Αναζήτηση
Αποτελέσματα 591-600 από 708
Μό το χουλϊέρι δίτ' με τα, μό την gρατούνα παίρ' τα
(1951)
Με το κουτάλι μού το δίνει, με τή χουλιάρα μού το παίρνει. Όταν το καλό πού μάς κάνουν τ' ακριβοπληρώνουνται
Μανάδιφκο τζό 'φτασε, διπκό σερματϊέται
(1951)
Μονό δεν έφτασε, διπλό σέρνεται. Όταν κανείς παθαίνει τη ζημιά διπλή, εκεί που θα την πάθαινε λιγότερη αν πρόσεχε
Κόνεσ' τα δανdάρε σου!
(1951)
Ακόνισε τα δόντια σου. Ειρωνικά, σε κείνους πού ετοιμάζονται μάταια να πάρουν κάτι
Του σπιτού τ' όργον σο ρουσί τζο ουτϊέ, του ρουσού τ' όργο σο σπίτιν τζο ουτϊέ
(1951)
Του σπιτιού η δουλειά στο βουνό δεν ταιριάζει, του βουνού η δουλειά στο σπίτι δεν ταιριάζει. Ερμηνεία: Εκείνο που γίνεται στη μιά περίπτωση, δε μπορεί να γίνει και στην άλλη
Του πιένει τ' όργο, βgάλλει τα σο τσουφάλι
(1951)
Ερμηνεία: Όποια δουλειά πιάσει, τη βγάνει σε κεφάλι (την τελειώνει)
Ν(δ)άμα έφα(γ)αμ' ας τσάι ψωμί
(1951)
Αντάμα φάγαμε άλας και ψωμί “
Ανdί απός γρουγώνεις 'πο παρέξου
(1951)
Σαν αλεπού κρυφοκοιτάζεις απ΄ έξω
Ανdί απός φυφτίζεις
(1951)
Σάν αλεπού συλλογιέσαι.
Ανdί απός νανούσαι
(1951)
Σάν αλεπού συλλογιέσαι.
Κως του τζό ΄σει το σοικίκι μbαίνει σό π΄εζόν d΄ αμbάρι
(1951)
Το χοινίκι που δεν έχει πάτο, μπαίνει στ΄ αδιανό τ΄ αμπάρι. Τόλεγαν για τους γέρους ή για κείνους που έχαναν τη δύναμή τους και δεν λογαριάζονταν. Σοινίκι ήταν το ξύλινο δοχείο που μετρούσαν το στάρι. Έπαιρνε ως 6 οκάδες. ...