Αναζήτηση
Αποτελέσματα 501-600 από 5068
Ανεμομαζώματα, διαολοσκορπίσματα
(1940)
Τα χωρίς τίμον ιδρώτα αποκτηθέντα ευκολώτερον εξοδεύομεν
Με το βελόνιβ βκάλλει λάκκον
(1940)
Απόν εσύντυθεν, επέθανεν
(1940)
Νούς τούρτσικος
(1940)
εν της στέκκας
(1929)
Απ' ατου άϊ (γι)άννυ τ' άϊ Αρμογενιού
(1940)
Εννοείται “ζήσε”. Ευχή φαινομενικώς, είναι πράγματι κατάρα, διότι ο μεταξύ δυο εορτών χρόνος είναι μια μέρα. Η 4η Οκτωβρίου (Ιωάννου του λαμπαδιστού) προς την 5ην, (Ερμογένους). Αντί μακρότητα ημερών ευχόμεθα βραχυζωΐαν...
Η αγιά Βαρβάρα βαρβαρώνει τζ΄άις Σάββας σαβανώνει, τζ΄άις Νικόλας παραχώνει
(1940)
Τα “Νικολοβάρβαρα” (4-6 Δεκεμβρίου) η χιών καλύπτει ως σάβανον την γην και η κακοκαιρία με την ψύχραν ευνοούσι τας ασθενείας εξ ων ο θάνατος...
Εταιρκάσαν τα σκουφκιά μας
(1924)
Συμφωνούν οι χαρακτήρες μας και τα φρονήματα μας.
Τα κανάτζια πόσ' ο μύλος, το νερόν τα κατεβάζει
(1940)
Κανάτζιν, το, εκ του ιταλ. cane που σημαίνει 1ον προγούλι, 2ον χάδι, εξ ου και κανακάρης, ο, και κανακάρικο, το...
Άμα τρεχτουν πρώμα οι κουέλλες ο γρόνος εν όψιμος
(1945)
Πρώϊμος οίστρος στα πρόβατα χρονιά όψιμη...
Σημείωση: 1) τρεχτουν = οργούν προς συνουσίαν, 2) κουέλλα, ή και κούελλος, ο = προβατίνα...
Σημείωση: 1) τρεχτουν = οργούν προς συνουσίαν, 2) κουέλλα, ή και κούελλος, ο = προβατίνα...
Η ομορκιά εν τρώεται με το κουτάλιν
(1948)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Όποιος εν ημπορεί να δέρη τον γάρον, δέρνει το σάμαν
(1920)
Σάμαν = σάγμα
Η ψεφκιά έχ χαλιτζίν της αλήθκειας
(1940)
Όπως διά την ανέγερσιν οικίας χρειάζεται η μεγάλη αλλα και μικρά πέτρα, το “χαλιτζίν”, προς στερεώσιν της έτσι προς αποφυγήν ψυχικού κλονισμού λέγεται η αλήθεια με ψευδή εις περίπτωσιν σοβαράς συμφοράς
Ακόμα εν τον είαμεν τζ'αί Γιάννην τον εβκάλαμεν
(1948)
Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τον ωνομάσαμε
Απουν εχάρην το πουρνόν με ούλλην την ημέραν
(1953)
Από την αρχήν, πρέπει να προσπαθή ο άνθρωπος
Πού άδρωποσ στενοπερίσσευτον ππαράες μεδ δανειστής
(1948)
Απ' άνθρωπο στενοπερίσσευτο λεφτά μη δανειστής
Ο πελλός εν και θέλει κουδούνιν
(1924)
Ευκόλως διακρίνεται
Ωσπού να πή ο αλουπόν πάου, πάου την βούνναν της εσσίσαν την
(1920)
Σημειώση : αλούπος = αλώπηξ. Βούνναν = γούναν, Ερμηνεία :Επί των αμαχώ,ν, οι οποίοι καταβάλλονται υπό των ισχυρών και επικινδύνων αντιπάλων
Ο αληθινός θάβκεται ζωντανός
(1940)
Ο λέγων την αλήθειαν εις το εμπόριον δεν δύναται παρά ελάχιστα να κερδίση
Η αλήθκεια σίλιους χρόνους τζαί μιάν ημέραν έν να ποκαθαρίση
(1940)
Είναi αδύνατον να μη διαλάμψη κάποτε η αλήθεια κατα το γραφικόν “ουδέν ου φανερόν γενήσεται” Il Tempo dara ragione
Εφάαμεν ψουμίν τζ' άλας μαζί
(1940)
Η κοινωνία τραπέζης, προυποθέτουσα εκτίμησιν ή συμφέρον, συνδέει στενώτερον. Ο μή εκτιμών τούτο είναι αχάριστος. Υπήρξεν εποχή καθ' ήν το άλας, σπάνιον είδος πρώτης ανάγκης, ήτο απρόσιτον εις μη πλουσίους. Ποσότητα τούτου ...
