Αναζήτηση
Αποτελέσματα 401-500 από 707
Ήρταν dα τ΄αζά να γατϊέσουν dα παλά
(1951)
Ερμηνεία: Ήρθαν τα καινούρια να διώξουν τα παλιά
Συ΄φότες πααίνκες, ΄γω ρχούμουνα
(1951)
Ερμηνεία: Συ όταν πήγαινες, εγώ ερχόμουν
Η ευσή του ΄ς το θάλι δεβαίνει
(1951)
Ερμηνεία: Η ευχή του τρυπά την πέτρα
Ήρτα σο τόbe
(1951)
Ήρθα στό ήμαρτον, Όταν μετανιώνει κανείς και ζητάει συχώρεση. Τόbe λ.τ. = ήμαρτον, συχώρεσέ με
Τσάπου ά δώσει, ά βgάλει θάλι
(1951)
Όπου χτυπήσει, θα βγή πέτρα. Για τους άτυχους. Η μεταφορά από το σκάψιμο, όταν κανείς αντι για χώμα βρίσκει πέτρες. Ποντ. Δ. Π. αρ. 255 :Όθεν εντώκεν, τ' εμπροστά τ' λιθάρ' εξέβεν
Να 'υρεύ' να ποίκ' σπίτι πασλάτει στο τ' εμέλι
(1951)
Αν θέλεις να φτιάσεις σπίτι άρχισε από το θεμέλιο
Το θαλί δώτσεν dα σου dοπαν dου
(1951)
Την πέτρα την έριξε στο στόχο της. Για κείνους που πετύχαινουν αμέσως οτι επιδιώκουν
Δώτσεν dα ά θαλά
(1951)
Τον 'ριξε μια πετριά.Όταν κανείς με τρόπο προσβάλλει τον άλλον
Του Θεού τα χρόνε τζο πλερϊένdαι
(1951)
Του Θεού τα χρόνια δε σώνονται. Το ΄λεγαν στους ανυπόμονους. Αντίστοιχα έλεγαν: Του Θεού οι μήνες ... οι βdομάδες... οι ημέρες ...
Πααίνει μο τ' α δϊέβοζ, έρτσεται μο τα κατό δϊέβοι
(1951)
Πάει μ' ένα διάβολο, γυρίζει μ' εκατό
Είσαι 'αν dου Πράκα τη μαθράκα
(1951)
Είσαι σαν του Πράκα το βάτραχο. Τόλεγαν στους ασκημομούρηδες και στους βρώμικους. Στου Πράκα ήταν ένα μέρος γεμάτο βρώμικα νερά και βούρκο
Το μασαίρι τ' αβίν dου τζό πελεκά
(1951)
Το μαχαίρι τη λαβή του δεν την πελεκάει. Ένα δικό του άνθρωπο κανείς δε θέλει να τον βλάψει. Λαβ. 189
Του 'υρίζει το κρασί ξίδι, 'ίνεται βυνατό
(1951)
Το κρασί που γυρίζει σε ξίδι, γίνεται δυνατό. Εκείνος που αλλάζει πίστη η ιδεολογία, πιο φανατικά εχτρεύεται οτι πρωτήτερα πίστευε. Λεβ. 246
Μό το χουλϊέρι δίτ' με τα, μό την gρατούνα παίρ' τα
(1951)
Με το κουτάλι μού το δίνει, με τή χουλιάρα μού το παίρνει. Όταν το καλό πού μάς κάνουν τ' ακριβοπληρώνουνται
Μανάδιφκο τζό 'φτασε, διπκό σερματϊέται
(1951)
Μονό δεν έφτασε, διπλό σέρνεται. Όταν κανείς παθαίνει τη ζημιά διπλή, εκεί που θα την πάθαινε λιγότερη αν πρόσεχε
Κόνεσ' τα δανdάρε σου!
