Αναζήτηση
Αποτελέσματα 401-500 από 2302
Το λαγό πιάνει στ' αγλάκι
(1949)
Ειρωνικώς επί βραδυκινήτων
Ακριβός θαρρεί κερδαίνει και φυρά και δε το νοιώθει
(1920)
Φυρώ και φυράσσω=ελαλλούμαι, μειούμαι
Αμαρτία ξομολοημένη, αμαρτία δέ λογάται
(1920)
Λογάται = λογαριάζεται
Όσω αρά τα σκόρδα χοντραίνουνε
(1920)
Αρά = αραιά
Οι γερανοί επήραν οψές την κούνια τζη
(1949)
Γερανού ή αγερανοί
Ωσάν την κατώπετρα του μύλου
(1949)
Δηλαδή αδράνεια
Μη πας να κουρτελάς ποθές να μη σου κουρταλούνε
(1920)
Κουρταλώ = χειροκροτώ, κροταλίζω, βροντώ
Απού χώνει το κακόν του μετά 'κείνο δα ποθαίνει
(1920)
Χώνω = κρυώνω
Αν δε πλησιάνη το κακό, δε κόβγιεται
(1920)
Πλησιαίνω = αυξάνω, πληθύνω-ομαι
Καλό και κακό, είναι τση μοίρας του καθανούς
(1940)
Πιστεύουν, πως δε μπορούνε να γλυτώσουνε απ' αυτή
Χάρι σούχω 'γω καβρέ να πηδάς στα κάρβουνα, κι ανε μπηδάς σοτ μποταμό, πηδώ ρονε κι εγώ
(1915)
Λέγεται εν Κρήτη
Έγινε κούνουπας στο μεθύσι
(1924)
Κούνουπας ή κουνούπι ή κανελοκούνουπο
Βαρεί τα κουνούπια
(1924)
Περί οινοποιούντος εν τω υπογείω. Από το είδος της μικάς μνιάς (σκνίπα) που περιίπταται περί το οινοφόρον βυτίον
Η φάβα έκαμε λάκκο
(1920)
Αναγέλασ' ο μυξιάρης τον καημένο το σαλιάρη
(1920)
Μυξιάρης=ούτινος διαρκώς ή συνεχώς τρέχουν μύξαις εκ της ρινός του, Σαλιάρης=ούτινος οι σιέλοι καταπίπτουν εκ του στόματος όταν ομιλή
Έφταιξ' ο γάϊδαρος κ' εδείρανε το σομάρι
(1920)
έφταιξε=έπταισεν, έσφαλεν
Σ' άλογο ξένο αν ανέβης μεσοδρομής πεζεύγης
(1920)
Μεσοδρομής = εις το μέσον της πορείας (δρόμου)
Όμοιος τον όμοιο αγαπά και η κοπρέ τα λάχανα
(1920)
Κοπρέ = κοπριά, κόπρος
Καλά σου ξυπνητούργια, αγάπη μου καινούργια
(1949)
Χαιρετισμός το πρωί στα μωρά που ξυπνούνε
Ξορκισμένος με τον απήγανο
(1949)
Ετούτο τ' αναβόλεμα θα φέρη και το χύτη
(1920)
Αναβόλεμα=Ανηφορικός δρόμο, άλλως ρίζωμα, χύτης=κατηφορικός δρόμος
Η 'ντροπή παιδί δεν κάνει κι ανε το κάνη δε φελά
(1920)
Φελώ = αξίχω, είμαι άξιος, ικανός
Έτσι δά παραλοΐζει όποιος δή καί δέν ορπίζει
(1920)
Παραλοΐζω = παραλογίζομαι, γίνομαι έξω φρενών
Εγέλασές με, μα έμαθά σε
(1920)
Δέσε κόμπο μη χάσης κεδιά
(1920)
Κεδιά = το νύγμα, η κεντιά της βελόνης, η ραφή
Κάθα Σάββατο γίνεται στον ουρανό ντιβάνι, το ξένο χάκι μην το τρως και το δικό σου χάνεις
(1949)
Συνοδεύεται από κείμενο ....
Αυτά τα λε στον κλείδωνα
(1949)
Προκειμένου να καταδειχθή ότι υπόσχεσίς τις στερείται σοβαρότητος
Νηστεύγω σε Θε' μου. Στανιό σου, φτωχέ μου
(1920)
Στανιό = Ακουστής, δια της βίας θέλεις και δεν θέλεις
Νύφη βρεμμένη καλοριζικιασμένη
(1920)
Καλοριζικιασμένη = καλορρίζικη, τυχερά
Ο κουζουλός τα δε θωρεί γελά
(1949)
Ίσον προς το γελά ο μωρός
Περνά 'σαν γαμπρός
(1920)
Άρρωστέ μου, πιε νερό!
(1949)
Εις περιπτώσεις όπου βιάζουν τινα, να κάμη τι ανόρεχτα