Αναζήτηση
Αποτελέσματα 501-600 από 2302
Κυριακή χαροκοπίστρα και μουρμουρίστρα
(1920)
Χαροκοπίστρα = η Κυριακή, ημέρα διασκεδάσεως, των χορευόντων ευθυμούντων, ενεχουμένων
Όποιος κρατεί και ξαμολεί θέλ' οχτώ ς την κεφαλή
(1920)
Ξαμολεί = απολύει, αφήνει
Θεριό στη Κρήτη δε θεργεύει
(1920)
Τον ήβαλε στα μιτόχτενά της
(1917)
Του παρέουρι
Μάννα λούσε με, και μάννα χτένισέ με
(1949)
Επιφώνημα ισοδύναμο προς το “αλλίμονό” μου
Ούργια κεφαλή γνωστικά λαλεί;
(1949)
Ούργια = κλούβια
Ξένα κάνεις, όξω στέκεις
(1949)
Ράβδαν έχεις ράχην έχεις
(1920)
Όντεν ειν΄ευγιά βάστα το γαμπά σου ( καπότο ) κι όντε βρέχε ξά σου
(1918)
Ερμηνεία: είσαι ελεύθερος να κάμης ότι θέλεις
Κάλλ' ας ντραπή η μούρη μου παρ' α καη η καρδιά μου
(1919)
Κάλλ' = κάλλια, 'α = να
Μέγας είσ' απλάτανε!
(1949)
Ειρωνικόν θαυμαστικόν
Απου 'ποθάνη, τονε θάβγουνε
(1949)
Απου πόθαν' ας κοιμάται
(1949)
Τη ράχι μου πυρομάχι
(1938)
Το λένε στους κυνηγούς, που από πρώτα είναι βέβαιοι για την αποτυχία τους, δηλαδή να χρησιμοποιήσης τη ράχι μου για τζάκι να μαγειρέψης το κυνήγι που θα βρης
Σιγουρομπερδούκλωνε να μη καμπογυρίζης
(1920)
Σιγουρομπερδούκλωνε = περίπλεκέ τα σίγουρα, διόρθωνε στερεά τις δουλειές σου
Σαν η πέτραις λυούνε, εμείς οι βώλοι τι να πουμε;
(1920)
Λυούνε = λυώνουν
Σα σαλάτα δίχως ξείδι
(1920)
Κλαίει την πεθερά τζη
(1949)
Ερμηνεία: Επί νεανίδων, που κλαίνε χωρίς λόγο
Ρώτηξε το μπάρμπα μου το χιλιοζωμματάρη
(1920)
Χιλιοζωμματάρη = ο πάρα πολύ ψευδόμενος
Από σιγανόν ποτάμό, ψηλά τα ρούχα σου
(1926)
Ράον φυλάσσειν οξύθυμον, ή σιωπηλόν
Καλλιά 'ναι μιά ρωτηματέ παρά μιά γυρεμματέ
(1920)
Ρωτηματέ = ερώτησις, εξέτασις
Τον κακό άθρωπο τον έχει ο Θεός σημαδεμένο
(1920)
Σημαδεμένος = σημείον επί του σώματος του (τυφλός, λωλός, ή έτερον οιονδήποτε σημείον)
Τρώγουνται σαν τσοι σκύλλους
(1920)
Δεν το θέλω 'γω το ρύζι και στα δόντια μου καθίζε
(1949)
Εκ του ότι η γάτα δεν τρώει το ρύζι, λέγεται μεταφορικώς επί προσώπων που δεν είναι και θέσιν να διακρίνουν το καλό από το κακό
Κάθου, πράμα μου, στον τόπο σου, κι' αμάχη μη μου φέρης
(1949)
Δηλοί ότι δεν πρέπει να δανείζωμε τα αντικείμενα του σπιτιού
Έχει ρούχα στον τράφο
(1949)
Ερμηνεία: Επί ατόμων που ελπίζουν ματαίως
Παρά πρωτύτερα 'θελε!
(1949)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Την παληά ντου δα βαστώ;
(1949)
Αδιαφορία
Αυτός έκαψε Αύγουστο
(1927)
Σημ. Εδραπέτευσε. Η φρ. Ελήφθη εκ της γεωργικής πιθανώς γλώσσης, διότι καθ' Αύγουστον συνήθως λήγουστιν αι συμφωνίαι προς τοτί συ. Γευτάς. Ώστε. Έκαμ Αύ= έκαμε τελός, εξούφλησε
Σαν πεινας και δε νυστάζεις όσο θέλεις κουρκουμόσου
(1920)
Κουρκουμόσου κουρκουμόνομαι = σκεπάζομαι, και ύπτομαι ετελώς όλος με σκεπασμάτι
Ο πρώτος γάϊδαρος διατάσσει τον πισυνό
(1920)
Πυσινός = τελευταίος
Θα κάνουνε την πείνα μαρεύτα
(1949)
Ερμηνεία: Επί των πτωχών μελλονύμφων
Οπέρυσις εψόφησε, κι' οφέτος εκούστηκ' η βρώμα ντου
(1949)
Εις περιπτώσεις οπου γίνονται αργά γνωστά τα αποτελέσματα πράξεώς τινος
Κάθ' οπέρυσις καλλιά 'τονε
(1949)