Αναζήτηση
Αποτελέσματα 601-700 από 2302
Παπά κοπέλι διαόλου εγγόνι
(1920)
Ο παπάς μη δη παπά
(1920)
Επήγεν άδικα, σαν τ' αποθαμένου τα ρούχα
(1949)
Ερμηνεία: Επί αδίκως σκορπισθέντων αγαθών
Να μη σειέσαι όντε δε σε σειούνε
(1920)
Σειέσαι = σειόμαι, κινούμαι
Ξαναδεύτε προσκυνήσωμεν
(1920)
Σακουλοτιναμματα, σαρακοστιναμματα
(1920)
Σακουλοτιναμματα = το τίναγμα του κενού σάκκου
Κοντό του κόζανε το πριδτο ντου ποκάμισο
(1949)
Ο λαός το λέει για τους ατύχους. Γι' αυτό το πρώτο ποκαμισάκι του μωρού πρέπει να είναι εξαιρετικά μακρύ
Η πηλειά φιλεί τα όρη, κι' ο βοσκός φιλεί την κόρη
(1949)
Οι βοσκοί το Σεπτέμβριο γυρίζουν από τα βουνα στους κάμπους
Επήγαν άδικα τα καλά ντου, σαν τ' αποθαμένου τα ρούχα
(1949)
Ερμηνεία: Επί σπαταληθέντων αγαθών
Όλα τάχει η Ζαφειρούλα, μόν' ο φερεντζές τής λείπει
(1926)
Ερμηνεία: Επί αναρμόστου
Το ζερβό στη γειτονιά και το δεξί στο σπίτι
(1937)
Ερμηνεία: Όταν αντιλαλήση το αριστερό αφτί η είδηση πως θάρθη είναι για τη γειτονιά, όταν αντιλαλήση το δεξιό είναι για το σπίτι
Απού γυρεύει τρουλλί δεν τρώει, διάλε, το θρουλλί
(1926)
Τρουλλί=σωρός, πολλά , θρουλλί=μικρόν τεμάχιον ξύλου εύφλεκτον
Του γνωστικού αναχάραζε, του κουζουλού ξεστίχα
(1926)
Αναχαράζω=ξεστομίζω. Ξεστιχώ=βγάζω στίχους πολλούς
Το πολύ ψι – ψι χτυπά 'ς την ψύν
(1920)
Ψύν = ψυχήν
Θα φάη ξύλο να πάη αντάρα
(1918)
Αντάρα = ομίχλη
Ο Μάρτης είναι δίγνωμος
(1921)
Ερμηνεία: Ο Μάρτιος είναι άστατος, τουτέστιν ο καιρός κατά τον μήνα Μάρτιον είναι άστατος
Ο λόγος σου μ' εχόρτασε και το ψωμί σου φάτο
(1926)
Άξιος ει της ευεπείας ούνεκα
Άγια Δευτέρα βούϊθα μου και Τρίτη και Τετάρτη και Πέμτη και Παρασκευή, ποτέ δουλειά μήν κάμω
(1939)
Χαρακτηριστικό γιά τους τεμπέληδες
Από κακό χρειαζούμενο δουλειά δεν απομένει ακάμωτη
(1935)
Ερμηνεία: Εκ των συμφραζομένων καταλαβαίνεται ότι η σημασία της παροιμίας είναι η εξής: η κακή ποιότης του οργάνου δεν συνεπιφέρει ματαίωσιν της εργασίας
Ανύπαντρος προξενητής για δικό του παραμιλεί
(1926)
Όταν αμέσως ενδιαφέρεται τις δι' υπόθεσιν ενδιαφέρουσαν άλλον, την διεξαγωγήν της οποίας ανέθεσαν εις αυτον, φροντίζει δι' εαυτον
Όση ώρα βαστάς την πέτρα στη χέρα σου, την ορίζεις
(1926)
Δηλαδή να μην είσαι γρήγορος εις τας αποφάσεις σου
Η πείνα κάνει αδόντια κι΄ ο φόβος πόδια
(1926)
Εις δειλόν
Δυο γαΐδαροι μάχονται σε ξένη μαντσιαδούρα
(1920)
Μαντσιαδούρα = το μέρος ένθα τίθεται η τροφή των ζώων (ίππων) φάτνη (λέξις ιταλική)
Απού θέλει να πηδήση, πρέπει ομπρός να συντηρήξη
(1920)
Συντηρήξη = συντηρώ = βλέπω, κυττάζω, παρατηρώ
Από τη κεφαλή βρωμεί το ψάρι
(1920)
Λόγια δίχως έργα
(1920)
Σαν μπη ο Μάης Σάββατο, ώφου καημός και θάνατος
(1949)
Γιατί πέφτουν πολλές αρρώστιες στον κόσμο
Ξένο ψωμί, δικό μου μαχαίρι!
(1949)
Έκφρασις αδιαφορίας
Τη Σκάρπαθο κατέχει
(1949)
Μακρά μαλλιά και λίγη γνώση
(1949)
Εν τούτοις όλες οι κοπέλες θέλουν να έχουν μακρυά μαλλιά
Μακρά μαλλιά λίγη γνώση
(1920)
Έκατσε η πομπή τση στράταις κι' ανεγέλα τσοί διαβάτες
(1920)
Μπομπή = η χλεύη, ο εμπαιγμός, το περίπαιγμα
Πολυτεχνας ερημοσπιτάς
(1920)
Έμπλησον, αγνή, ευφροσύνης
(1914)
Μικ. παρακλητ. κανών εις την Θεοτόκον, σελ. 48, Νέα πληρ. Ιερά Σύνοψις, έκδ. Αλεξίου 1914
Λαός μου, τι εποίησά σοι;
(1914)
Λαγός κουδούνια 'φόρειε κι' αν τα 'φόρειε, ποιός τα θώρειε;
(1920)
Φόρειε = εφόρει, θώρειε = έβλεπε, παρετήρει
Ψείρα που δε σε τρώει μη τήνε ξής
(1920)
Ξύης = ξείνω
Το πολύ ψιψί, χτυπά στη ψη
(1949)
Μάθια λαίμαργα, ψυχή χαϊμένη
(1920)
Μην κλαίς ιντά 'παθεις, μόνο ίντα θα πάθης!
(1949)
Ερμηνεία: Δια να καταδείξη ότι είναι ματαιοπονία το να συλλογίζεται τις τα παρελθόντα
Δαυλός στον κώλο σου και σούβλα πυρωμένη!
(1949)
Εκ εκδήλωσιν αδιαφορίας
Και στον καφά 'χει μάθια
(1949)
Ερμηνεία: Επί ευφυών
Οντέ δε νυστάζεις, μη κάμνης
(1949)
Δηλοί ότι δεν πρέπει να υποκρινώμεθα
Τα 'καμε στο πενηντάρι
(1949)
Ερμηνεία: Επί δειλών
Πας να πής και λέσι σου
(1949)
Δεν έκαμε για θεωσύνη
(1914)
Δεν ήκαμε κατά Θεό. Επί των ανοικτιρμονων (Ανατ. Κρήτ. )
Καλή 'μουνα κ' έκαμα τα και καλή κι' απόσχιαζα τα
(1920)
Αποσχιάζω = διορθώνω εντελώς, συμπληρώνω την κατασκευή, τελειώνω το έργο
Αν κάθεσαι ς' τη μπάντα σου κανείς δε σε σηκώνει
(1921)
Μπάντα = μέρος
Η 'μέρα που πάει καινενούς κακά, 'γανακτά να μουντίση
(1920)
Γανακτά = αγανακτεί, μετ' αγανακτήσεως (αργεί)