Αναζήτηση
Αποτελέσματα 51-60 από 416
Αυτός 'έν έχει να ξύση τα δόντια του
(1941)
Λέγεται διά τον τελείως άπορον. Οι αρχαίοι έλεγον: Γυμνός ης εκ μήτρας και γυμνότερος παττάλου
Γέλα μου να σι γελού, να πιρνούμουν τουν κιρόν
(1941)
Διαβιούμεν αλλήλους απατώντας και αλλήλους ανεχόμενοι
Του γέλειουν ήβγιν του ξινόν
(1941)
Συμβαίνει μετά γέλωτα ζωηρόν να επέλθη ειδησίς τις ή γεγονόας δυσάρεστου, προξενούν λύπην εις τον γελάσαντα
Θα σοί βάλου τα δυό σου πόδια σ' ένα παπούτσιν
(1941)
Θα σε τιμωρήσω αυστηρώς
Αυτός θέλει διάβασμαν
(1941)
Αυτός είναι τρελλός και πρέπει να σταλή εις τον ιερέα όστις να αναγνώση δι' αυτόν τας σχετικάς ευχάς, να τον διαβάση
Ηγέλασιν μι την καρτιάν του
(1941)
Εγέλασε ζωηρώς. Οι κύκλωπες ακούσαντες τας φωνάς του Πολυφήμου προσέτρεξαν εις το σπήλαιον αυτού, αλλ' απήλθον όταν ερωτήσαντες αυτόν τί έχει, έλαβον την απάντησιν “ούτις με κτείττει δόλω”. Ο Οδυσσεύς τότε εχάρη χαράν ...
Ημές κ' ημές κή του Χατζηβασίλη
(1941)
Εν Λιβυσσίω επρώτευεν η οικογένεια του Άη Βασίλη ή Χατζηβασίλη. Λατά τας εορτασίμους δε συγκεντρώσεις πάντες σχεδόν οι παρόντες ανήκον εις την αυτήν οικογένειαν.
Δέκι του με τα χέρια σου κι' αράτα του με τα πόδια σου
(1941)
Δέκι = δος, αράτα = ζητά. Λέγεται δια τα δανειζόμενα χρήματα ή πράγματα, τα οποία δίδει τις δια των χειρών, αλλ' ύστερον τρέχει προς ανάληψιν αυτών
Ημάλιασιν η γλώσσα μου να του μιλού
(1941)
Λέγεται δι εκείνον τον οποίον δεν δύναται τις να καταπείση, καίτοι τοσάκις τω ωμίλησεν, ώστε η γλώσσα του εστέγνωσε και εξηράνθη, ετραχύνθη
Η ζουή χαν ένερον πιρνά και φεύγει
(1941)
Ένερουν = όνειρον