Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2201-2300 από 2302
Οντέ με δης την ταχινή, πήγαινε στη δουλειά σου κι οντέ με δης το πρόσαργο, τρύπωνε στη φωλιά σου
(1949)
Η κεραζόζα το χειμώνα λέει στους γεωργούς την παροιμία
Η Πέφτη κάνει το νερό, η Παρασκή το χιόνι, και το Σαββατοκύργιακο το ξαναδευτερώνει, κι΄ ας δεν το κόψη Κυργιακή, Δευτέρα ως το γιόμα, την Τρίτη ξημερώματα Δεξου βαρύ χειμών
(1949)
Η βροχή συσχετίζεται με τις ημέρες της εβδομάδας
Απου ράφτει και ξεπαραλεί κι' απου χαλά και χτίζει, μούδ' η δουλειά του φαίνεται μούδ' όφκερος καθίζει
(1920)
Ξεπαραλώ = ξυλώνω ύφασμα τι ή υπόδημα τι εξάγων της κλωστήν της ραφής
Αχ πουλί πουλάκι μου, ώστε να 'χε σε πάρω. Κι' απόις τάκα κουρκουνιές ώστε να σε ξεβγάλω
(1920)
Κουρκουνιές = Χτύπους, ξύλον (αικίαι)
Βάνει κ' η κοσκινού τον άντρα τση με τσοι πραμματευτάδες
(1920)
Κοσκινού = η μεταχειριζομένη το κόσκινον (είδος εργασίας), πραμματευτάδες = έμποροι, οι πραγματευόμενοι
Πορεύγεται η γι' όρθα μου από τα πίτεράν τση ετσά πορεύγομαι κ' εγώ από την αφεδιά σου
(1920)
Αφεδιά σου = από σενα
Αναθεμα στα Σάββατα τ' αναθεματισμένα: τση Κράτινης, τση Τυρινής, τση πρώτης Εβδομάδας που φάγανε τσι κόρες μου και κούρσεψε το σπίτι
(1949)
Υπόκειται παράδοσις η οποία ναγράφεται εις την συλλογήν
Καλλιά 'ν' η μπούκα του κιανούς παρά και του παιδιούν του
(1920)
Μπούκα = Στόμα (λέξις ιταλική)
Απού ζυμώση και πλυθή 40 μέρες όμορφη, απού ζυμώση και δεν πλυθή, 40 μέρες άσκημη
(1949)
Αφού ζυμώσης να βάλης μέσα στη σκάφη, όσο ζεστό νερό σου περισσέψη και να ξεπλύνης τη σκάφη. Μ' αυτό το θολό νερό να πλύνης το πρόσωπό σου και να λές την παροιμία
Άσπρος γεννάται ο κόρακας και κόκκινος μαλλιάζει και μαύρος καταστένεται και του κυρού του μοιάζει
(1920)
Καταστένεται = καταντά
Σαν αποθάνω το ταχύ, μέρα να μη βραδυάση, και σα με βάλουνε στη γης, ο κόσμος ας χαλάση
(1949)
Ισοδύναμιν προς το ''Εμού θανόντος γαία πυρί μειχθήτω''
Μεγάλος είν' ο πλάτανος και κάνει και κουβάρια, μικρός είναι κι αγκάραθος και βγαίνει και τ' αμμάθια
(1920)
Αγκάραθος = Είδος φυτού ακανθώδου
Που πήρε χίλια πέρπυρα και κακουδιά γυναίκα, τα χίλια παν στο διάολο κ' η κακουδιά του μένει
(1920)
Πέρπυρα = νόμισμα (χρυσούν) Βενετικόν, κακουδιά = κακή, άσχημος
Απ' όξω 'τον μπελά μπελά κι' από μέσα δεν εφέλα
(1920)
μπέλα= ωραία (λεγ. Ιταλ. Καλή), δεν εφέλα= δεν εχρησίμευε, φελώ= οφελώ, χρησιμεύω
Θώριε νούγια και παίρνε πανί, θώριε μάννα και παίρνε παιδί, θώριε αδερφό και παίρν' αδερφή
(1920)
Νούγια = νήμα λευκόν, χρήσιμον μάλλον ως στημόνι
Όποιος θα κλέψη τον μιναρέ πρέπει να 'χη και το κελύφιν του
(1920)
Κελύφιν = κέλυφος, σκέπασμα του μιναρέ, είδος καμπαναριού των τζαμιών, λέξις τουρκική
Λίδια μου, βρουλίδια μου, καβρομαμονίδια μου
(1949)
Επί ατόμων τα οποία πεινούν και δεν τρώγουν, όταν τυχαίως παρευρεθούν σε γεύμα, και όταν πάνε σπίτι τους, τρώνω και τα ξεροκόμματα. (Δίδεται εις το κείμενον και σχετικώς μύθος: Η γυναίκα που παρίστανε ότι δεν τρώει, αλλά ...