(1951)
Ακόνισε τα δόντια σου. Ειρωνικά, σε κείνους πού ετοιμάζονται μάταια να πάρουν κάτι
Του πιένει τ' όργο, βgάλλει τα σο τσουφάλι
(1951)
Ερμηνεία: Όποια δουλειά πιάσει, τη βγάνει σε κεφάλι (την τελειώνει)
Σαμού ες ψωμί, είσαι τσαί πολύ αχιλλούς
(1951)
Όταν έχεις ψωμί, είσαι και πολύ έξυπνος. Δηλαδή : τότε οι άλλοι ακούνε τα λόγια σου, ή σε κολακεύουν πως μιλείς σωστά. Ποντ. Δ. Π. αρ. 170 : Εχεμένον ΄ίνεται και αχουλλής
Γιαλάχιν τζό ΄σεις, το στσυλλί πα νdα ποίκ΄;
(1951)
Γαβάθα δεν έχεις, το σκυλί τι να το κάμεις; Για κείνους που ετοιμάζονται να κάμουν δουλειές, χωρίς νάχουν ό,τι τους χρειάζεται
Ο κακκέρ' ζαναχεύει τον gατουρϊέρη
(1951)
Ο χέστης κοροϊδεύει τον κατουρλιάρη
Στάβgος τζό ΄ς, τ΄ άβγο να νdα ποίκ΄;
(1951)
Στάβλο δεν έχεις, τ΄ άλογο τι να το κάμεις; Για κείνους που κάνουν σχέδια, χωρίς νάχουν που να τα χρησιμοποιήσουν
Το καμήλι τζο θωρεί του τσείνου το γαμbούρι, θωρεί του μαχτσουμού του
(1951)
Για τους ανθρώπους που κοιτάζουν τα ξένα και δε βλέπουν τα δικά τους
Το σιδερώνα θύρι ΄ίνεται σό ξυώνα μουχτάτσι
(1951)
Η σιδερένια πόρτα έρχεται στην ανάγκη της ξυλένιας. Κι ο πιο πλούσιος ή δυνατός άνθρωπος θα χρειαστεί μια μέρα τη βοήθεια του φτωχού
Φότεζ να μη τσαλdεις το θύρι, το θύρι τζο νοίζεται
(1951)
Αν δε χτυπήσεις την πόρτα, η πόρτα δεν ανοίγεταιΕ. Ίναι το ευαγγελικό : Κρούετε και ανοιγήσεται. Ματθ. Ζ΄ 7
Σο ινgλίκ' σου 'πουκάτου μ' ες
(1951)
Δηλαδή στην ποδιά σου αποκάτου μ' έχεις
Στό βόϊδιν 'bοπουκάτου αρατείτε μουσκάρι;
(1951)
Από κάτου από τό βόδι ζητάτε μοσχάρι; Όταν κανείς περιμένει πράματα αφύσικα. Το μοσκάρι θά πάει στήν αγελάδα καί όχι στό βόδι, γιά νά βυζάξει. Στήν Κύπρο λένε: Αρσενικός γάδαρος σύρνει πίσω του πουλάριν;
Είσ' ανdί παρουλού 'νgάθι
(1951)
Τόλεγαν σε κείνους που πείραζαν τους άλλους ή τους έβαναν λόγια. Το παρούλι (-παλιούρι) είναι θάμνος με αγκαθωτά κλαδιά, όπως η ακακία. Με τις βέργες του έκαναν βουκέντρια
Του ουτϊέ 'ς χώρας τα κατζία, ισάνι τζου 'ίνεται
(1951)
Όποιος ακούει του κόσμου τα λόγια, άνθρωπος δε γίνεται (προκοπή δε βλέπει)
Ο δικεόρος δικεόρεψη τζο 'υρεύει τα
(1951)
Ο δικηγόρος δικηγόρεψη δε θέλει
Σου να είσαι ισάνι, να ινείζ α δϊέβος εν gαό
(1951)
Αντί να είσαι άνθρωπος, να γενείς διάβολος είναι καλύτερο
Ο δϊέβος το δϊέβο τζο φήνει τα
(1951)
Ο διάβολος το διάβολο δεν τον αφήνει
Ποίτσες έργατα σην bόλην τσαι σο Ισμύρι!
