Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2801-2900 από 3195
Ατέ το υνί καλϊέζει του Μάη τις βρεσες
(1951)
Αυτό το υνί αξίζει του Μάη τις βροχές
Το σον εν' στσυλλού τερνακι
(1951)
Τα δικά σου είναι σκυλιού καμώματα
Το στσυλλί του 'αλεί, τζο δάκνει
(1951)
Το σκυλί που γαβγίζει, δε δαγκάνει
Δε θα σ' πέσουν τα πέταλα να...(βοηθήσης, ή εργασθής, ή κάμης τον κόπο)
(1926)
Δηλαδή δεν είναι δύσκολον...
Έρχιτι πίσου ου πιθαμένους
(1926)
Λέγεται προς τινα, όστις καταβάλλει προσπάθειας να επαναφέρει εκ ακμήν δι΄ αρδεύσεως ξηρανθέν ήδη φυτον
Πιλικάει απάν' τα πουδάρια τ' αυτός
(1926)
Απεργάζεται τον εαυτου όλεθρον
Τί, τν τσόχα πληρών'ς ή τά ραφτικά!
(1923)
Δηλαδή όταν προσφέρη τις μηδαμινόν ποσόν πρός ανταμοιβήν δι' εργασίαν, η οποία τιμάται περισσότερον
Του σκατό βρουμάει όπους να του κάμ'ς
(1923)
Δηλαδή ο κακοήθης μένει εν τη κακοήθειά του
Τουμ πήρα μη τον σκατόφκυαρο
(1923)
Δηλαδή τον επέπληξα και ευλασφήμησα βαναύσως//Σκατόφκυαρον (το) = το φτυάρι των σκατών
Δώτσεν bοπουκάτου, έβγην bοπάνου
(1951)
Χτύπησε από κάτου, βγήκε από πάνου. Για εκείνον που τελειώνει γλήγορα τις δουλειές του
Σ του Βαρασού το κοπέκι – Από του Βαρασού τον αφαλό
(1951)
Για έναν που ήταν γεννημένος και μεγαλωμένος μέσα στα Φάρασα
Τσάπου α υπά ένι α νgάθι bpόν dου
(1951)
Για τους άτυχους που όλα τους έρχονται ανάποδα
Τουγ ξαπολάει κάπουτι απ' του πουδάρ'
(1926)
Δηλαδή ο διάβολος
Αυτός το 'χ' σ'γουριά στου Καρπινήσ'
(1922)
Ερμηνεία: Αδιαφορεί τελείως δια τα λεγόμενα ή ίδω καιτι ου κόσμους απ' τουμ πόλιμο, ισύ σ'γουριά στου Καρπσενήσ'
Ικατό ουκάδις βούτ'ρου σι σκυλ'νου τουμάρ'
(1922)
Ερμηνεία: Καλός άνθρωπος κακώς διατώμενος
(Αυτήν' η γ'ναίκα) ντιπ προυβατίνα είνι
(1922)
Ούλου κούτ'ζι = ανοήταινε
Έπισι τ' μάκρ' κι τ' πλάτ'
(1922)
Ερμηνεία: Φαρδύς πλατύς ένεκα ασθενείας ή σωματικής αδυναμίας ή και οκνηρίας
Πέσι πήττα να σι φάου δεν είνι η δ΄λειά
(1923)
Λέγεται προς τινα, όπως δυσανασχετεί διά την εργασίαν. Είναι ασυνήθιστος και τον ενοχλεί
Αξαίν' τα πιδάκια, αξαίν' τα φαρμάκια
(1923)
Η ηλικίωσης των τέκνων πολλαπλασιάζει τας πίκρας των γονέων
Στάθ'κα στα πουδάρια μ' τώρα
(1923)
Δηλαδή ανέλαβα εξ ασθενείας ή μεταφορικώς οικονομική
Κάλλιου ψειριασμένους παρά πουντιασμένους
(1925)
Παροιμία λεγομένη προς δικαιολογίαν της αποποιήσεως λουσίματος της κεφαλής
Δεν τ' ανέμκε ούτε ένα δάχλου πρόσουπου
(1925)
Δεν του απέμεινε ούτε ίχνος φιλοτιμίας
Μόδισι ράμμα να τνι κάμου αυτήν τη δλειά
(1925)
Παροιμία
Παπόρ' μι ρακή στρώθη' ου Μανόλ'ς
(1925)
Παροιμίαι λεγομένη επί του πολύ πίνοντος
Πώς τα γλέπς τα πράγματα; Ρουμέϊκα!