Αν καλοβόσκω χουμά πίνω κι αν κακοβόσκω χουμά πίνω
(1920)
Χουμάς, άλλως όρρος = το απομενόν μετά την πήξιν του γάλακτος εις τυρόν και μυζίθραν υδαρές γάλα
Σαν πατήσης τα είκοσι και δεν τα δης τα γένεια σαν τη λλά μου θα γενής κι αλλοίμονο σε σένα
(1930)
Στην Κρήτη το παιδί σαν γίνη είκοσι χρονών, με καρδιοχτύπει κοιτάζει να ιδή τα πρώτο χνούδωμα του μουστακιού του, γιατί φοβάται μήπως γίνη σπανός. Υπερήφανο λοιπόν στρίβη και ξαναστρίβη τις πρώτες τρίχες που θα φυτρώσουν ...
Το νερό 'ναι σ' το μουρτάρη κι' ότι θελ' αυτός θα κάμη
(1920)
Μουρτάρης = ο επιτιθέμενος η αναμιγνόμενος εις όλα τα ελεινότητας, σιχαμερός, βρωμερός, άθλιος
Εγόϊν του, που δεν έχει το Μάη κουκκιά και τον Αύγουστο σταφύλια
(1920)
Εγίϊν του = αλλοίμονόν του
Για την εκλογή της γυναικός ως συζύγου
(1939)
Κατα την λαϊκήν αντίληψην είναι λίγες οι περιπτώσεις που μπορεί να πετύχη κανείς στην εκλογή συζύγου, γιατί κατά γενικόν κανόνα είναι κακές όλες σχεδόν οι γυναίκες. Ο λαός λέει πως ατα τηςν εκλογήν της συζύγου του βάνει ο ...
Το κισιμέτι δε βουλά, τ' ασήμι δε σκουργιαίνει κι ό,τι 'ναι από το πιο γραφτό οπίσω δε γιαγέρνει
(1949)
Επειδή και οι Τούρκοι πιστεύουν στη μοίρα “το κισιμέτι” υπάρχει και η παροιμία
Εγόϊν του του κεφαλά αν ην και με τα γένεια, και πάλι ξαναγόϊν του αν έχη και κοπέλια
(1920)
Εγόϊν = αλλοίμονον του
Δε πάω 'γω να σκάσω για του πίσση τα κόλλυβα
(1920)
Πίσση = Πίσσης και πισσάς = μαυρισμένος ως την πίσσαν, κακός, άδικος, εγκληματίας
Κάθε αρνί απού τον ατσίποδα του θα κρεμαστή
(1920)
Ατσίποδας = το οστούν (μετά κρέατος) του αρνίου, το προς το οπίσθιον μέρος, αφ' όπου κρεμνούν τον μηρόν (μπούτην)
Τα στραβά μου παραθύρια, τα ντινέρια μου τα σιάζουν
(1920)
Ντινέρια = χρήματα (πιθανώς δηνάρια)
Ξυπόλητη σ' εκάτεχα κι' επάθιες τα χαλίκια, κι' εδά που καλικώθηκες ζητάς και σκολαρίκια
(1920)
κατιώ και κατέχω=ειξεύρω, γνωρίζω, χαλίκια και χοχλάδια=πετραδάκια, θάρια (άλλως βότσαλα), καλικώνομαι=φορώ καινουργή υποδήματα
Όπου ιδής κακή γυναίκα δύο φοραίς τήνε χαιρέτα, μη σιώση τη ποδιά τζη και σου πη τα γιβεντάν τζη
(1920)
Γιβέντα = ατιμίαι (λ.τούρη)
Ίσια καν' η γρα την πήττα κ' ίσια την πλακοπητταρίζει
(1920)
