Το 'μέτ'ρον dο στσυλλί το πελέτσι πάγασεν dα τσ' ήφερεν dα
(1951)
Το σκυλί μας πήγε κι έφερε το τσεκούρι
Του στσυλλού το βράδιν άτσονdου 'α νdα κουπώσ' σο γαλέπ', πάλ' α 'υριστεί πανουφόρου
(1951)
Του σκύλου την ουρά, όσο κι αν την σκεπάσχεις στο καλούπι, πάλι θα γυριστεί κατά πάνου
Το στσυλλί το τουιν dου 'άζει το χούιν dου τζο 'άζει τα
(1951)
Το σκυλί την τρίχα του αλλάζει, το συνήθιο του δεν τ' αλλάζει
Πολύ σ' α σπίτι μη παςε τσ' έρτσεται α σηκωθεί ταρνά το μουχαbέτι σας
(1951)
Πολύ σ' ένα σπίτι μην πηγαινοέρχεσαι, θα λείψει γρήγορα η ευχαρίστησή σας
Αρ να είσεν gαοσύνη, έμbρο χα ποίτσει σου του το τσουφάλι τσαι στέρου ση σόνα
(1951)
Αν είχε καλοσύνη, πρώτα θάκανε καλό στο δικό του κεφάλι κι ύστερα στο δικό σου
Γρέπ' το τεζgράχι του τσ' έπαρ' το πανί, γρέπ' τσαι τη μάνα, έπαρ' την gόρη
(1951)
Κοίταξε τον αργαλειό και πάρε το πανί, κοίταξε και τη μάνα, πάρε την κόρη
Κόμη ζ' μας σου το βυζί μυρά σο στόμα σου
(1951)
Ακόμα της μάνας σου το βυζί μυρίζει στο στόμα
Αρ νdα κατένκα του χα χαθεί ο τατά μου, χα νdα δώσωσ' αν gακό κρομμύδι
(1951)
Αν τόξερα πως θα πέθαινε ο πατέρας μου, θα τον πουλούσα για ένα καυτερό κρεμμύδι
Ήρασε ο κω μου σ' όργον 'bέσου, γω τζο κατέχω τα τσαι συ κατές τα;
(1951)
Γέρασε ο κώλος μου στη δουλειά μέσα, εγώ δεν το ξέρω και συ το ξέρεις;
Το γισμάτι ήρτε σα ποράδε σου, συ άχτσες τα μο τα ποράδε σου πίσου
(1951)
Η τύχη ήρθε στα ποδάρια σου, συ την κλότσησες με τα ποδάρια σου πίσω
Ου αγ΄ρουφάης έφαι, ου γουρ΄μουφάης έμ'νε
(1922)
Σημείωση: Αγ΄ρουφάης (αντίθ. Του γουρ΄μουφάης)
Τώρα θέλου γώ!
(1925)
Παροιμία που έμεινε στα γύρω μέρη της Αμπρακιάς – Αιτωλίας απ' το εξής περιστατικόν: Πήγαν οι Γκερτοβίτες να πάρουν νύφη στην Αμπρακιά, αυτή ήταν χαζή γυναίκα. Οι άλλες οι γυναίκες π' περίμεναν του σ'μπιθιρκό στο σπίτι τς, ...
Σον dαρόν gορά 'α νdα βρισ', σον dαρόν gορά 'α φιλήσ' το σέρι του
(1951)
Ερμηνεία: Στους ανθρώπους συμπεριφερόμαστε ανάλογα με την ώρα και με τις περιστάσεις
Το καόν dο πρόβατο 'ς τη σουρούν dου τζο χωρίζουν dα
(1951)
Το καλό το πρόβατο από το κοπάδι του δεν το χωρίζουν
Αδά η Τζισάρα κάη τσαί σένα ο ψύος τζο δάκνει σε;
(1951)
Ερμηνεία: Σε άνθρωπο που δεν ανησυχεί απ' ότι και να γίνεται γύρω του
Σ τον gόσμο πήρα το χαβασιλϊέχι μου, για, ισάνι είμαι, πάλι ομdϊέζω
(1951)
Από τον κόσμο πήρα τις χαρές μου, όμως, άνθρωπος είμαι, πάλι θέλω. Ο άνθρωπος, όσο κι αν γλεντήσει, όσο κι άν χαρεί τον κόσμο, ποτέ δε χορταίνει. Τόλεγαν οι γέροι
Ο Χριστός σο λύκον είπε dα: “Σήκω να φας τον αυτέντη σου”
(1951)
Ο Χριστός είπε στο λύκο: Σήκω να φας τον αφέντη σου
Τσίπ να υπάμε ση στρώση μας τσ' ο λύκος σο τρυπίν dου
(1951)
Όλοι να πάμε στα κρεβάτια μας κι ο λύκος στην τρύπα του
Ρώτησαν dο μερμήντζι. Το κοτσί του κουβαλαίν' ατσομbοίο βαρύ ένι; Τσ' είπεν dι: Μο το 'μον do ζυ' έν' εβδομηνdαπέντε λίτρε
(1951)
Ρώτησαν το μυρμήγγι: Ο σπόρος που κουβαλείς πόσο βαρύς είναι; Κι' είπε: Με το δικό μου το ζύγι είναι εβδομηνταπέντε λίτρες.