(1925)
Παροιμιώδης φράσις
Κάθι ένας εχ' του σαρακάκ' τ'
(1925)
Ερμηνεία: Ο καθείς έχει το τρωτον του
Είδις ράφτ' ναχ' κινούργια ρούχα; Είδις τσαγκάρ' ναχ' κινούργια παπουτσια;
(1926)
Λέγεται επί επαγγελματιού, όστις το προϊόν της εργασίας του, δεν το απολαμβάνει
Τι σου περναει η ιδέα πως παίζουμε τες αμάδες εδώ χάμου;
(1926)
Εκλαμβάνεις τόσον εύκολα τα πράγματα, περί των οποίων ασχολούμεθα
Την πίττα που δεν τρως, μη σε μέλη κι' αν καή
(1926)
Ερμηνεία: Επί αργοσχόλου όστις ενδιαφέρεται διά ξένας υποθέσεις
Πάρτε διαβόλοι βάγια
(1926)
Όταν ενώ παράγει της πολύ εισόδημα, το διαθέτει ολόκληρον δια τα χρέη του. Ή όταν δίδη τις αφειδώς ό,τι κατέχει
Μι στ' μπάει του σαμάρ'
(1926)
Έχω αιτίαν, ένεκα της οποίας αδυνατώ να πράξω ό,τι κατά την βούλησιν μου είναι ορθόν
Τι; τουν τρίντζιλα θα παίξουμι;
(1926)
Δηλαδή παιδιά είμαστε;
Τ' απίδ' κάτ' απ' τν απιδιά θα πέση
(1926)
Ο γόνος ομοιάζει προς τους γονείς
Μό τ' ά βάρτι η άνοιξη τζό 'ρτσεται
(1951)
Μέ τό 'να τριαντάφυλλο η άνοιξη δέν έρχεται. Ένας άνθρωπος μοναχός του δέ μπορεί νά βγάλει πέρα μιά δουλειά. - Λεβ. 68, Πόντ. Α. Π. αρ. 890: Μέ έναν άθ' άνοιξη 'κ' έρται
Του 'σαγάν' άμα δεν του πλύνης, πως μπουρείς να βάλς φαΐ μέσα
(1926)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Τα πουδάρια γύρισαν κι βαρούν του κιφάλ'
(1926)
Ερμηνεία: Επί ανθρώπου ευεργετηθέντος, όστις ανταποδίδει κακόν
Κάμι μι σουφό για να σι κάμου πλούσιου
(1926)
Δος μου πρόνοιαν
Τ' πήραν του γιακά
(1926)
Του επήραν τον αέρα
Μην τρας ούλου μπρουστά τγ καβάλλα, τήρα κι πίσου τμ πεζούρα
(1923)
Δηλαδή μην βλέπης τους πλείον σου ευδαιμονούντας, αλλά και ολιγώτερον ευδαιμονούντας δια να μην παραπονήσαι κατά της τύχης σου, αλλά να είσαι ευχαριστημένος
Τόχνι σ'γουριά σου Καρπινήσ' αυτοίν'
(1923)
Δηλαδή είναι ανύποπτοι εις κάθε κακόν, ενώ μέγας κίνδυνος τους επαπειλεί
Τόχου κλούκ' του πουδάρ'
(1923)
Είμαι χωλός
Ιδώ σι θέλου κάβρα πως πατάς τα κάρβ'να
(1923)
Δηλαδή εδώ να ιδώ το μπόϊ σου
Όποιος π'ναει, καρβέλια νειρεύεται
(1923)
