Αναζήτηση
Αποτελέσματα 4801-4900 από 5068
Άθθρωπος ακάλεστος στογ γάμον είντα γυρεύκει;
(1940)
Επεκράτει η συνήθεια να προσκαλώνται εις τον γάμον με κερίν οι “χωρκανοί” και οι συγγενείς παραχωρλού. Ο ακάλεστος ήτο ανεπιθύμητος και ως τοιούτος, αν προσήρχετο αυτοκλήτως επεδείκνυεν έλλειψιν φιλοτιμίας. Η παροιμία ...
Καρκιάν καθαράν τζ' όπου θέλεις πάτα
(1940)
Προήλθεν εκ της παραδόσεως καθ' ην κλέπτης που επάτησεν επί της αγίας τραπέζης διά να κλέψη κάτι επιπληχθείς από τον σύντροφόν του απήντησεν ως άνω
Ο ζευκαλάτης ο καλός στον άνεμοχ χωρίζει
(1940)
Το καλώς καλλιεργηθέν χωράφι φαίνεται κατά το ανέμισμα από τον σωρόν του αχύρου και του σιταριού
Πάμεσ σαν τογ κάουρον, μιαν ομπρός τζαι δκυό πίσω
(1940)
Επί όσων αι υποθέσεις καρκινοβατούσι
Εγ καλόν το μαειρκάριν, αντάν έσει το τζελλάριν
(1940)
Όταν είναι η αποθήκη μας γεμάτη δυνάμεθα να έχομεν τροφήν εύγεστον
Άρον, άρον
(1940)
Διά τους μετά βίας απαγομένους, τους μετά σπουδής αναχωρούντας ή τους επιτελούντας τι εν σπουδή. Επήραν τον άρον άρον
Όταν λάμνει το καλάμιν, θέλουν τα σπιδκία μας βοτάνιν
(1940)
Όταν ακούγεται εις Λάρνακα σαν δυνατό φύσημα ανέμου εις καλαμώνα λέγεται “φύσα το καλάμι του τσιδκιού και έχει σφοδράν τρικυμίαν”. Επειδή δε συνήθως και βρέχει ραγδαίως, τα σπίτια, χυλωμένα με λάσπην, έσταζον ήτο ανάγκη ...
Θωρείς τηγ κωλοσυρμαδκιάν του φιδιού τζ' ακόμ' αρωτάς;
(1940)
Επί των λίαν λεπτολόγων
Λάμπει με, σαλ λάμνει ο βορκάς τα νέφη
(1940)
Επί όσων υφίστανται πιέσεις και διώξεις αδιαλείπτης
Που τόλ λάκκοσ στογ κρεμμόν
(1940)
Όταν μεταπίπτομεν από ένα κακόν εις άλλο χειρότερον
Έγινην η θάλασσα σαν το λάϊν
(1940)
Επί ευερεθίστου που μετά θυελλώδη σκηνήν μένει ήσυχος
Άμα έσει αλεύριν, ξέρει τζ΄ η μάνα μου τζαί ζυμώνει
(1940)
Φέρεται ότι απήντησεν ούτω πτωχόπαιδον προς πλουσιόπαιδα επαιρόμενον ότι η μητέρα του κατασκεύαζε πολύ ωραία ψωμιά
Τα Νικολοβάρβαρα, τζ' οι τοίχοι χάρβαλλα
(1940)
Εκ της πολλής βροχής οι πλινθόκτιστοι τοίχοι γίνονται χάλια
Πόθεν έν τούτο τό παννάτζιν; Εμ 'πό τούτον τό βιλλαράτζιν
(1940)
Τό βιλάριν, υποκοριστικώς βιλαράτζιν, είναι ύφασμα 100 πήχεων. Επί ελαττωμάτων κόρης πού εκληρονόμησεν από τήν μητέραν της
Ο πελλός με τα θυμάται σαίρεται, τζαι με τα κλάννει πίννει
(1940)
Ο τρελλός ευχαριστείται και με το ελάχιστον
Αντάν να ζιώ σκουλούθρα μου, τζ' αντάμ πεθάνω καλίε με
(1940)
Θανόντες ουδένα ενοχλούμεν και δια τούτο προκαλούμεν αγαθάς αναμνήσεις
Που πάνω κότσινα, τζαί που κάτω κόσσινα
(1940)
Ερμηνεία: Δι' όσους επιδιώκουσι να αρέσωσι κατά βάθος υπάρχοντες αποκρουστικοί
Ο πελλός με τ΄ αθθυμάται σαίρεται
(1940)