Να σ' αλατίσω να μεβ βρωμήσης
(1940)
Τόσον αξίζεις που είναι κρίμα να απωλεσθής. Θα σ΄αλατίσω λοιπόν να διατηρηθής αιώνια. Ειρωνικώς
Το σατσίν του αλευτιού έμ πάντα σκονισμένον
(1940)
Ο δύστροπος και κακός χαρακτήρ είναι πάντοτε τοιούτος
Εκείνον που όλος ο κόσμος τον κοροϊδεύει κοροϊδεύει τον κόσμον
(1951)
Λέγεται δι' εκείνους οι οποίοι κορϊδεύνουν τους άλλους ενώ νώ όντι αυτοί αξίζουν την κοροϊδίαν
Το ψέμαν έχ' χαλίτζ'ιν την αλήθκειας
(1951)
Το ψέμα είναι χαλίκι της αλήθειας
Έκαμεν τζι' ο Γεννάρης Ήλιον
(1953)
Λέγεται όταν χαμογελάση κάποιος σκυθρωπός
Τον νούρον του αλουπού εβάλαν τον μέσ' στο καννίν τζί έν ισσίωσεν
(1954)
Την ουρά της αλεπούς την βάλανε μέσα στο καλάμι, και πάλι έμεινε στραβή
Τζιείνος που εν ημπορεί να δέρη τον γάδαρον δέρνει το σάμαν
(1953)
Επί ανισχύρων
Εν εν η αγάπη της Τουρτσιάς, εν η απελπισία
(1940)
Δι' όσους πράττουσι κάτι εξ' ανάγκης και όχι κατ' ιδίαν βούλησιν και αντίληψιν
Ο παπάς που λουτουρκά δκυό εκκλησιές της μιας γελάς της
(1953)
Λουτουρκώ = λειτουργώ
Το γινάτιν βκάλλει μμάτιν
(1953)
Να μη είμεθα πείσμονες
Ο πελλός εν και θέλει κουούνιν
(1924)
Ευκόλως διακρίνεται
Αν εν αλήθκεια πίστεψε
(1940)
Λέγεται όταν η αλήθεια είναι προβληματική
Κλαίε σύ τον άντρα μου κι' εγώ θα πάω στον γάμον
(1951)
Λέγεται δι' εκείνους οι οποίοι επιφορτώνουν εις άλλους υποχρεώσεις ας οποίας αυτοί έπρεπε να επιτελέσουν
Εν τόσ' στόμα της αλήθκειας
(1940)
Ειρηνικώς δι' όσους μεταδίδουσι ψευδείς ειδήσεις δι' ούς λέγεται : Άρωτα τζαί τοθ θκειόμ μου τόψ ψεματάρην”
Η αλήθκεια εν του Θεού τζαί το ψέμμαν του δκιαόλου
(1940)
Η φιλαλήθεια είναι θεία αρετή, ενώ το ψεύδεσθαι είναι έργον του διαβόλου, αρέσκομένου εις σκάνδαλα
Η αλήθκεια σύντυχχάνει μονησή της
(1940)
Είναι τόσον προφανής πολλάκις ώστε παρά την προσπάθειαν συσκοτίσεως προβάλλει διαφωτιστική
Ανακαλύου τον άντρμ μου τζί εγιώ εν πάω στογ γάμον
(1951)
Λέγεται δι' εκείνους οι οποίοι επιφορτώνουν εις άλλους υποχρεώσεις ας οποίας αυτοί έπρεπε να επιτελέσουν
Κινούρκον είσαι κόσκινον και που να σε κρεμμάσω
(1924)
Ερμηνεία: Μετ' αστειότητος περί ανθρώπων αυταρέσκως φυλαττόντων καινουργή των ενδύματα ή άλλα πράγματα
Από πελλόν τζ' από μιτσην να μάθης την αλήθκειαν
(1920)
Μιτσήν= μικρόν
Κοροΐδευε ο ποριάρης του κλαννιάρη κι' ο πεζός του καβαλλάρη
(1951)
Δι' εκείνους οι οποίοι κοροϊδςύνου τους άλλους δια τα ελαττώματά των, ενώ κι' αυτοί έχουν τα ίδια. Επίσης δι' εκείνους οι οποίοι κοροϊδεύουν τους ευρισκομένους εις πλεονεκτικωτέραν θέση από αυτούς
Όποιος πεί την αλήθκειαν τρυπά η τζ'σιλιά του;
(1951)
Όποιος πεί την αλήθεια τρυπά η κοιλιά του;
Κοροΐδευε ο γύμνος τον ξινοβράκωτον
(1951)
Λέγεται δι' εκείνους οι οποίοι κορϊδεύνουν τους άλλους δια τα ελαττώματά τους των ενώ κι' αυτοί έχουν τα ίδια
Είδες του σκύλλου το μαλλίν να γίνεται μετάξι; είδες και του αγριόλυκου η γνώμη του ν' αλλάξη;
(1954)
Ερμηνεία: Η πονηρά φύσις των ανθρώπων δυσκόλως μεταβάλεται