Το τσουφάλ' σου εν bεγάϊδι, τα ποράδε σου λίbλη, ό,τ' 'υρέφ ποιτσε
(1951)
Το κεφάλι σου είναι βρύση, τα ποδάρια σου λίμνη, ό,τι θέλεις κάμε
Έσει μήνα, ζουλεύει το χρόνο έσει χρόνο, ζουλεύει ένdεκα μήνες
(1951)
Έχει μήνα που θρέφει το χρόνο έχει χρόνο που θρέφει έντεκα μήνες. Τυχαίνει δηλαδή μήνας, που με τη δουλειά που κάνεις, ζεις ένα χρόνο τυχαίνει όμως και χρόνος, που για να τον περάσεις δουλεύεις έντεκα μήνες
Ο Μάρτης λένκεν 'dι: 'αρ να μην bοίκω σειμό σα εννά, 'α ποίκω σα δεκαϊννά, 'αρ να μην bοίκω σα δεκαϊννά, σα εικοσιεννά 'α νάρτω μο τον αραπά
(1949)
Ερμηνεία: Ο Μάρτης έλεγε αν δεν κάμω χειμώνα στις εννιά, θα κάμω στις δεκαεννιά, αν δεν κάμω στις δεκαεννιά, στις εικοσιεννιά θάρθω με τον αραμπά
Μο το στσυλλί του 'νεγκώθει ο νομάτ', ο μυτής του 'ς τα κάκε τζο γλυτώνει
(1951)
Με το σκυλί όποιος κάνει παρέα, η μύτη του από τα σκατά δε γλυτώνει
Μο την gαζβάρα του 'νεγκώθει, ο μύτης του 'ς τα κάκε λειψόν τζου 'ινεται
(1951)
Με τον κόρακα όποιος πάει, η μύτη του από τα σκατά δεν απολείπει
Σ τόϊναν dο ξύο βgαίνει τσαί καό, βgαίνει τσαί κάμι
(1951)
Από το ίδιο δέντρο βγαίνει και καλό ξύλο, βγαίνει και κακό. Όταν από τον ίδιο πατέρα έβγαιναν διαφορειτκά παιδιά. Ποντ. Α. Π. αρ. 259 : Ας τ΄ έναν ξύλον ιφτάρ΄ πάλ΄ εβγαίν΄ και σταυτόν παλ΄ εβγαίν΄
Του σπιτού το παζαρλϊέχι σου ρουσού το παζαρλϊέχι τζο ούτιε του ρουσού πάλι το παζαρλϊέχι σου σπιτού τζο ούτιεπαζαρλίκι = συμφωνία
(1951)
Ερμηνεία: Του σπιτιού η συμφωνία δεν ταιριάζει με του βουνού τη συμφωνία, του βουνού πάλι η συμφωνία δεν ταιριάζει με του σπιτιού
Γρέψε τσαί πίσου͘ κάφτεται το παράφτερο σου
(1951)
Ερμηνεία: Σ' έναν που δεν έπαιρνε είδηση από ότι γινόταν γύρω του, στο σπίτι του ή στον κόσμο
Ο μάστρος σως το μισημέρι ένι νηστικό ΄ς το μισημέρι ΄στέρου χορτανέσκει
(1951)
Ο μάστορας ως το μεσημέρι είναι νηστικός, από το μεσημέρι κι ύστερα χορταίνει. Όποιος ξέρει μια τέχνη, μόνο για λίγο μπορεί να μείνει άνεργος. Λεβ. Ποντ. Α.Π. αρ. 1473 : Τ΄ αργάτ΄ η γυναίκα ους το μεσημέρ΄ πεινά
Α νοματού όνομο σου να βgαίνει, να βgει ο κως του εν gαο
(1951)
Παρά να βγαίνει τ' λονομα ενός ανθρώπου, καλύτερο είναι να του βγει ο κώλος
Δώσε με γισμάτι, κόνdα με'ς του Γουπτσή το κάτσι
(1951)
Δώσε μου τύχη, πέτα με απ' του Γουπτσή το βράχο
Βοσκά, γρούνα μ' τι γαϊδούρα μ' νη να ιδούμε ποιόν θα σαμαρώσουν
(1925)
Νιά βουλά έβουσκι σ' ένα λ'βαδ' νιά γρούνα κι νιά γαϊδούρα κι φιλουνεικούν σαν ποιά απ'τα δυό θα φυβγ' πρώτ' δηλ. ποιά θα χρειαστή ου αφέντς μπροστά για να σαμαρώσ' κι να τ' φουρτώσ' . Η γρούνα τότε είπε τα παραπάνω.
Άρ να είπες 'τι κι είδα, ά ειπούν dι: χίτα να με τα δείκ'
(1951)
Αν τύχει και πείς είδα, θα σου πουν: τρέχα να μου το δείξεις. Καλύτερα να μη μιλείς όταν δεις κάτι, για να μη σε πάρουν μάρτυρα.
Να ιδείς ζ' γούβας σου το φοσσί, ά ιδείς τσαί μένα
(1951)
Αν δείς τη γούρνα του σβέρκου σου, θα δείς και μένα. Δηλαδή δε θα με δείς ποτέ. Τόλεγαν και μ' άλλη έννοια : Ά ιδείς ζ' γούβας σου το φόσσι=θα δείς τον ουρανό ανάποδα.