Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2101-2200 από 2302
Το ούτσι ούτσι τέσσερις κ' η καρκατσούλα πέντε και το σκυλί και το γατί μέρες σαράντα πέντε
(1919)
Ερμηνεία: Περί διαρκείας της ευγνωμοσύνης των ζώων
Στη Γαύδο έχει τα χωράφια ντου!
(1949)
Για να δηλώσουν ότι κάποιος είναι πάμπτωχος
Χοντρή γουλιά μην πάη κάτω
(1949)
Λέγεται για κείνους που νηστεύουν αλλά όχι αυστηρά. π.χ. Ενώ νηστεύουν και το λάδι, τρώνε ένα κουλουράκι λαδερό... Συνοδεύεται από κείμενο.
Ήπιασε το Θεό από τον πόδα!
(1949)
Ως σε θωρούνε, σε γράφουνε
(1949)
Το φεγγάρι του Γεννάρη, παρα λίγο, νάναι μέρα
(1949)
Το φεγγάρι είναι πάντα όμορφο και συμπαθητικό, αλλά, “το φεγγάρι του Γεννάρη, παρά λίγο, νάναι μέρα
Να, κασάπη, παράδες και δώσε μου κρέας!
(1949)
Επί ατόμων, τα οποία δεν ψωνίζουν προσεκτικά
Απού ντρέπεται, κακά ζη
(1949)
Το σπίτι σου ζεμπέρωνε, το γείτονά σου μην κακοφοράσαι
(1949)
Ζεμπέρωνε=κλείδωνε, κακοφοράσαι=υποπτεύεσαι (κακοφορούμαι)
Φάε, γούννα μου, πιλάφι!
(1949)
Δηλοί ότι τα φορέματα ελκύουν ταν σεβασμόν.
Οντέ κοιμάται, δε θωρεί
(1949)
Ερμηνεία: Επί επαιρομένων για την εξυπνάδα των, ενώ είναι κουτοί
Επεράσαν τα κεράσα!
(1949)
Ερμηνεία: Επί χαμένης ευκαιρίας
Το κουτό κοντορνιθάκι πάντα δείχνει πουλαδάκι
(1920)
Κοντορνιθάκι = μικρού αναστήματος όρνιθα, κόττα
Επήγα να ξεβατώσω κ' εγώ εσιοβάτωσα
(1920)
Ξεβατόνω = εξάγω τινα ή εμαυτόν, ξεμπλέκω από τας βάτοις
Του συντέκνου μου ο σκύλος συντεκνός μου είναι κι εκείνος.
(1923)
Η σχέσις του ενός των συζύγων προς τους συγγενείς του ετέρου παν άλλο η σχέσις συγγένειας λογίζεται, ου ένεκα και εκ ταύτης εμορφώθη παροιμία λεγομένη κατά παρέκτασιν εις ειρωνίαν παντός ονομάζοντος συγγενή του τινά, μη ...
Έβγα που το σπίτι σου, να ξεγιβεντιστης κι έμπα στο σπίτι σου να ποσορευτής.
(1949)
Δηλοί ότι πρέπει να αποφεύγουμε τα δανεικά πράγματα.
Απού δε κτίσει σπήτι, απού δε φυτέψει αμπέλι, κι απού δε κάμει κοπέλι, δε κατέει ο κόσμος ίντα 'ναι.
(1920)
(βλ. και παντρεύω;)
Σερνάμενοι, κουνάμενοι και κουρνολαγαράτοι
(1949)
Λέγεται όταν πάη κάπου μαζεμένη όλη η οικογένεια
Έπεσε το σπήτι και με πλάκωσε.
(1918)
Φερ. Μεταφ. επί απροσδοκήτω δυσαρέστω ακούσματι.
Ευρήτε τον τη σφαγαρά του
(1923)
Η σφαγίτης φλετζ. μεταφ. το ασθενές το τρωτόν μέρος (ο σφυγμός).