Δηλαδή, τα όνειρα είναι απόρροια την αισθημάτων, οίτινα κατέχουσι την ψυχήν του ανθρώπου
Αν ήξιρα πότι θα πιθάνω, θάφκειανα κι' τουν τάφου
(1925)
Με την παροιμιώδη αυτήν φράσιν απαντά της προς επιπλήττοντα αυτον δι' απρονοησίαν εξ ως προέκυψε ζημία
Ισύ κ΄λιά πνας, ισείς μάτια, γιατί δεν κλήτι
(1925)
Η παροιμία αυτή βγήκε από το εξής γεγονός
Άξιναν τα πιδάκια μ' κι αυγάτσαν τα φαρμάκια μ'
(1925)
Άξιναν = μεγάλωσαν
Η μά σου 'ένντσε σε σ' αν bαού ημέρα
(1951)
Η μάνα σου σε γέννησε σε μιά λαμπρή μέρα
Εννήθης σο χαμό
(1951)
Γεννήθηκες στο χαμό. Εγεννήθης χάση φεγγαριού. Είσαι χαμένος άθρωπος. Τόλεγαν κι ερωτηματικά: Σο χαμό εννήθης; Για το χαρακτήρα του ανθρώπου έχει σημασία, λένε, η μέρα που γεννήθηκε
Ανdι ΄ναίακ μη π΄ουστϊές σα τρυπία
(1951)
Σα γυναίκα μην κρύβεσαι στις τρύπες. Οι γυναίκες κρύβονταν όταν περνούσε ένας άντρας
Σαμού 'ηρανέσκει α ντομάτ' τ' αχίλιν dου λείφτει
(1951)
Όταν γερνάει ένας άνθρωπος ο νους του γίνεται λειψός
Το μασαίρι έφτασε σο γουργούρι
(1951)
Γουργούρι=λαιμός. Το μαχαίρι έφτασε στο λαιμό.
Έμωσες την τζοιλία μου αίϊμα
(1951)
Γέμισες την κοιλιά μου αίμα. Με θύμωσεσ, μ' έκανες άνω κάτω
Βgαλίνει 'ς το δισώμι μου ζυγώρι
(1951)
Βγάζει από τον ώμο μου λουρί. Για κείνον που μας εκμεταλλεύεται άγρια
Άλτσεν dο στσυλλί; Χίτσαν τσιπ τα στσυλλία 'πιτσεί
(1951)
Γάβγισε το σκυλί; Τρέξανε όλα τα σκυλιά από κει
Τζας α παγώσει το σίδερο, 'στέρου βράστην τζο πιένει
(1951)
Ίδια με την προηγούμνεη, σε αρνητική μορφή
Σαμού θωρείς α σεμαδεμένο νομάτ', φύε μακρά
(1951)
Όταν βλέπεις σημαδεμένο άνθρωπο, φύγε μακριά
Να σε δώσω την gούφα μου
(1951)
Να σου δώσω την σκούφια μου
Το βραδινό σου τ' όργο σην εβίτσα μη τ' αφήν'
(1951)
Ερμηνεία: Τη βραδινή σου δουλειά στην αυγή μην την αφήνεις. Πόντ. Α. Π. αρ. 1696: Τ' οσημερ' νόν τη δουλείαν 'ς σο πουρνά μη αφήντς
Τουν πατάει του σαμάρ κι δεμ μπουρεί να κάμ' αλλιώς
Έχει υποχρέωσιν ς' αδυνατεί να πράξη αλλιώς
Πέρσ' περπάταγαμι, φέτου μπουσ'λάμι
(1923)
Λέγεται επί οπισθοδρομήσεως πάσης υποθέσεως π.δ.χ. επί οπισθοδρομήσεως υγείας, συνοικεσίου κτλ.
