Αναζήτηση
Αποτελέσματα 91-100 από 1000
Γύφτους κρούει γύφτους σκούυζει
(1915)
Κρούει (δερ΄), σκούζει (κλαίει)
Σα γύφτ΄κου βαστούν΄
(1915)
Προς τινα ιστάμενον διαρκώς όρθιον και βλακωδώς ακίνητον μέχρις ενοχλητικότητος
Ψύλλ΄ς στ΄ άχυρα γυρεύ΄ ς
(1915)
Ούτε τ' θιρμασιά τ' δε δίν'
(1915)
Τού μέσα τ' ς ιλιάς κι τ' όξου τ' ς κάχτας
(1915)
Σχεδόν τίποτι. Επί περιουσίας
Σαν dα γουμάρια π' κατ' ρούν σε μιά μιριά
(1915)
Επί μιμήσεως (και μάλιστα πράξεως όχι αξιεπαίνου)