Συφάμελος, συγκούρμουλον
(1923)
Οικογενειακώς, εκ μεταφ. από της κουρμούλας= κτήμα με τους κλώνους του.
Πιάνεις λόγο Σφακιανέ; Πιάνω. Κάτσε. Ας στέκω κιόλας
(1923)
Κυρίως απεικονίζει τον αμετάτρεπτον χαρακτήρα των Σφακιανών. Εκ μεταφ. Φέρεται επί των αθετούντων υποσχέσεων και των ισχυρογνωμόνων.
Σφάκα που τη θέλεις!
(1928)
Ξύλο που θέλεις
Τόνε σέρνει στην κούρτη ντου
(1949)
Επί ατόμων τα οποία προσκολλώνται σε πρόσωπα επίσημα.
Σφάκα είναι τα χείλη μου
(1923)
Είμαι σφόδρα λυπημένος
- Κατέχεις να σφυρίζης; Λέει όϊ - Αι, κι ίντα τα θες τα πρόβατα;
(1949)
Δια να δηλώση ότι έκαστος πρέπει ν' ασχολήται με την ειδικότητα του.
Σώσον ελέησον
(1914)
Κοινόν. Εν ονόματι του θεού σώσον με. Σώσον ελέησε. Εκ του εν τη εκκλησία Σώσον, ελέησον και διαφύλαξον...
Ο κόσμος το χει τούμπανο
(1914)
(βλ. κρυφός)
Ήπεσε το σφουγγάρι και τον επλάκωσε
(1949)
Επί ατόμων επισφαλούς υγείας.
Τάζ' αυγά με τα καλάθια και λαγούς με πετραχήλια
(1923)
Φέρ επί των παρεχόντων ξενάς ή δυσπληρώτους υποσχέσεις.
Τον ήβαλε στα κακά στενά.
(1949)
Του ΄καμε ένα τακίμι
(1923)
Εις μεταφορά, τον έδειρε
Το στεφάνι για φιλά τα, για χαλά τα.
(1938)
δηλαδή τα μαλλιά.
Έχει κι' αγάπη 'νιούς ριαλιού (νόμισμασ) κι έχει και δυό 'ς τό 'ριάλι
(1920)
Ριάλι= νόμισμα τουρκικόν. Άλλως γρόσι
Όσο πατείς την έχερη τ' αλέτρι χαμηλώνει κι' όσο γρινιάς τσ' αγάπης σου τόσω κοντά σιμώνει
(1920)
Έχερη= το τιμόνι του αρότρου, όπερ κρατεί ο οργώνων την γην και διευθύνων το άροτρον. Αλέτρι= άροτρον
Όποιος θέλει ν' αγαπήση, πρέπει να κακοπαθήση, και τ' άσπρα του να μην τα άσπρα του να μην τα ντουσουντίση
(1920)
Ντουσουντίζω= σκέφτομαι, διανοούμαι (λέξ. ιταλ. sic)
Τάϊζε με και μένα λάδι κι ας τονε κι ας αλλαργάρη
(1927)
Διάλογος αφεντικού, κυρίου και του σκύλου του.
Ο αφεντικός λέγει προς τον σκύλλον του: - όντε τρώς ολαγος φύτρο πέντε οργυιές πάει το μπήγο.
Σκύλος:- Τάϊζε με και μένα λάδι κι ας τονε κι ας αλλαργάρη.
Φύτρο: Περιληπτικώς ...
Γέρος τράος 'ς το κουράδι και νειος εις το τσεγγέλι
(1920)
Τσεγγέλι = μεγάλοι κρίκοι ανοιωτοί προς τα κάτω, εν οις κρεμάζουν κρέας
Παίρνε το γάμπα όντεν είναι ευγιά κι΄όντε βρέχει ξιά σου
(1920)
Γάμπα = χλαίνη, καπότο, κάπα