Πλακοπητταρίζω=Τύπλω διά των παλαμών την ζύμην, διά να κατασκευάσω την καλουμένην πλακόπητταν (άρτος άζυμος, είδος λαγάνας)
Μιά σκουληκιαρά αίγα χαλά ούλο τό κουράδι
(1920)
Σκουληκιαρά = η έχουσα υπό τό δέρμα της καί εις τινά μέρη τού σώματός της σκώληκας (ους γεννά τό σώμα), Κουράδι = ποίμνιον, κοπάδι
Ο γέρως κι' αν αντρέβγεται κ' το ρίζωμα κοντέβγεται
(1920)
Αντέβγεται=κάμνει τον άνδρα, το παλληκάρι, παλληκαρεύεται, Ρίζωμα=ανήφορος, το εναντιόν: Χύτης, Κοντεβγέται=εξασθενώ, καταπίπτω, κουράζομαι
Ο μακρολαίμης πετεινός 'ς το ματσιπέτι κράζειτο γίντεντό του δε θωρεί κι' άλλους καταδικάζει
(1920)
Ο μακρολαίμης ή σταβοράδης, γίβεντο = το άκρον δώμαλος τίνος, ματσιπέτι = ατιμία, εντροπή του
Δε θωρεί η στραβή αγελάδα των αλετρέν τση, μόνον θωρεί τσ' αλληνής
(1920)
Αλετρέ και αλετριά = του αρότρου το σχίσιμον της γης ή ολκός
Η λευτεριά βασίλειο καί η σκλαβιά καδένα καί διάλεξε, παιδάκι μου, από τά δύο ένα
(1920)
Καδένα = άλυσσος (δεσμά, ζυγός)
Άρπαξεν απ' άρπαξεν σουβλί σουβλί σουβλόρρριζα
(1920)
Σουβλί = μικρόν τεμάχιον εκ σιδήρου σουβλερόν (μυτερόν), όπερ μεταχειρίζονται οι υποδηματοποιοί όταν ράπτουν υποδήματα. Εννοείται μετά του ξύλου εφ΄ ου είναι στηριγμένον. Μόνον του λέγεται σουβλόρριζα
Όσοι κρατούσι τ' άρματα θαρρούν παιγνιώταις είναι; κι όσαις βαστούν τα πέταλα κι ανυφαντούδαις είναι;
(1920)
Παιγνιώτης : σκοπευτής, πέταλα εύτασθα = τα επί του εργαλειού, ένθα υφαίνουν, εξέχοντα και συρόμενα σανίδια, φέροντα σχήμα πετάλων. Ανυφαντούδας = υφάντριαι, αίτινες υφαίνουν
Εγόγιαν του π' ανημένει σκουτελικό από τη γειτονιά και δείπν' από τη ρούγα. Ούλοι δειπνούν κι αποδειπνούν κ' εκείνος ανημένει
(1920)
Σκουτελικό = πιάτο (τρυβλίον), φαγητόν, (λέξ. ιταλ. εκ του σκουτέλι)
Ας γυρίσ' ο γάμος πίσω μα πλακόπητα gε να ζήσω
(1920)
Πλακόπητα = πήττα εκ ζύμης πεπιεσμένη ως πλάκα ην προχείρας ψήνουν αντί άρτου
Ο γέρως όπου 'πόθανε 'ς τη Μεσαρά γυρίζει κ' η γράν του τον ανήμενε κουκιά τονε ταϊζει
(1920)
Ταϊζω = τρέφω, σιτίζω τινα
Όποιος εξέσυρε, τον κάτη ηύρε κ΄ έφαε, κι απού δεν εξέσυρε, κάτης τον έφαε
(1920)
Εξέσυρε = Κινούμαι, περπατώ
Πόσοι οθροί δε φαίνουνται σαν μπιστεμμένοι φίλοι κ΄έχουν το διάολο ΄ς τ΄ασκί τη ζάχαρη ΄ς τ΄αχείλι !