Του κόσμου τ' αναέλαστρον του κόσμου αναελά του
(1951)
Λέγεται δι' εκείνους οι οποίοι κορϊδεύνουν τους άλλους ενώ νώ όντι αυτοί αξίζουν την κοροϊδίαν
Αναέλαν ο τίτσιρος του ξιναβράκωτου
(1951)
Λέγεται δι' εκείνους οι οποίοι κορϊδεύνουν τους άλλους δια τα ελαττώματά τους των ενώ κι' αυτοί έχουν τα ίδια
Από τα νύσια ως την κουρίαν
(1920)
Κουρί(δ)α = κορφή της κεφαλής
Η αλήθκεια συντυχάννει μανισήτης
(1931)
Η αλήθεια μιλάει μόνη της
Η αλουπού εκατόχ χρονών τζαί τα παιδκιλα της εκατόδ δέκα
(1940)
Ειρηνικώς δια νεώτερους που επιμένουσιν εις αντίοετον γνώμην από των έμπειρων γερόντων
Σ'αν τον αλάνην
(1940)
Ιστορική
Ωσπού να πή ο αλουπός ”πάου, πάου” των βούνναν του εβκάλαν την
(1920)
Σημειώση : αλούπος = αλώπηξ. Βούνναν = γούναν, Ερμηνεία :Επί των αμαχώ,ν, οι οποίοι καταβάλλονται υπό των ισχυρών και επικινδύνων αντιπάλων
Άλλαξεν ο γά(δ)αρος αφέντην άμμαν άλλαξεσ στρατούριν
(1940)
Ερμηνεία : Αλλαγή τις υπάρχει, όχι όμως ουσιώδης αφού οι κακοί όροι παραμένουσιν οι ίδιοι, συνεπώς και η εκ τούτων ενόχλησις
Απού μιτσίν τζι απού πελλόν να μάθης την αλήθκειαν
(1951)
Από μικρό παιδί κι από τρελλόν να μάθης την αληθεια
Είες του σσιύλλου το μαλλίν να γένεται μετάξιν; είες τζιαί του αρκόλυκου η γνώμη του ν' αλλάξη;
(1954)
Ερμηνεία: Η πονηρά φύσις των ανθρώπων δυσκόλως μεταβάλεται
Άλετροξ ξυσμένον, σπαθίν ακονισμένον
(1940)
Όταν το άροτρον είναι απεριποίητον, όπως όταν είναι υγρά η γή και φορτώνεται λάσπην, δεν δύναται να σχίση την γήν και η αοτρίασις είνια κακή, βραδεία, κουραστική
Απού πελλόν τζ' απού μωρόν, μαθαίνεις την αλήθκειαν
(1940)
Αμφότεροι αγνοούσι την αξίαν και την ανάγκην της σιωπής φλύαροι δ' όντες φανερώνουσιν οτι γνωρίζουσι
Άφησ' τον ν' αλέθη
(1940)
Λέγεται επί πεισμόνων. Αφού δεν αντιλαμβάνεται το σφαλερόν της γνώμης του, άφησε τον να αντιμετωπίζη δυσκολίας
Έβ βαρύς σάν το μολύβιν
(1940)
Διά τούς βραδυκινήτους το σώμα και το πνεύμα
Ας εμ μιτσίν τ' αλώνιμ μου τζι ας εμ μανιshικόμ μου
(1951)
Ας είναι μικτόν το αλώνιν μου, μα ας είναι όλο δικό μου. Δια την αξίαν την οποίαν έχει ένα πράγμα δια τον κτήτορα πάρ' όλον οτι είναι ελαττωματικό
Όσοθ θέλεις, παίδκιο, δούλευκε και όσα θέλει ο Θεός, πέμπει σου
(1924)
Εργάζου και να μένης ευχαριστημένος από όσα σου δίνει ο Θεός
Απού τον Άδη φώς;
(1924)
Περί εκείνων, που αναμένουν τι παρά τινος, παρ' ού είναι αδύνατον να το επιτύχουν. ΣΚ.Β΄, 284, αρ. 224
Αναέλαν ο ποριάρης του κλαννιάρη τζι' ο πεζός του καβαλλάρη
(1951)
Δι' εκείνους οι οποίοι κοροϊδςύνου τους άλλους δια τα ελαττώματά των, ενώ κι' αυτοί έχουν τα ίδια. Επίσης δι' εκείνους οι οποίοι κοροϊδεύουν τους ευρισκομένους εις πλεονεκτικωτέραν θέση από αυτούς
Ούλοι να βλαστημούν τζ' εσού να λαλής Κύρι' ελέησον
(1948)
Ερμηνεία: Όλοι κί άν κατηγορούν κί άν βρίζουν, όμως εσύ πού φταίς πρέπει μάλλο να μετανοής, να τους καθησυχάζης (να λές Κύρι' ελέησον. Την παροιμία τούτη την έχει κί ο Κυριαζής, αλλά αποδίδει λαθεμένα την έννοια δηλ. “Δέν ...