(1951)
Έκαμες κατορθώματα στην Πόλη και στη Σμύρνη!, ερμηνεία: Τόλεγαν ειρωνικά σε κείνους που καυχιόνταν πως έκαμαν τάχα σπουδαία έργα στα ταξίδια τους
Σο φαΐ ταρνά τρως, σ' όργο πάλι αβούτσ΄είσαι;
(1951)
Στο φαγί γρήγορα τρως, στη δουλειά πάλι τέτοιος είσαι;, Ερμηνεία: Το λένε ειρωνικά στους φαγάδες – τεμπέληδες
Τ' όργο εν' α έργο
(1951)
Ερμηνεία: Η δουλειά είναι μιά εργασία. Στη φράση αυτή φαίνεται χαρακτηριστικά η διαφορά ανάμεσα όργο (= η δουλειά του καθενός, η τέχνη του) και έργο (= η εργασία γενικά, το εργάζεσθαι). Όργο έλεγαν και το δημιούργημα, ...
Χαρκές κατέσει τ' όργον dου
(1951)
Ερμηνεία: Καθένας ξέρει τη δουλειά του
Ξέγdειραμ' dα, ήρταμ' σο βράδι
(1951)
Το γδείραμε, φτάσαμε στην ουρά
Το στσυλλί έσει τ' όνομο τσαι πασχά νομάτοι τρώνε
(1951)
Το σκυλί έχει τ' όνομα κι άλλοι τρώνε
Του χάνεται ο χωρίος συ α vdα 'ρτϊέσ'
(1951)
Το χωριό που χάνεται εσύ θα το σώσεις;
Είσ' αvdί κακόνα, 'ρνίθι, χέργερdε νdαράζεσαι
(1951)
Είσαι σα σκατωμένη κότα, παντού ανακατώνεσαι
Δον gων dου έσει 'φτάλμε
(1951)
Στον κώλο του έχει μάτια
Να μη νάρτεις σο κάμι ιράστα, του καού το γιμάτι τζο 'ρτσεται
(1951)
Ερμηνεία: Αν δε φτάσεις στο κακό αντίκρυ, του καλού η αξία δεν έρχεται (δε φαίνεται)
Να ήτουν gαο νομάτ', χα να 'σει σε τόνα κερεμέτι
(1951)
Αν ήταν καλός άνθρωπος, θάχε δική του προκοπή
Το καμήλι να ΄υρεύει καμbάλες, ΄ς μακρύνει τον φρόντυόν dου
(1951)
Η καμήλα αν θέλει γομαράγκαθα, ας μακρύνει το λαιμό της. Όταν θέλεις κάτι, κουνήσου ο ίδιος να το πετύχεις. Λεβ 181
Τρώς ζ΄ναίκας σου τον gω
(1951)
Τρως της γυναίκας σου τον κώλο. Τόλεγαν περιφρονητικά σε κείνους που ανακατεύονταν σε ξένες δουλειές. Σα να πούμε : Άντε στη γυναίκα σου ! Κοίτα τη στραβομάρα σου και άσε μας ήσυχους !