Παπαδόπ΄λου – διαουλόπλου
(1923)
Ερμηνεία: Επικρατεί γνώμη, ότι τα παπαδόπουλα και τα δασκαλόπουλα δεν είναι καλής διαγωγής παιδιά. Είναι διαολόπουλα
Είνι ρακή ματαψ'μέν' αυτήν'
(1923)
Δηλαδή πολύ ευερέθιστος γυνή
Ένα πιδί, κανένα
(1923)
Δηλαδή το ένα παιδί ίσον κανένα
Γιόμ'σαν τα σουκάκια πιδιά
(1923)
Δηλαδή οσάκης έχει τις πολλά παιδιά γίνεται ο χαρακτηρισμός του πλήθους ως ανωτέρω
Μη με σκοτώνης, παπά, γιατί δεν θα ξαναλειτουργήσης. Μα, άμα με σκοτώσης εσύ, θα ξαναλειτουργήσω;
(1925)
Διότι φονεύς παπάς δεν δύναται να υπηρετή
Μαθμένα είνι τα β'να απ' τα χιόνα
(1923)
Λέγεται επί σκληραγωγημένου ανθρώπου, τον οποίον ευρίσκουν και άλλαις σκληραγωγίας. Ή επί πολυπαθούς, τον οποίον ευρίσκουν και άλλαις σκληραγωγίας ή επί πολυπαθούς τον οποίον κατατρέχουν και άλλαις δυστυχίαις
Του πιδί είν' τρανύτιρους απ' ουλινούς
(1923)
Επιτρέπεται δηλαδή να κάμη ό,τι θέλει, διότι δε λουγάει
Π'να φάου του σ'τάρ' σ'!
(1923)
Δηλαδή να αποθάνης και να φάγω από το μνημόσυνό σου
Που μη πουνεί, που μι σφάζ'!
(1923)
Όπου τη αλγεί, εσε και τον νουν έχει
Σε γαμούνε, βάβω; Με ρωτάνε, παιδάκι μου;
(1926)
Όταν είναι αδύνατον ν' αντισταθή τις εις ενέργειαν άλλου, ήτις καταισχύνει αυτον
Η πείνα μάτια δεν έχει και μάτια βγάνει
(1926)
Ο δυστυχής προβαίνει εις εγκλήματα, τα οποία ούτε διανοείται καν τις
Στ' κασσιδιάρ' του κιφάλ' μαθαίν' να κουρεύ'
(1926)
Όταν τις κάμνη πειράματα με κίνδυνον της ζωής εκείνου με τον οποίον πειραματίζεται
Κύριε ελέησον παπαδιά, πέντι μήνις δυο παιδιά
(1926)
Ερμηνεία: Επί πολυτεκνίας γυναικός λεγομένη
Τόβαλι ίσκνα στα πουδάρια
(1926)
Ίσκνα = το αγαρικόν. του έδωσε δρόμο, υποδείξας προς αυτον που δεόν ν' αναζητήση κάτι το οποίον απώλεσε
Θα σε ποτίσου καπνιά και ξείδι
(1926)
Θα σε τιμωρήσω σκληρώς
Τσάκ'σες πουά καρύδε
(1951)
Τσάκισες πολλά καρύδια
Βgάλλει τα σο τσουφάλι
(1951)
Τα βγάζει σε κεφάλι
Τον από πουγιούρτσαν dα, πουγιούρτσε πάλι ατσείνος το βράδιν dου
(1951)
Πουγιουρντώ = διατάζω
Του Ρωμού ο νούς έρτσεται 'στέρου
(1951)
Του Ρωμιού ο νους έρχετ' έπειτα
Τζο γρέφ' το σεχρέ σου;
(1951)
Σεφρές = πρόσωπο
Το ραβdί έβgη 'ς τον Τζεννατ'η
(1951)
Το ξύλο βγήκε απ' τον Παράδεισο
Ράσην τζο 'σει
(1951)
Δεν έχει πλάτες
Έν' ασλάνη νοματού έργο
(1951)
Είναι ανθρώπου λέοντα δουλειά, ερμηνεία: Τόλεγαν με θαυμασμό για τις σπουδαίες δουλειές, που χρειάστηκαν τέχνη και δύναμη
Ποπόξου 'ς το χορό χορεύω τσαί γώ
(1951)
Ερμηνεία: Απ' έξω απ' το χορό χορεύω κι εγώ
Όταν ξεσαμαρωθή τ' άλογο, τότε φαίνοντ' οι πληγές
(1926)
Η πτώσις τής λεοντής
Ο πάτος μου 'βγεν, όχι να θαρρήτε
(1926)
Τρείς στράτες έχω καμωμένες σήμερα από το Καμάρι (περιφέρεια) και φέρνω αγήματα
Τι να κάμουν εφτά τραϊα σε δυο παπάδες
(1927)
Ερμηνεία: Επί ανεπαρκείας