(1920)
Ορθός = οι εχθροί, Ασκί = Ασκός (τουλούμι)
Σαν το θέλη το γουλί μου, πως θα κάμω για την ψυχή μου;
(1920)
Γουλί=η κοιλιά μου, η όρεξίς μου.
Μεγάλο μου Σαββάτο και πως θα σε περάσω, απουχεις τρία κολατσά και τρία μεσημέρια και τρία πρώτα σάββατα κι ακόμη έχεις μέρα!
(1949)
Το λένει οι λαίμαργοι, που ανυπομονούν πότε θα πασχάσουν
Άσπρη ρασε, μαύρη ρασε, δεν είν' το πάπλωμα για σε
(1920)
Ρασε= το εκ χονδρού μαλλίου κατασκευαζόμενον υπό χωρικών ύφασμα όπερ λευκαινόμενων χρησιμεύει προς κατασκευήν Κρητικήν καπότων (χλαινών) ή κουβερτών
Απού 'καμε 'γούμενος έκαμε και κελλάρης, κ' εκάτεχε ο 'γούμενος ηντά 'καν ο κελλάρης
(1920)
Κατέχω και κατέω = Ηξεύρω, γνωρίζω, Κατές = ειξεύρεις Κατέτε = Ειξεύρετε. Κελλάρης = ο άρχων του κελλιού = μικρού δωματίου ενθα εν ταις Μοναίς κατοικούν μοναχοί
Αναβάστα γρά το γέρο να τον έχωμε το θέρος, κι' απής αποθερίσωμε, θένά τόνε τσουρήσωμε
(1920)
Αναβατώ=υποβοηθώ δια των χειρών, ανακουφίζω, Τσουρώ=κατρακυλώ, κυλινδώ
Μη μας πολυψηλώνεσαι γιατί ψηλός δεν είσαι, και το χωριό σου 'ναι κοντά, κατέμε σε ποιός είσαι
(1920)
Πολυψηλώνεσαι = επαίρομαι, το παίρνω επάνω μου πολύ ψηλά
Ο κλέφτης οντέ δε δα βρη πράμα να κλέψη, βγάνει το σκούφο ντου, και τονε βάνει στην αμασκάλη ντου
(1949)
Για να καταδείξη πόσο το ελάττωμα της κλοπής είναι βαθύ
Απ' τ' αυγό πάει στην όρνιθα
(1949)
Λέγεται μάλλον επί κακού, και δηλοί ότι από το μικρό κακό καταλήγει τις να κάμη το μεγάλο. Εχει μείνει από τον μύθον: Μια φορά ήτανε μια χήρα και είχε ένα αγόρι....έκλεψε αυγό...έπειτα όρνιθα....εμεγάλωσε κλεφτης....τον ...
Στη μπάντα, μη σε πατήση το βούϊ μας. - Ντά που 'ν' το; - Στη Στεία πάει, να το φέρει ο αφεντάκης μου
(1949)
Επί ατόμων τα οποία επαίρονται, πρίν ακόμη ιδούν το αποτέλεμα