Αναζήτηση
Αποτελέσματα 41-50 από 137
Εν έμεινεν η ζεύλα μου χαμαί
(1920)
Λέγεται όταν τις δυσαρεστηθή με άλλον και σημαίνει, ότι, αν δυσαρεστηθή ο Α. μαζί μου, δεν εστερήθην κανενός βοός, ώστε να λυπηθώ ότι θα μείνει αργή ή γεύμα μου ήτοι η εργασία της σποράς μου, η οποία θεωρείται η σπουδαιοτέρα ...
Ωσπού να πή ο αλουπόν πάου, πάου την βούνναν της εσσίσαν την
(1920)
Σημειώση : αλούπος = αλώπηξ. Βούνναν = γούναν, Ερμηνεία :Επί των αμαχώ,ν, οι οποίοι καταβάλλονται υπό των ισχυρών και επικινδύνων αντιπάλων
Αδε μουτσούναν του σσύλλου
(1920)
Ερμηνεία: Επί των αναισχύντων (ισοδυναμεί με το των αρχαίων ''κωνύπης'')
Επρίστην το σερτίμ μου τζ' έγινην αντίν
(1920)
Ερμηνεία: Επειδή ως εκ του περιτυλιουομένον παννίον το αντί εξογκούνται η λέξις αντί = κατήντησε σημαντικόν της εξογκώσεως οιονδήποτε πράγματος
Δα έτζ' τζ' η ργκά δα έτζ' τζ' ο φούρνος
(1920)
Ργκά = γραία
Άλλος χασκά τζ' άλλος μπουκκώνει
(1920)
Χασκά = χάσκει
Καλόσ στον κανισσιάρην κατά που 'φερεν να πάρη
(1920)
Ερμηνεία: Επί αρνήσεως τινός να κάμη χάριν τινα ή να δωρήση τι εις άλλον