Αναζήτηση
Αποτελέσματα 7201-7300 από 7439
Πάρτε, διαόλοι (ενορίται) βάγια να κάμετε σταυρούς
(1876)
Ιστορ. Ζακύνθ. Ή Κεφαλλήν. Ιερεύς των Βαΐων
Παπάς μπορείς να γενής, μ' άνθρωπος ντεϊμεντέ
(1876)
Ανέκδοτη Κρης τουρκος και αμοργινός
Τύχην ναχουν τα προυκιά, κι' ας είν' και κορκιδενια
(1876)
Κεφαλλήνων
Πια γλήορη θα γειάνης, παρά που θα παντρευθής
(1876)
Παιδικόν
Για πείσμα της γυναίκας μου, να κόψω την ψαρήν μου
(1876)
Ψαρήν = υποδηλούται άσεμνον
Κάλλιο γδάρε μια κατσίκα, παρά να σκοτώσης έναν άνθρωπον
(1876)
Για να ξεθυμώσης- ξεθυμάνης
Ο παπάς αφ' την Αγία, ήχασεν την παπαδιά
(1876)
Εγκράτ.
Η παντρειά και το τσουκάλι θέλ' αναγκαση μεγάλη
(1876)
Προσπάθειαν σύντομον
Το γλυκό μελάκι, του (ή στου) παιδιού μου το παιδάκι
(1876)
Εστί, έσεται
Που δεν σπείρη, δεν ορπίζει κι οπου σπείρη, κάτ' ορπίζει
(1876)
Κι όπου = πάντ'
Μην μου πολυψηλώνεσαι του ψηλωμού δεν είσαι και το χωριό μας είν μικρό και ξέρω τίνος είσαι
(1876)
Ή μην το πολυψηλώνεσαι του ψηλωμού δεν είσαι και το χωριό σου 'ναι κοντά και ξέρω πίνος (απότεν) είσαι
Εκόπην σου πιόν το πουκάμισον, εκόπη
(1876)
Ενυμφεύθης, αμετάτρεπτον
Από βραδύς με σκόλασε και το πουρνό με κάμε
(1876)
Λέγει η εορτ.
Εμέναν πάλιν ας με πάρη το ποτάμι
(1876)
Παράπονο
Το πουλίν από την φωλιάν του γνωρίζεται
(1876)
Ή το πουλίν από την φωνήν του γνωρίζεται ή το πουλίν από την κοίτην του φαίνεται
Αν εμίλειν η πέτρα, εμίλειν κ' εκείνος
(1876)
Δηλαδή βουβός
Σαν δεν τρώουνται οι Ρωμιοί, οι τουρκοι δεν τρωςιν πιλάβι
(1876)
Εκ της τουρκική παροιμία: Γκιαούρ καβγά ετμετικτέν σονγρά Μουσουλμάν πιλάφ γεμέζ' ήγουν: ο άπιστος εάν δεν διαφανή, ο Οθωμανός πιλάφι δεν τρώγει
Η πορδή του βράζει και θαρρεί πως είν' η δύναμή του
(1876)
Ή η πορδή σου βράζει και θαρρεί πως είν' η δύναμή σου
Καθώς του πρέπει του καθενός, φέρνου του
(1876)
Κατά πως πρέπει του καθενός, φέρνου του
Μηδ' ο πρώτος είσαι, μηδ' ο ύστερος
(1876)
Και δεν είσαι μηδ ... - μηδ ... = μετά πολλών πλείστοι
Σκύλος δεν εγαύγισεν από πίσω της
(1876)
Ουδείς ηράσθη αυτής
Άμε να θυμιάσης, ναρτω να προσκυνήσω
(1876)
Ευλάβεια!
Ήμαθα και μπελονιάζω και νικώ τον μάστορήν μου
(1876)
Υποδηλούται άσεμνον
Τώρα που βρήκαμεν παπά, ας χώσωμεν και τους ζωντανούς
(1876)
Αρρωστημένους; Ιστορ. Θάψη
Και παπάς εγίνης Κώστα; Έτσι τάφερ' η κατάρα
(1876)
Ίστορική και χαλέτ αφέντης ρούφου(;)
Η παλιά κόττα έχει το ζουμί
(1876)
Γή μικρός μικρός παντρέψου γή μικρός καλοερέψου
(1876)
Διότι κατά Ρίχτερ: Ν' αγαπάς νέος και να νυφμεύεσαι γέρος είναι το αυτό ως να ακούει τους κορυδαλλούς Ψάλλοντας την πρωΐαν και να τους τρώγης ψητους το εσπέρας και “καιρός παντί πράγματι”
Σαν τον σκύλον με τον κάττη
(1876)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Πριν πνιής, την άμμο κράτει
(1876)
Σαν πνιής πιο, την άμμο κράτει
Μέγας είσαι, πλάτανε, με τα πλατανόφυλλα (σου)
(1876)
Ασεβής παρωδ. του: Μέγας είσαι, Κύριε και θαυμ...
Πέρυσι κάην το μαλλί και οφέτι κούστην η τσίκνα
(1876)
Μαλλί = υπδηλούται άσεμνον
Τον επέρασεν από του διαβόλου τον θόχον
(1876)
Θόχον = αντί κώλον
Πουλά το ξυράφι, ν' αγοράση τ' ακόνι
(1876)
Μυθ. κουρέως
Πουλώ τ' αμπέλι να κάμω το πατητήρι
(1876)
Πουλεί τ' αμπέλι να κάμη το πατητήρι
Σαντορινοί 'μεσθεν, αφέντη, μα δεν είμεστεν άνθρωποι
(1876)
Χλεύη Θηρ.