Αναζήτηση
Αποτελέσματα 541-550 από 569
Τ' αλεπλή και τ' Αλμαλή κι του κουμπουρλάρ μαζί
(1938)
Την έλεγαν συνήθης οι αγωγιάται, όταν ήθελαν να ειπούν οτι πρόκειται περί ασήμαντων πραγμάτων. Τα τρία ταύτα μικρά ελληνικά χωριά είσαν εις τον κάμπον της Θράκης, κατοικούμενα από γεωργούς λεγόμενους περιφρονητικώς “κουτσουράδες”
Αρνάρα, καθώς γέννησε, χλωρή βοσκή δεν έφαγε
(1938)
Εσήμαινε τας φροντίδας και τας ασχολίας που θα είχε μια μητέρα με μωρό παιδί. Δεν ημπορεί να φάγη ποτέ εις την ώραν της και με την ησυχίαν της
Φτωχός είν' ή διάβολος
(1937)
Ερμηνεία: Το έλεγαν ως απάντηση, όταν κανείς παρεπονείτο ότι δεν έχει περιουσία και εδυσκολεύετο να ζήση. Εξ' ού και το Η Θεός έχ' για ούλους
Τσ' γηργιάς του ριζοπίλαφο
(1937)
Το ριζοπίλαφο θεωρούνταν κοινό φαγητό. Και όταν επανειλημμένα μιά οικογένεια έτρωγε το αυτό φαγητό, ελλείψει άλλου, το έλεγαν με κάποια δυσφορία
Κατυλάει τον Άδ' με τα σάβανα
(1938)
Εσήμανε τον πολύ σπάταλον και λαίμαργον άνθρωπον. Ελέγετο συνήθως δι' οικογενείας πολυεξόδους
Αυτός δί δίν' τούν άγγελό τ' θυμιάμα
(1938)
Δι' άνθρωπον πολύ φιλάργυρον
Ορίστε, γαbρέ, και σύκο, Α σ'κωθώ κι α σκωθώ, ζ'πεθέρα
(1939)
Παρεξήγησις. Επρόσφερον σύκο εις τον γαμβρόν και αυτός ενόμισεν ότι του είπαν να σηκωθή δηλ. να φύγη, δηλ. αυτός άκουσε: “Και σήκω”
Δυό τσαμπάσ'δες σ' ένα σκοινι
(1938)
Όταν δύο άνθρωποι φυλέριδες και δύστροποι ετυχαίνε να συνεταιρισθούν. Ελέγετο και δι' ανδόγυνα, όταν και ο άνδρας και η γυνάικα ήσαν δύστροποι. (Τσαμπάσης = ακροβάτης. Η λέξις σημαίνει και τον μεταπράτην ή μεσίτην εις τας ...
Αγάλια - αγάλια περπάταε, για να μη bέσ' να οι τρεμσούλες
(1938)
Την έλεγαν εις τους γάμους, συμβουλεύοντας την νύφην να περπατή σιγά σιγά. Κατάντησε όμως ειρωνεία και ελέγετο δια τους άνευ αιτίας βραδυπορούντας, προ παντός εις τα παιδία
Να π'χύζεται του gαβαλάρ' που κρέμ'dαι τα ποδάρια
(1938)
Όταν τινές υπόπτου ενδιαφέροντος εστενοχωρούντο δι' επικειμένη υποθετική ζημία τρίτων και καθίσταντο ούτω γελοίοι