Αναζήτηση
Αποτελέσματα 611-620 από 707
Σο ινgλίκ' σου 'πουκάτου μ' ες
(1951)
Δηλαδή στην ποδιά σου αποκάτου μ' έχεις
Ές παράδε; ά πείς κρασί. Τζό 'σεις παράδε; βερεσέ κρασί μή πίν. Ά ήμερα 'ά δώσ' τά παράδε δύο φορέδες
(1951)
Έχεις παράδες; θα πιείς κρασί. Δέν έχεις παράδες; βερεσέ κρασί μήν πίνεις. Μια μέρα θά δώσεις τούς παράδες δυο φορές. Δηλαδή θα πληρώσεις κι εκείνο που χρωστάς, θα πληρώσεις και κείνο που θα πιείς
Είσ' ανdί σισυρός. Χάρ σό νομάτην 'μbρό βgαίνεις
(1951)
Είσαι σάν το θυμιατό. Σέ κάθε άνθρωπο μπροστά βγαίνεις. Τό λεγαν στούς προπετείς. Το σισυρός βγήκε, λένε, από το ισχυρός (άγιος ισχυρός), τής εκκλησιας. Επειδή τήν ώρα πού τό ψάλλουν, ο παπάς θυμιατίζει, οι Φαρασιώτες είπαν ...
Στό βόϊδιν 'bοπουκάτου αρατείτε μουσκάρι;
(1951)
Από κάτου από τό βόδι ζητάτε μοσχάρι; Όταν κανείς περιμένει πράματα αφύσικα. Το μοσκάρι θά πάει στήν αγελάδα καί όχι στό βόδι, γιά νά βυζάξει. Στήν Κύπρο λένε: Αρσενικός γάδαρος σύρνει πίσω του πουλάριν;
Τα μαλλιά σου σο μύο ήσπρισές τα;
(1951)
Τα μαλλιά σου τ΄άσπρισες στο μύλο;
Είσ' ανdί παρουλού 'νgάθι
(1951)
Τόλεγαν σε κείνους που πείραζαν τους άλλους ή τους έβαναν λόγια. Το παρούλι (-παλιούρι) είναι θάμνος με αγκαθωτά κλαδιά, όπως η ακακία. Με τις βέργες του έκαναν βουκέντρια
Τσαι να δεις, πε 'τι τζού 'δα, τσαί να 'κούσεις πε 'τι τζού 'κσα
(1951)
Και να δείς, πες δεν είδα και ν΄ακούσεις, πες δεν άκουσα.
Του ουτϊέ 'ς χώρας τα κατζία, ισάνι τζου 'ίνεται
(1951)
Όποιος ακούει του κόσμου τα λόγια, άνθρωπος δε γίνεται (προκοπή δε βλέπει)
Πίθωσε τον κώλο σου, κάτσε στ΄αγκάθια πάνω
(1951)
Υπόμενε όπως είσαι, γιατί μπορεί να πέσεις στα χειρότερα
Τ' άσπρα άστρα κατεβάζουν
(1951)