Δι΄ όσους αναπολούσι με πραγματικήν ηδονήν τα παρελθόντα
Μικρή βοήθεια, μεγάλη παρηορκά
(1940)
Δια πτωχόν πεινώντα και ελάχιστη ελεημοσύνη είναι μεγάλη παρηγοριά
Λαλεί άλλ' αντάλλων
(1940)
Δι' όσους ομιλούσι ασυναρτήτως αποφεύγοντες γνώμην και μαρτυρίαν, είτε δι' αστάθειαν χαρακτήρος
Ορκή Θεού, κατάρα Κυρίου
(1940)
Επί διεστραμμένων και παμπόνηρων
Η σσύλλα σσυλλούδκια γεννά, εγ γεννά καττούδκια
(1940)
Ο κακός και ο δύστροπος τον χαρακτήρα γεννά τέκνα με αυτόν χαρακτήρα
Σαν τηρ ρκαν που το παστέλλι
(1940)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Τοδ δουλευτήσ σου πκέρωσε, τζαί ψυσικόμ μεγ κάμεις
(1940)
Πληρώνοντες τούτον καλά είμεθα εν τάξει παρά αδικούντες και ελεούντες αυτόν
Σαιρέτα τον οχτρόσ σου, να τον κάμης να σκάση
(1940)
Ερμηνεία: Ούτω πως του δεικνύομεν πως δεν τον λαμβάνομεν υπ΄όψιν μας
Β'ρεξε τογ κώλος σου να φάης ψάριν
(1940)
Χωρίς να εργασθώμεν σκληρά δεν κερδίζομεν τίποτε
Του καλού ναύτ' η γεναίκα, τον Απριλλομάσ χειρεύκει
(1940)
Κατά τους μήνας τούτους καιτοι ασυνήθεις αι τρικυμίαι επισυμβαίνουσιν όμως επικύνδυνοι ούσαι
Που τ' αγάπουν τον άντρα μου εξήχασα το όνομά του
(1940)
Ειρωνικώς δι' όσους ανυπόλητοι προβάλλουσι με αξιώσεις σπουδαίων προσωπικοτήτων
Αδ δεβ βαφτιστούν τα μερ'α π τζαιρός εγ καλωσυνέβκει
(1940)
Δύο κατ' εξοχήν ημερομηνίαι ενδιαφέρουσι τους ναυτικούς, η 14η Σεπτεμβρίου και η 6η Ιανουαρίου. Κατά την πρώτην ότε επίκειται ο χειμών, ο ναυτικός πρέπει να αποφεύγη τα ταξείδια. Τα Φώτα καθαγιάζονται τα νερά και η θάλασσα ...
Άθθρωπον αντρίαν, γάαροσ σιερκάν τζαί γεναίκαμ Μαρούν έσσω σου μεβ βάλης
(1940)
Δεισιδαίμων παρατήρησις. Γάδαρος σιερκάς είναι ο παρδαλού χρώματος
Έβαλε τα δκυό μου πόδκια σ' έναμ παπούτσιν
(1940)
Και έαν εχωρούσαν θα προέκυπτε αδυναμία κινήσεως. Όταν υποχρεωθώμεν παρά την θέλησιν μας να κάμωμεν κάτι
Που ούλλες τες βουλάες έπαιρνε, τζαί που τηδ δική σου τηβ βουλήμ μεν ι βκης
(1940)
Η δική μας γνώμη, αμέσως ενδιαφερομένων, θα είναι και η μάλλον ορθή
Αντάγ γεωρκήσουν τα βουνά, εσύ τους κάμπους θώρε
(1940)
Ερμηνεία: Και η πλέον πλουσία απόδοσις της καλλιεργείας εις τα βουνά είναι τίποτε απέναντι εκείνης της πεδιάδος
Δέκα χρόνια βοσκοσύνη τζ' όσο ζιή πελλαροσύνη
(1940)
Ο από πάσης απόψεως ανεπιθύμητος βίος που διάγει ο βοσκός επιδρά επιβλαβώς επ' αυτού διανοητικώς
Να το δω με τα μάδκια μου τζαί να μεν το πιστέψω
(1940)
Η μεγάλη χαρά δι' απρόοπτον ευτυχίαν μας κρατεί διστακτικούς δια την πραγματικότητα
Κόσμον ακούω τζαί κόσμον εν αμπλέπω
(1940)
Λόγοι συνήθεις τυφλών επαιτούντων. Επί των οικουρούντων και αγνοούντων τα περί αυτούς συμβαίνοντα.