Σου στσυλλού το γιατάχι ξεράδιν τζο βριστσϊέται
(1951)
Στου σκυλιού το γιατάκι ξεροκόμματο δε βρίσκεται
Το στσυλλί να φα κάκε, ''τόbε'' τζο φτένει τα
(1951)
Το σκυλί και σκατά να φάει, δεν τα κάνει ''τόbε'' (δε λέει ''ήμαρτον''
Ζάντζες 'ενόσουν στσυλλί, ξείλτσες σ' αν gαό αβλίχι
(1951)
Από τότε που έγινες σκυλί, έπεσες σ' ένα καλό κυνήγι
Ατέ το υνί καλϊέζει του Μάη τις βρεσες
(1951)
Αυτό το υνί αξίζει του Μάη τις βροχές
Το σον εν' στσυλλού τερνακι
(1951)
Τα δικά σου είναι σκυλιού καμώματα
Το στσυλλί του 'αλεί, τζο δάκνει
(1951)
Το σκυλί που γαβγίζει, δε δαγκάνει
Δώτσεν bοπουκάτου, έβγην bοπάνου
(1951)
Χτύπησε από κάτου, βγήκε από πάνου. Για εκείνον που τελειώνει γλήγορα τις δουλειές του
Σ του Βαρασού το κοπέκι – Από του Βαρασού τον αφαλό
(1951)
Για έναν που ήταν γεννημένος και μεγαλωμένος μέσα στα Φάρασα
Τσάπου α υπά ένι α νgάθι bpόν dου
(1951)
Για τους άτυχους που όλα τους έρχονται ανάποδα
Μό τ' ά βάρτι η άνοιξη τζό 'ρτσεται
(1951)
Μέ τό 'να τριαντάφυλλο η άνοιξη δέν έρχεται. Ένας άνθρωπος μοναχός του δέ μπορεί νά βγάλει πέρα μιά δουλειά. - Λεβ. 68, Πόντ. Α. Π. αρ. 890: Μέ έναν άθ' άνοιξη 'κ' έρται
Η μά σου 'ένντσε σε σ' αν bαού ημέρα
(1951)
Η μάνα σου σε γέννησε σε μιά λαμπρή μέρα
Εννήθης σο χαμό
(1951)
Γεννήθηκες στο χαμό. Εγεννήθης χάση φεγγαριού. Είσαι χαμένος άθρωπος. Τόλεγαν κι ερωτηματικά: Σο χαμό εννήθης; Για το χαρακτήρα του ανθρώπου έχει σημασία, λένε, η μέρα που γεννήθηκε
Ανdι ΄ναίακ μη π΄ουστϊές σα τρυπία
(1951)
Σα γυναίκα μην κρύβεσαι στις τρύπες. Οι γυναίκες κρύβονταν όταν περνούσε ένας άντρας
Σαμού 'ηρανέσκει α ντομάτ' τ' αχίλιν dου λείφτει
(1951)
Όταν γερνάει ένας άνθρωπος ο νους του γίνεται λειψός
Το μασαίρι έφτασε σο γουργούρι
(1951)
Γουργούρι=λαιμός. Το μαχαίρι έφτασε στο λαιμό.
Έμωσες την τζοιλία μου αίϊμα
(1951)
Γέμισες την κοιλιά μου αίμα. Με θύμωσεσ, μ' έκανες άνω κάτω
Βgαλίνει 'ς το δισώμι μου ζυγώρι
(1951)
Βγάζει από τον ώμο μου λουρί. Για κείνον που μας εκμεταλλεύεται άγρια
Άλτσεν dο στσυλλί; Χίτσαν τσιπ τα στσυλλία 'πιτσεί
(1951)
Γάβγισε το σκυλί; Τρέξανε όλα τα σκυλιά από κει
Τζας α παγώσει το σίδερο, 'στέρου βράστην τζο πιένει
(1951)
Ίδια με την προηγούμνεη, σε αρνητική μορφή
Σαμού θωρείς α σεμαδεμένο νομάτ', φύε μακρά
(1951)
