Αναζήτηση
Αποτελέσματα 551-560 από 569
Σαν dα βρεμένα τα π΄λάκια
(1939)
Διά τα ορφανά παιδιά, τα οποία δεν έχουν το θάρρος των άλλων
Σα βγαλ' ινα οι γαιδάρ' κέρατα
(1939)
Δια κάτι το οποίον αδύνατον να γένη
Από 'να αρνί δυό προβιές;
(1938)
Όταν κανείς εζητεί να αμειφθή διττώς
Αgούρ κι αgούρ χρόνος, Σκλυβργιά και σώβρακο
(1936)
Η παροιμία αυτή λεγόταν στο Αυδήμι σπανιώς όμως ολόκληρη και ήταν για τους πολλούς ακατάληπτη. (Στη Ραιδεστό έμαθα και την έννοιά της και το ιστορικό της): Ήταν κάποτε ένας μπακτσαβάνης που δούλευε μισθωτός και δεν ήξερε ...
Αdρειγιωμένος έρχεται, ρούπες αρμαθιαστήτε
(1936)
Ρούπες=δρείς (sic)
Ακόμα δεν απέθανα, ανάψαν τα κεργιά μου
(1936)
Λέγουνταν για κείνους που προέτρεχαν των γεγονότων
Ηύρε η νύφ' του γυνί πίσω σ' bόρτα
(1937)
Η παροιμία αυτή που συνηθίζονταν πολύ στο Αυδήμι, προέρχεται από την εποχή που υπήρχε γεωργία στο χωριό. Γιατί τα τελευταία χρόνια, που έλειπε ολότελα η γεωργία και συνεπώς και τα γεωργικά εργαλεία, ήταν αδύνατο να εξηγηθή ...
Είναι κι άνθρωπος στο παρά, είναι και πέντε στ' άσπρο, είναι και άλλοι μερικοί, π' αξίζουν ένα κάστρο
(1937)
Με την παροιμία αυτή διατρανεύουνταν η διαφορά που υπάρχει μεταξύ των ανθρώπων (Κάστρο = Φρούριο, αλλά και πολιτεία)
Έτσ΄ καθώς γίν΄καμε, μαρή γ΄ναίκα, η εσύ να πεθάνης ή εγώ να χηρέψω
(1937)
Μάλλον αστείο, που λεγόταν μεταξύ των συζύγων σε στιγμές αμηχανίας
Δυό, κουμπάρε, στήν ελιά
(1937)
Μιά κουμπάρα συνεβούλευε τόν κουμπάρο της, πού τόν είχε καλέσει εις γεύμα, νά τρώγη δύο βούκες εις κάθε μία ελιά. Ελέγετο ως συμβουλή εις τά παιδιά διά νά τρώγουν λίγο-λίγο το φαγητό των. Ελέγετο καί όταν κανείς είχε διπλήν ...