Επεψέν τον να δη πο βρέσει
(1940)
Εκεί που βρέχει φαίνεται. Λέγεται δι' άτομα ενοχλητικά, που κατορθούμεν να απαλλαγώμεν
Ο Γεννάρις εν τ' αφφάλιν του σειμώνα
(1940)
Επειδή πίπτει άφθονος βροχή και χιών ο χειμών είναι πλέον αισθητός τον Ιανουάριον
Ο Γεννάρις γεννά τζαι πογεννά
(1940)
Τον Ιανουάριον ο καιρός είναι πολύευμετάβλητος
Επήεν τογ Γεννάριν τζ' ήρτεν τον αλωνάριν
(1940)
Δι' όσους αμελούσιν ή βραδύνουσι να τελειώσωσι όσα ενεπιστεύθησαν εις αυτούς
Τ' αθθρώπου του καλόσορτου γεννά τζ' ο πετεινός του
(1940)
Λέγεται επί των ευνοουμένων υπό της τύχης
Κότα πίττα τογ Γεννάριμ πετεινόν τον αλωνάριν
(1940)
Λαϊκή παρατήρησις πότε πρέπει να φαγωθώσι
Απού πονεί πά στογ γιατρόν
(1940)
Είναι φυσικόν ο έχων ανάγκην βοηθείας να ζητή τοιαύτην από εκείνον που δύναται να τον βοηθήση σοβαρώς
Βαρτ' ταφκιά σου πίσω σου ν΄ακούσης
(1940)
Τα πίσω μας λεγόμενα ούτε ευκόλως, ούτε ταχέως ακούομεν.Δια τούτο πρέπει να στρέψωμεν πίσω τ΄αυτιά, ώστε να προσβάλωσι το τύμπανον μας τα κύματα της κακολογίας
Μέγ' γοράζεις ριάλια, αγόραζε αθθρώπους
(1940)
Ο άνευ άλλης αξίας πλούσιος δεν πρέπει να εκτιμάται περισσότερον από τον πτωχόν αλλά τίμιον και ευϋπόληπτον
Θέλει άθθρωπον να κάμη άθθρωπον
(1940)
Οι καλοί και τίμιοι μορφούνται από άνδρα αψόγους καθ' όλα
Βαστά σ' ο τόπος Διγενή γιατ' είσ' αντρειωμένος
(1940)
Λέγεται δι' όσους εντιμώνται όχι διά τα προτερήματα των, αλλά διότι είναι πλούσιοι και έχουσι “μέσα”
Όπκοιος πίνει κρασίβ βερεσιέ, μεθκιά δκυό φορές
(1940)
Επειδή εις τούς πτωχούς πότας ή απότισις είναι δύσκολος, μεθούσι δίς, όταν πίνουν καί όταν πληρώνουν
Κάθουμαι πάσ' στα βελόνια
(1940)
Τα βελόνια, τρυπούσι ώστε να αδυνατή να καθήση τις επ' αυτών. Επί αγωνιώδους αναμονής
Εν ο σπήλιος του Καλαγκά.
(1940)
Εις ομώνυμον τοποθεσίαν του χωρίου Αραδίππου προς το Αβδελλερόν εί υψώματος υπάρχει σπήλαιον υπόγειον εντός του οποίου εφυλάττοντο παντός είδος κλοπιμαία. Λέγεται και δια παν δμάτιον με ετερόκλιτα αντικείμενα και εν πλήρει αταξία.
Σπίτιν, όσον να σε χωρεί, τζι κάμπον όσον ειμπορείς
(1940)
Να μην είμεθα σπάταλοι και να διαθέτομεν ό, τι εξοικονομήσωμεν προς αύξησιν της περιουσίας μας.
Πε μου της συντροφιάς σου, να σου πω την αθθρωπχιάς σου.
(1940)
Ο συντροφός και ο φίλος μας αντικατοπτρίζει.
Σπίτιν, όσον να σε χωρεί, τζαι κάμπον όσον ειμπορείς.
(1940)
Να μην είμεθα σπάταλοι και να διαθέτομεν ό, τι εκοικονομήσωμεν προς αύξησιν της περιουσίας μας.
Συντυχαίνω. Απόν εσύντυχεν, επέθανεν
(1924)
Ο μη υποστηρίζων δια του λόγου το δίκαιον του ή όστις συκοφαντούμενος δεν αμύνει εαυτόν, ζημιούται σφόδρα.