Όταν βλέπεις σημαδεμένο άνθρωπο, φύγε μακριά
Να σε δώσω την gούφα μου
(1951)
Να σου δώσω την σκούφια μου
Το βραδινό σου τ' όργο σην εβίτσα μη τ' αφήν'
(1951)
Ερμηνεία: Τη βραδινή σου δουλειά στην αυγή μην την αφήνεις. Πόντ. Α. Π. αρ. 1696: Τ' οσημερ' νόν τη δουλείαν 'ς σο πουρνά μη αφήντς
Τσάκ'σες πουά καρύδε
(1951)
Τσάκισες πολλά καρύδια
Βgάλλει τα σο τσουφάλι
(1951)
Τα βγάζει σε κεφάλι
Τον από πουγιούρτσαν dα, πουγιούρτσε πάλι ατσείνος το βράδιν dου
(1951)
Πουγιουρντώ = διατάζω
Του Ρωμού ο νούς έρτσεται 'στέρου
(1951)
Του Ρωμιού ο νους έρχετ' έπειτα
Τζο γρέφ' το σεχρέ σου;
(1951)
Σεφρές = πρόσωπο
Το ραβdί έβgη 'ς τον Τζεννατ'η
(1951)
Το ξύλο βγήκε απ' τον Παράδεισο
Ράσην τζο 'σει
(1951)
Δεν έχει πλάτες
Έν' ασλάνη νοματού έργο
(1951)
Είναι ανθρώπου λέοντα δουλειά, ερμηνεία: Τόλεγαν με θαυμασμό για τις σπουδαίες δουλειές, που χρειάστηκαν τέχνη και δύναμη
Ποπόξου 'ς το χορό χορεύω τσαί γώ
(1951)
Ερμηνεία: Απ' έξω απ' το χορό χορεύω κι εγώ
Αvdί γϊάδι 'λιμέζει τα
(1951)
Σαν αγελάδα τον αρμέγει
Τα δύο σαμανικά σ' α μασκάλη τζο χωρούνε
(1951)
Τα δυό χειμωνικά( καρπούζια) σε μια μασχάλη δε χωράνε
Σ' αν bαπούτσι δυό ποράδε τζο χωρούνε
(1951)
Σ' ένα παπούτσι δυό ποδάρια δε χωρούνε
Τσάπου ά σηκώσουν ά θάλι, βgαίνας πό 'πουκάτου
(1951)
Όπου θα σηκώσουν μια πέτρα, βγαίνει από κάτου. Σ' εκείνους που ανακατώνονται σ' όλες τις ξένες δουλειές. Ποντ. Δ. Π. αρ. 275, Όποιον λιθάρ' σ' κώτς αν' ατός αφκά ευριέται
Σ' τον νόμο θάλι 'ξείλτ'σε;
(1951)
Από κλαδί λιθάρι έπεσε; Το έλεγαν ειρωνικά σε κείνους που ανησυχούσαν γι ατειποτένια. Έλεγαν και 'ς ουρανό θαλί κρεμίστη; - Λεβ. 154
Τε την εβίτσα στάσυ έμbη σο 'φτάλμι σου;
(1951)
Από την αυγή στάχυ μπήκε στο μάτι σου;
Ποπίσου του έσει 'φτάλμε
(1951)
Αποπίσω του έχει μάτια
Ξεπέλ' σε 'Εζ Γιώργης τ' αβγό του σο τσαΐρι. Ξαπόλυσε ο Άι -Γιώργης τ' άλογο του στο λιβάδι
(1951)
Από τ' Άι -Γιρωργιού, 23 Απριλίου, οι Φαρασιώτες ξαπολούσαν στα λιβάδια τ' άλογα και τ' άλλα τους χοντρά ζώα για βοσκή. Από τότε κολακαίρευε
Είσ' άν(d)ι Ακρούτ' , 'ς το κατζί τζο παίρεις
(1951)
Είσαι σαν Ακρούτης ' από λόγια δεν παίρνεις
Θέκ' το σερί σήν gαρdία σου τσαί γρέπ' το Θεόν bάνου τσαί πε το ληθώτικο
(1951)
Βάλε το χέρι στην καρδιά σου και κοίτα το Θεό απάνου και πές την αλήθεια