Ο ακριβός εν αν τα πάρη μαζί τους
(1940)
Ο φιλάργυρος παρά το βράχο και την ματαιότητα του βίου θησαυρίζει. Το πάθος τούτο εμυθόπλασεν ο λαός. Φέρεται εις παραμύθια ότι φυλάργυροι ηξίωσαν να ταφώσι μετ' αυτών τα χρήματα των. Συνετάφησαν κάποτε και δύο σακουλια ...
Ες σαϊτίζεις το ψουμίν τζαί τ' άλας
(1940)
Διά τους επιλήσμονας φιλικών δεσμών και τους αγνώμονας ή κοινωνία τραπέζης και άλατος ώστε να είναι σοβαρότερος όρκος το “ Μα το ψουμίν τζάι τ' άλας πούφα(γ)α”!
Άλλαξεν ο Μανωληος γιατ' έβαλεν τα ρούχ' αλλοιώς
(1940)
Ερμηνεία: Είναι αισθητή και έχει αξίαν η μεταβολή όταν είναι βασική
Έκαμεν ρον του αλαδκιού
(1940)
Όπως το κρέας συρρικνούται από το άλας.
Μεν αφήσης τογ γείτοσ σου να βάλη παλλούτζιν στον τοίχοσ σου, γιατί εν να σου πάρη τζιαί τον τοίχον
(1953)
Να μη είμεθα πολύ υποχωρητικοί
Η αλουπού εμ πκιάννεται, μμα άμ πκιαστή εν τζαί που τα τέσσερα πόδκια
(1940)
Ο πονηρός δεν ξεγελιέται, αλλ' άν ποτέ γελασθή θα είναι για καλά
Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα
(1940)
Πιστεύεται πως αντί των κακών γονέων τιμωρούνται τα τέκνα των. Λέγεται και δι' ασθενείας εκ κληρονομικότητος
Πολλές φορές η αλουπού επέρασεν τα σιόνια
(1940)
Επί όσων εδοκίμασαν και διήλθον δύσκολους στιγμάς
Εγυαλλούρησέμ μου σαν τον αλουπόν
(1940)
Πιστεύεται οτι οι κότες υπνωτίζονται με το βλέμμα της αλεπούς. Με αγριοκοίταζε
Έγ κρυφή αλούπα
(1940)
Επί των φύση κακών, των υποκρινόμενων τον καλόν και κατορθούντων να πιστεύωνται ως τοιούτοι
Όντας λάμνει το καλάμιν, θέλουν τα σπίδκια μας βοτάνιν
(1940)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Μπάτε σσύλλοι αλέστε, τζι αλεστικά μεθ δόστε
(1940)
Δια όσους αυτοβούλως αποτολμούσι βα καρπωθώσιν κάτι χωρίς δαπάνην
Η αλήθκεια συντυχάννει μανισ' η της
(1948)
Η αλήθεια μιλάει μοναχή της
Αλέθει πουρgούριν ψιλόψ – ψιλόν
(1940)
Εκφραστική του μεγέθους της ζήλειας
Είντα γυρέβκ' η αλουπού στο παζάριν;
(1940)
Τόπος δράσεως αυτής δεν είναι η πολυάνθρωπος αγορά. Δι' όσους υπάρχι λόγος να αποφεύγωσι κάτι
Έβαλαν τον αλουπόν να γλέπη τες όρνιθες
(1940)
Όταν εμπιστευόμεθα πρόσωπον που επιζητεί ευκαιρίαν να μας βλάψη
Το ψέμμα ψέμματίζει τζ' η αλήθκεια αθκεί
(1940)
Όσον και αν συγκαλύψωμεν τα γεγονότα θα αποκαλυφθή κάποτε το ψεύδος και η αλήθεια
Η αλήθκεια εν ολόϊδια
(1940)
Η αλήθεια είναι ευθεία, γυμνή από προσθήκας παραμορφούσας αυτήν. Ο έχων συμφέρον διαστρέφει τα γεγονότα δια να συγκαλήψη την αλήθειαν