"Απόν εσύντυσσιεν επέθανεν" "Κείνος που δε μίλησε πέθανε"
(1954)
Επί των συνεσταλμένων
Όπκοιος έδει σύντροφον, έδει αφέντην
(1940)
Ο ένας αδυνατεί να ενεργήση χωρίς συνεννόησιν με τον άλλον, πράγμα που συμβάλλει εις ζημ΄πιας και προστριβάς
Δαχαμαί μιλούμεν, τζαί πέρα συντυχχάνουμεν
(1940)
Όταν άλλα ημείς λέγομεν και άλλα εννοούσιν οι συνομιληται μας. Επί παρεξηγήσεως
Όποιος εσ συντυχχάνει, εθάψαν τον ζωντανόν.
(1940)
Εκείνος που σιωπά παρεξηγείται, συνεπώς καταστρέφεται
Σπίτιν όσσον να σε φωρή (χωρή) τζαι κάμπον ώσπου θωρείς.
(1931)
Πρέπει δη. να προσπαθής να επεκτείνης τα κτήματά σου κι ας το σπίτι σου μικρό.
Να συντυχχάνω μ' έναμ πόδει αμπέλια τζαι χωράφια
(1940)
Οι λογικοί και φρόνιμοι νοικοκύρηδες να τυγχάνουν προσοχής.
Παρά να συντυχχάνη, κάλλιον να κλάννη.
(1940)
Δι 'όσους η ομιλία των και η συναναστροφή είναι ανιαρά.
Σπίτιμ μου, σπιτάκιμ μου και προτοφυλαχτάκιμ μου (ή πορτοφυλαχτού(δ)ιμ μου).
(1924)
Σκ. Β', 280, αρ. 85. (:"Εμός οίκος καλλιστος οίκος", Πρβλ. και Μπουντώναν ενθ. αν "σπιτάκι μ' σπιτάκι μ' κι πουρδουκαλυβάκι μ'")
Σπίτιν όσσον να σε φωρή τζ'αι κάμπον ώσπου θωρείς.
(1938)
Πρέπει δη΄λ. να επιδιώκη κανείς να αυξήση τα χωράφια του και ν' αφήνη κατά μέρος πολυτέλειες του σπιτιού
Συχνοπούλε τζαί λι(γ)οκέρτιζε
(1940)
Εν τη καταναλώσει το κέρδος.
Αμ μεν ι-σφίξεις το τζερίμ, μέλιν εβ βκαίννει
(1940)
Όπως η κηρήθρα αποδίδει το μέλι μόνον όταν συμπιεσθεί, ούτω και ο φιλάργυρος δίδει χρήματα μόνον όταν βιασθή.
Σταλιά σταλιά το νερόν, το μάρμαρον τρυπά το.
(1940)
Σταγόνες ύδατος, πέτρας κοιλαίνουσι.
Σταλιά σταλιά το νερόλ, λίμνη γίνεται.
(1940)
Σιγά σιγά το μικρόν και ολίγον, γίνεται πολύ, φυλαττόμενον.
Κατά το πάπλωμά σου, σώρευκε τζαί τα πόδκια σου.
(1940)
Πράττε κατά την δύναμιν σου, διότι υπερβάλλων αυτήν βλάπτεις τον εαυτόν σου.
Ο σκύλλος με το στανειόμ πκιάννει λαόν;
(1940)
Δουλειά δια της βίας ούτε ταχέως ούτε καλώς γίνεται.
Σταλαμαθκιά- σταλαμαθκιά γίνεται κόλυμπος
(1951)
Σταλαματιά -σταλαματιά γίνεται λίμνη.
Τάϊσ' τομ πελλού, να σου σέση τζι' όλας
(1931)
Δος τουτρελλού να φάη, να σουχέση κι όλας. Για εκείνους που τους κάνεις ένα καλό κι ούτε σε εκτιμούν, ούτε σου δίνουν σημασία
Σταλαμαδκιά-σταλαμαδκιά το μάρμαρον τρυπά το.
(1951)
Σταλαματιά-σταλαματιά τρυπάρι το μάρμαρον.
Δι' εκείνους οι οποίοι επιτυγχάνουν τι δια μεγάλης υπομονής.
Έσσω σου τάϊζε ψουμί, τζ' όξω σου μέμ παίρνεις
(1940)
Να ήμεθα φιλόξενοι, δια να τυγχάνωμεν τοιάυτης ταξιδεύοντες.
Σταλιά σταλιά το νερόν, το μάρμαρον τρυπά το.
(1940)
Σταγόνες ύδατος, πέτρας κοιλαίνουσι.