Συ, ε απός, ασλάν έργατα μbορείζ να ποίκ;
(1951)
Εσύ, αλεπού, λιονταριού δουλειές μπορείς να κάμεις;
Ο νομάτ' ένι ανdί χουωρό χορτάρ' φότι πρασινίζει, σολdϊενέσκει τσόας
(1951)
Νομάτης = άνθρωπος
Είσαι καό τυρί, άμα είσαι πατεμένο σο καμίν dο 'στσι
(1951)
Είσαι καλό τυρί, αλλά είσαι βαλμένο στο κακό τ' ασκί
Αράτσα πάτσες τα σό τσουφάλι
(1951)
Τώρα δά το πάτησες στο κεφάλι
Μο την gούρβα του κάθεται τσαι σηκούται, το τσουφάλι του 'ς το μbελά τζο γλυτώνει
(1951)
Με την πόρνη όποιος κάθεται και σηκώνεται, το κεφάλι του από τον μπελά δε γλυτώνει
Τον 'αγό είπεν dι “φύε”, είπεν dι τσαί το τα'ζί ''άμε πιες τα''
(1951)
Στο λαγό είπε “φύγε”, είπε και στο λαγωνικό “τρέχα πιάσ' τονε”
Ήτου λαϊκκον dο φαϊ, κάτσαν dα μαμούτσε έφαγαν dα, έσεσαν dα τσόας
(1951)
Ήτανε λίγο το φαϊ, κάτσανε τα μαμούνια τόφαγαν, τόχεσαν κιόλας. Όταν μιά δουλειά, που είναι από την αρχή στραβή, γίνεται χειρότερη
Λήτεψαν μες σο βιλλίν dουν, τσάπου μεζ ρίξουνε, καρουράν μες
(1951)
Λητεύω = δένω
Χάρ σαμού θωρείς λύκου 'χνάρε, 'ς ες το νου σου σα πράματα
(1951)
Κάθε που βλέπεις λύκου αχνάρια, να έχεις το νού σου στα πρόβατα
Σο σοφό Σολομών dου τζο πόμειν' ο κόσμος, σε κανείνα τζο πομένει
(1951)
Στο σοφό Σολομώντα αφού δεν απόμεινε ο κόσμος, σε κανένα δεν απομένει. Τόλεγαν με την έννοια ότι τα πάντα είναι πρόσκαιρα στον κόσμο τούτο
Ζ ορασπίσας το κατζίν dου 'κου, το τσουφάλιν dου 'ς τα πελάδε τζο γλυτώνει
(1951)
Εκείνος που ακούει της πόρνης τα λόγια, το κεφάλι του δεν το γλυτώνει από τους μπελάδες
Να μην νάρτει το τα' ζο η νύφη, το παλό ζ' νύφης το γϊαμάτιν τζό 'ρτσεται
(1951)
Αν δεν έρθει η καινούργια νύφη, η αξία της παλία νύφης δε φαίνεται
Γω ΄υρεύω περίλ΄ να γλείζω, τσαι συ΄ς τ΄ εμέν ΄λεύρι ΄υρέφ ;
(1951)
Εγώ γυρεύω γυράλευρο να γλέιψω και συ από μένα αλεύρι γυρεύεις ; Όταν ζητάμε κάτι από φτωχότερό μας. Πιρίλι ήταν τ΄ αλεύρι που μαζευόταν στο γύρο του μύλου. Πίκριζε και γι΄ αυτό τόδιναν στα γουρούνια
Σο κατζί σου γνένdα τσ' α νομάτ' να σε δώσει το γαρσιλίχιν dου
(1951)
Στο λόγο σου αγνάντια θα βρεθεί κι ένας άνθρωπος να σου δώσει την απάντηση
Γω φόρεσα οφτά ιμάτε πολύ 'ς τ' εσένα, γω τζο κατέχω τα τσαι συ κατές τα;
(1951)
Εγώ φόρεσα εφτά πουκάμισα περισσότερα από σένα, εγώ δεν το ξέρω και συ το ξέρεις;